* Γράφουν οι Γιώργος Παπανικολάου & Ελένη Δήμου

Ο θάνατος του 16χρονου Κώστα Φραγκούλη μετά από τον πυροβολισμό αστυνομικού της ομάδας ΔΙ.ΑΣ στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν «ατύχημα», δεν ήταν «άτυχη στιγμή».

Περισσότερο και από το αποτέλεσμα των ενεργειών του αστυνομικού υπαλλήλου, του οποίου η ποινική ευθύνη ήδη διερευνάται από το δικαστικό σύστημα, ο θάνατος αυτός είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς εγκληματικών επιλογών, πράξεων και παραλείψεων πολιτικών και άλλων κρατικών παραγόντων. Για τη σημασία και τις συνέπειες των επιλογών αυτών, όπως η επικρότηση και συγκάλυψη της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας στην υπόθεση Σαμπάνη, είχαμε, όπως άλλοι εγκληματολόγοι, αλλά και πολλοί παρατηρητές της επικαιρότητας, επαρκώς προειδοποιήσει.

Ένας πρόχειρος απολογισμός του τι γνωρίζουμε και τι δεν γνωρίζουμε ως «απλοί πολίτες», παρακολουθώντας την πορεία της υπόθεσης στην κρεατομηχανή του κρατικο-μιντιακού συμπλέγματος, καταδεικνύει το πώς και πόσο η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία βρίσκεται σε θεσμική και ηθική ελεύθερη πτώση. Ο εντελώς άδικος χαμός μιας ανθρώπινης ζωής προκαλεί πόνο, θλίψη και οργή. Θλιβερή είναι όμως και η κανονικοποίηση μιας τέτοιας ιστορίας στον περιβόητο «κύκλο της είδησης» την προηγούμενη εβδομάδα. Η αλληλουχία των αποκαλύψεων, των αποκλειστικών πληροφοριών, το πολιτικό spin και η εκκλήσεις για ψύχραιμη διαχείριση μετασχηματίζουν το φονικό σε κάτι πιο εύπεπτο και «κανονικό», απευθυνόμενα στα πιο πρωτόγονα και αιμοδιψή ένστικτα της «κοινής γνώμης».

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο αποκτούν νόημα τόσο η στοχοποίηση του θύματος με «απόψεις» του τύπου «ήταν 16 χρονών πατέρας» και «όποιος κλέβει για λίγα στα 16, στα 20 μπορεί να σκοτώσει για λιγότερα», όσο και η εξίσωση όλης της κοινότητας των Ρομά με την «εγκληματικότητα». Στη μιντιακή ζούγκλα της Ελλάδας του 2022 κυρίαρχες φιγούρες είναι ο αταβιστικός «εγκληματίας άνθρωπος» της πρωτόγονης εγκληματολογίας του 19ου αιώνα από τη μια, και από την άλλη οι σερίφηδες της Άγριας Δύσης που θα «στρώσουν» το απειλητικό και ηθικά αποκρουστικό αυτό υποκείμενο. Αποσιωπάται όμως έτσι η βαθύτατα πολιτική φύση και σημασία του περιστατικού.

Στη σύγχυση και το μούδιασμα της «κοινής γνώμης» αντιστοιχεί μια προσπάθεια συσκότισης των ευθυνών για πολιτικές, επιλογές και πράξεις, πέρα από τον στενό κύκλο των κεντρικών προσώπων του περιστατικού. Από τη μια πλευρά, αρκεί κάποιος να αναλογιστεί πόσο πρόσκαιρα εμφανίζονται στον «κύκλο της είδησης» οι συνθήκες διαβίωσης, ο ρατσισμός και ο κοινωνικός αποκλεισμός που υφίσταται η κοινότητα των Ρομά, και αυτό χωρίς σχεδόν ποτέ να αναφέρεται η συμβολή της «πολιτείας» και των «αρμοδίων» στη διαιώνιση των συνθηκών αυτών. Το πόσο αντιμετωπίζεται ως κοινωνικά αναλώσιμη αυτή η κοινότητα υπογραμμίστηκε και από το θράσος με το οποίο αφέθηκε να περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να έχει υπάρξει ούτε μια επίσημη ενημέρωση για την εξέλιξη της υγείας του Φραγκούλη.Από την άλλη, θα περίμενε κάποιος τα ανακλαστικά των πολιτών και των θεσμικών παραγόντων να είναι ίσως περισσότερο οξυμμένα μπροστά στο πρόβλημα της αστυνομικής αυθαιρεσίας. Πρόκειται για θέμα το οποίο αναδείχθηκε επαρκώς και ξεκάθαρα καθ’ όλη την προηγούμενη περίοδο, ακόμη και πριν το φόνο του Σαμπάνη, όπως εξίσου ξεκάθαρα έχει αναδειχθεί και η τοξικότητα των κυβερνητικών επιλογών σε συνέπεια με το αφήγημα «ανομία» και σε συνέχεια του δόγματος «νόμος και τάξη». Όμως ο «κύκλος της είδησης» αναλώθηκε σε μια προβολή ψευδοερωτημάτων, μια σχετικοποίηση της ιστορίας, μια ενορχήστρωση του διχασμού των πολιτών, ώστε ούτε καν ο σεβασμός στους συμβολισμούς δεν επιβίωσε: κυβέρνηση και μέρος της αντιπολίτευσης αποφάσισαν να δώσουν το αποκλειστικό έκτακτο επίδομα στους αστυνομικούς την ημέρα του πυροβολισμού του Φραγκούλη και ανήμερα της επετείου δολοφονίας του Γρηγορόπουλου. Ως κάποιου είδους χειροπιαστό συμπλήρωμα της γνωστής υπουργικής αλληλεγγύης, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος;

