Λίτσα Λιόπα-Τσακαλίδη *

Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία είναι ένα σχέδιο δράσης που συνδυάζει ένα ολοκληρωμένο σύνολο αποτελεσματικών μέτρων και πρωτοβουλιών, προκειμένου να επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως το 2050, δημιουργώντας ταυτόχρονα την ανάγκη μιας δίκαιης μετάβασης, ώστε να εξασφαλιστεί ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας της διαδικασίας επίτευξης της κλιματικής ουδετερότητας. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας οι αγροτικές περιοχές θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, προκειμένου η ΕΕ να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050.

Οι αγροτικές περιοχές της ΕΕ καλύπτουν το 83% του εδάφους της, φιλοξενούν 137 εκατομμύρια άτομα, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 30% του πληθυσμού της. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία ανοίγει τον δρόμο στις αγροτικές περιοχές για μια δίκαιη μετάβαση και τη δημιουργία νέων αξιών σε διαφορετικούς κλάδους και τομείς.

Η αρχή της δίκαιης μετάβασης έχει υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο να επιτύχει κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 ως σημαντική διάσταση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Η δίκαιη μετάβαση είναι η διαδικασία δέσμευσης και αντιμετώπισης των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της μετάβασης σε μια κοινωνία με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα, θετική για τη φύση, με επίκεντρο τις περιφέρειες, τις βιομηχανίες, τους εργαζομένους και τους πολίτες που θα αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις.

Για το μέλλον των αγροτικών περιοχών η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία μπορεί να λειτουργήσει ως μια ευκαιρία για μια μετάβαση σε ένα πράσινο και κλιματικά ουδέτερο μέλλον, βελτιώνοντας τη γεωργία, τη χρήση γης και διασφαλίζοντας, ότι η μετάβαση θα κατανεμηθεί δίκαια. Η αναζωογόνηση των αγροτικών περιοχών χρειάζεται θετικές διασυνδέσεις μεταξύ οικολογικών, κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων και συμβιβασμούς χωρίς να μένει κανένας πίσω και αφήνοντας μια θετική κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές.

Η μετάβαση αφορά άμεσα τη βιοποικιλότητα και την κλιματική αλλαγή και συνοδεύεται από ζητήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση του εδάφους και τους υδάτινους πόρους, την καλή μεταχείριση των ζώων και άλλες ανησυχίες. Η μετάβαση θα δημιουργήσει αλλαγές με πιθανούς νικητές ή πιθανούς ηττημένους τόσο για τους καταναλωτές, όσο και για τους παραγωγούς. Αυτές θα εκτείνονται πέρα από εκείνους που απασχολούνται στη γεωργία σε ολόκληρη την τροφική αλυσίδα. Τα συστήματα τροφίμων είναι μεταξύ των μεγαλύτερων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ ταυτόχρονα βλάπτονται από την ίδια την κλιματική αλλαγή. Παρά την αυξημένη παραγωγικότητα, τα συστήματα τροφίμων αποτυγχάνουν να παρέχουν επαρκή εφοδιασμό τροφίμων και συμβάλλουν στο 1/3 των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Μέχρι στιγμής, ωστόσο, ελάχιστη συζήτηση έχει γίνει για τη δίκαιη μετάβαση στη γεωργία και το ευρύτερο αγροδιατροφικό σύστημα στην Ευρώπη. Αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη εκτίμησης ότι η γεωργία θα πρέπει να διαδραματίσει ρόλο στην ανταπόκριση στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές και κοινωνικές απαιτήσεις. Η διστακτικότητα ίσως πηγάζει από ερωτήματα σχετικά με το ποιες ακριβώς θα είναι αυτές οι απαιτήσεις, τόσο κατά τη δεκαετία έως το 2030, όσο και τα επόμενα χρόνια, και εν μέρει από τον τρόπο παροχής κινήτρων για τις απαραίτητες ενέργειες. Είναι αναγκαίο να σχεδιασθεί και να εφαρμοστεί ένα ισορροπημένο σχέδιο μετάβασης, με τη συμβολή όλων των ενδιαφερόμενων μερών για τον προσδιορισμό των απαιτούμενων βημάτων και την ανάληψη των ευθυνών που πρέπει να επωμιστούν, καθώς επίσης και των ρόλων τους σε αυτήν την μετάβαση για τη γεωργία. Αυτό απαιτεί χρονοδιάγραμμα και σαφείς οπτικές γραμμές σχετικά με την επίτευξη των στόχων, αναγνωρίζοντας τον ρόλο που θα διαδραματίσει η αγροτική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, στην οικοδόμηση ενός βιώσιμου μέλλοντος με μια δίκαιη μετάβαση.

Δεν υπάρχει ευρεία αποδοχή σχετικά με τις ακριβείς πρακτικές, τις νέες τεχνολογίες που θα πρέπει να δώσουν λύση για τη μείωση των εκπομπών στον αγροδιατροφικό τομέα και τα συστήματα παραγωγής που θα απαιτηθούν στη γεωργία. Υπάρχουν ανταγωνιστικές ιδέες σχετικά με τον βαθμό στον οποίο θα αναπτυχθούν αγροοικολογικά, βιολογικά και υψηλής φυσικής αξίας συστήματα καλλιέργειας. Η μετάβαση θα επιφέρει αλλαγές σε άλλα τμήματα της τροφικής αλυσίδας, μεταξύ των οποίων και σημαντική προσαρμογή από τους καταναλωτές.

Η μετάβαση πρέπει να ανταποκρίνεται στις πολλαπλές προκλήσεις της προστασίας του κλίματος και της βιοποικιλότητας, καθώς και στη βελτίωση της υγείας και της ευημερίας του πληθυσμού, διατηρώντας παράλληλα βιώσιμες και δυναμικές αγροτικές κοινότητες.

Η αλλαγή των γεωργικών πρακτικών προς τη βιωσιμότητα οδηγεί επίσης σε αλλαγές στις δομές και στις ταυτότητες της κοινότητας. Τα μέτρα για τη στήριξη μιας δίκαιης μετάβασης απαιτούν να λαμβάνουν υπόψη τους εργαζόμενους σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις και τους γεωργούς ως πρωτογενείς παραγωγούς και διαχειριστές γης και επίσης να λαμβάνουν υπόψη ένα ευρύτερο φάσμα των δυνητικά πληγέντων, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών κοινοτήτων, των εργαζομένων σε άλλα τμήματα της τροφικής αλυσίδας και των καταναλωτών.

Η δίκαιη μετάβαση δηλώνει ότι καμία μετάβαση δεν μπορεί να είναι δίκαιη χωρίς τη συμμετοχή των αγροτών. Η τοπική τεχνογνωσία και οι διαφορετικοί τρόποι γνώσης των αγροτών και των ντόπιων κατοίκων μπορούν να χρησιμεύσουν ως πολύτιμη συμβολή στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και στη διατήρηση της βιοποικιλότητας.

Η διαχείριση της μετάβασης απαιτεί ενισχυμένη συνεργασία με τις κοινότητες της γεωργίας και της διαχείρισης της γης, συγκροτημένο χωρίς αποκλεισμούς διάλογο και όχι διάλογο προσχηματικό και υποβαθμισμένο.

Για μια πράσινη και δίκαιη μετάβαση που δεν αφήνει κανέναν πίσω, προτεραιότητα πρέπει να αποτελεί ο συνδυασμός των περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών συνιστωσών.

*Η Λίτσα Λιόπα-Τσακαλίδη είναι αφυπ. αναπλ. καθηγήτρια Πανεπιστημίου Πατρών

Πηγή : https://www.epohi.gr