Ας θυμηθούμε συνεπώς την ουσία του πράγματος. Πρώτα, πρόκειται πράγματι ένα περιστατικό πανομοιότυπο στα χαρακτηριστικά του με τον περσινό φόνο του Νίκου Σαμπάνη από προσωπικό της ίδιας ακριβώς ειδικής μονάδας της Ελληνικής Αστυνομίας. Από την έναρξη ως την κατάληξή του με το θανάσιμο πυροβολισμό κατά του Κώστα Φραγκούλη, υπήρξε τυπικό του είδους, μια τροχαία καταδίωξη ατόμου που διαφεύγει τη σύλληψη, η οποία ολοκληρώνεται με κρεσέντο καταχρηστικής αστυνομικής βίας. Τυπικά και τα χαρακτηριστικά του θύματος της αστυνομικής βίας: νεαρός, 16 ετών, χαρακτηριστικό, το οποίο χάρη στο συνδυασμό ηλικίας και φύλου τον καθιστά σχεδόν αυτόματα πρόβλημα κατά την αντίληψη της αστυνομίας. Μέλος εθνοτικής μειονοτικής ομάδας, η οποία στοχοποιείται κατά πάγιο τρόπο από την αστυνομία, με ιδιαίτερα αυξημένη την πιθανότητα άσκησης υπέρμετρης βίας και μάλιστα υπό τις ιδιαίτερες αυτές τροχαίες συνθήκες. Ίσως η μόνη διαφορά ανάμεσα στα περιστατικά είναι ότι ο πατέρας του Σαμπάνη δεν ξυλοκοπήθηκε έξω από το νοσοκομείο, όπως ο πατέρας του Κώστα Φραγκούλη.

Με απλά λόγια: οι όροι, οι περιστάσεις και η έκβαση του περιστατικού δεν παρουσιάζουν εγκληματολογικές και κοινωνιολογικές εκπλήξεις. Ας το υπογραμμίσουμε συνεπώς: ούτε τότε, ούτε και τώρα θα πρέπει οποιοσδήποτε να έχει αμφιβολία πως το περιστατικό αποτελεί έκφραση της μεροληψίας της αστυνομίας ως μηχανισμού εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία. Ούτε τότε, ούτε τώρα θα πρέπει να έχει κάποιος αμφιβολία ότι υπό τις συνθήκες αυτές, η ζωή και των δύο ήταν για την κρατική δύναμη ξεγραμμένη από την έναρξη της καταδίωξης.

Μετά το Πέραμα, ο ίδιος ο υπουργός Δημόσιας Τάξης («Προστασίας του Πολίτη») έσπευσε να επικυρώσει, να νομιμοποιήσει και να ενθαρρύνει την πρακτική των τροχαίων καταδιώξεων, σε αντίθεση με την καθολική επιστημονική (αλλά και επαγγελματική) συμφωνία πως αυτή θα πρέπει να συμμορφώνεται με αυστηρότατα κριτήρια νομιμότητας, σκοπιμότητας και αναλογικότητας. Δεν πρόκειται για συμφωνία χωρίς συνέπειες: όταν πρόκειται για καταδιώξεις υψηλού κινδύνου, η πρακτική αυτή (θα πρέπει να) απαγορεύεται.

Ας σημειωθεί εδώ, για την πληρότητα της αναφοράς, πως η καταδίωξη είναι διακριτό πρόβλημα σε σχέση με την χρήσης ένοπλης βίας από την αστυνομία. Η ίδια η καταδίωξη αποτελεί και αυτή «μέσο ελέγχου», δηλαδή εφαρμογή κατασταλτικής βίας. Κατά τούτο οι υπουργικές παρεμβάσεις είναι ευλογία της βίας, όχι της ευταξίας. Έπειτα, η χρήση του πυροβόλου όπλου ρυθμίζεται από ειδική νομοθεσία, η οποία απλά και μόνο αποτυπώνει την εμμονή του ελληνικού κράτους να χρησιμοποιεί ένοπλη κατασταλτική βία. Ο νόμος τίποτα δεν εγγυάται και κανένα δεν προστατεύει.

Η στάση του υπουργού είναι, λοιπόν, μια πολιτική επιλογή. Άλλωστε γνωρίζουμε τι απέγιναν οι υπόλοιπες «εγγυήσεις» που είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση, δηλαδή η επανεκπαίδευση, οι φορητές κάμερες, η αναμόρφωση του επιχειρησιακού συντονισμού. Στα μέσα ενημέρωσης εμφανίστηκε ακόμη η «είδηση» πως μια εγκύκλιος δεν επιτρέπει τη χρήση όπλου ούτε τους επικίνδυνους χειρισμούς και ελιγμούς στις καταδιώξεις. Είναι προφανές ότι τίποτα από αυτά δεν ίσχυσε, ούτε είχε κάποια επιρροή στην εξέλιξη της καταδίωξης του Φραγκούλη. Είναι άραγε υπερβολικό να αναλογιστεί κάποιος πως οι «μεταρρυθμίσεις» φαντάζουν σαν κάποιου είδους κακόγουστο κουτσομπολιό;

Εξαντλούνται άραγε οι θεσμικές εγγυήσεις διαφάνειας, ελέγχου και λογοδοσίας, οι οποίες αφορούν σε ζητήματα που στην πραγματικότητα της αστυνομικής πρακτικής είναι ζητήματα ζωής και θανάτου, στην τροποποίηση, ίσως, ενός κανονισμού; Οι «καλές πρακτικές» των οποίων επίκληση γίνεται συχνά πυκνά, συμπεριλαμβάνουν σε άλλες «αναπτυγμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης» όχι μόνο την εκτενή σχετική διαβούλευση, αλλά και τη δημοσιοποίηση και σχετικά εύκολη πρόσβαση των πολιτών στις σχετικές πολιτικές, κανονισμούς και εκθέσεις;

Δεδομένη πάντως είναι η προσήλωση της πολιτικής ηγεσίας της αστυνομίας στο τοξικό αφήγημα της «ανομίας» και το δόγμα «νόμος και τάξη». Αυτή ακριβώς η προσήλωση μας δίνει το ακριβές μέτρο της συστημικότητας των προβλημάτων που αναδεικνύει ο πυροβολισμός κατά του Φραγκούλη. Συνδέεται έτσι το περιστατικό της καταδίωξης πρώτα με το συνολικό κρεσέντο της αστυνομικής καταστολής στην περίοδο που διανύουμε. Αυτή είναι μια κατάσταση, η οποία έχει επισημανθεί επαρκώς και από τους σχετικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς. Συνδέεται έπειτα με τους ουσιαστικούς όρους με τους οποίους αυτή η Νέα Δημοκρατία συνδυάζει την αδυσώπητη νεοφιλελευθεροποίηση της χώρας με το στρατήγημα της στοχοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και της κοινωνικής διαμαρτυρίας. «Ανομία», κατά τη Νέα Δημοκρατία και τους συνοδοιπόρους της, είναι οτιδήποτε δε χωράει και δε θέλει να χωρέσει στο ζουρλομανδύα του κυβερνητικού business plan.

Βιώνουν οι πολίτες την εφαρμογή της στρατηγικής αυτής σε καθημερινή βάση. Κοινός παρονομαστής η ευρεία χρήση αστυνομικής καταστολής ως στήριγμα των πολιτικών επιλογών που έχουν γίνει για τα Εξάρχεια και την «ανάπλαση» του λόφου του Στρέφη, αλλά και η γενικότερη εντατικοποίηση της χρήσης των ειδικών μονάδων αστυνομίας τάξης και άλλων ημιστρατιωτικού τύπου μονάδων στην καθημερινή αστυνόμευση, με τελευταία εξέλιξη τη μετατροπή της δημοτικής αστυνομίας σε «κανονική» που θα φέρει «ειδικό εξοπλισμό και μέσα δέσμευσης, όπως αλεξίσφαιρο γιλέκο, χειροπέδες και αστυνομική ράβδο» και θα μπορεί να κάνει και συλλήψεις. Η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας συνοδεύεται από τη στελέχωση των ειδικών μονάδων ιδίως με προσωπικό «δεύτερης ταχύτητας», κατά την επιλογή του οποίου πριμοδοτείται η πρότερη στρατιωτική υπηρεσία.

Τον εργαλειακό ρόλο τους αφηγήματος της «ανομίας» διαπιστώσαμε και την τελευταία εβδομάδα, καθώς τα ίδια αυτά μέσα επιστρατεύτηκαν τόσο έξω από το δικαστικό μέγαρο της Θεσσαλονίκης όσο και γύρω από και μέσα στους οικισμούς με στόχο η δίκαιη οργή της κοινότητας των Ρομά να εμφανιστεί ως έκφραση μιας προβληματικής, ανομικής ομάδας πληθυσμού, με εκτεταμένες αστυνομικές επιχειρήσεις κατά της «κοινής» και «σοβαρής εγκληματικότητας».

Την ιστορία του Φραγκούλη μέσα στον «κύκλο της είδησης» συμπλήρωσε, τέλος, η παράδοσή του περιστατικού της Θεσσαλονίκης στα έμπειρα χέρια της (παρα-)αστυνομοδικαστικής show business. Όπως κάθε φορά, η «κανονικοποίηση» του περιστατικού περνάει μέσα από τη δικαστικοποίηση της μιντιακής αφήγησης. Ανοίγει πρώτα έτσι ο δρόμος για τη σχετικοποίηση των γεγονότων, αφού οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις και οι «αποκλειστικότητες», από τη δικογραφία πια, συμβάλλουν στη δημιουργία αποπροσανατολισμού σε σχέση με το τί «πραγματικά» συνέβη. Εμφανίζονται επίσης σε ίσους όρους θύτης και θύμα, και αποσιωπούνται οι συστημικοί όροι αφενός μεν των επιλογών και των πράξεων του πρώτου, αφετέρου δε της κοινωνικής θέσης και ευαλωτότητας του δεύτερου.

Η δικαστικοποίηση, αποτελώντας κατεξοχήν μηχανισμό προσωποποίησης των κοινωνικών προβλημάτων, είναι ταυτόχρονα και ιδανικό πεδίο για την έκφραση του συστημικού ρατσισμού των μίντια και κλειδί στην αναπαραγωγή του ιδεολογήματος «νόμος και τάξη». Οι Ρομά, μόνιμα αντιμέτωποι με πολυεπίπεδα προβλήματα όπως η φτώχεια,η δομική βία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, διαγενεακά τραύματα, ο κοινωνικός ρατσισμός (όπως για παράδειγμα ο αποκλεισμός της φοίτησης Ρομά παιδιών σε σχολεία ή ο αποκλεισμός από ανειδίκευτη εργασία μόνο και μόνο επειδή κάποιος είναι Ρομά), απομειώνονται στη φιγούρα του «παραβατικού» Φραγκούλη. Διευκολύνεται έτσι η στοχοποίησή τους ως προβληματικής και επικίνδυνης ομάδας, ενός αντικειμένου της αστυνομίας. Στη θέση μιας πολιτικής συμπερίληψης, η οποία, με τη συμμετοχή των ίδιων των Ρομά, θα επιδιώκει τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού τους, προωθείται ο κοινωνικός πόλεμος κατά των φτωχότερων και πιο περιθωριοποιημένων ανάμεσα στους φτωχούς και περιθωριοποιημένους.

Ας τραβήξουμε όμως μια γραμμή, και ας αναλογιστούμε: τα παραπάνω δεν αποτελούν μόνο όψεις μιας διαδικασίας συσκότισης, αλλά συντεταγμένες μιας πορείας εκβαρβαρισμού. Υπάρχουν φυσικά υπαίτιοι: είναι οι κήρυκες του δόγματος «νόμος και τάξη», οι οποίοι έχουν επενδύσει πολιτικά στην κατασταλτική τοξικότητα ως αναγκαίο συστατικό του συνολικού εκβαρβαρισμού που οραματίζονται για την ελληνική κοινωνία. Η ευθύνη τους όμως δεν θα καταλογιστεί, αν δεν αναληφθεί αντίστοιχα η ευθύνη της ανάδειξης του ότι το θεσμικό και ηθικό πρόβλημα που λέγεται «αστυνομία στη σημερινή Ελλάδα» είναι ακριβώς ένα επιμέρους πρόβλημα.

Οι απαντήσεις στην αστυνομική αυθαιρεσία και βία δεν είναι ούτε πρώτα ούτε κύρια τεχνοκρατικού τύπου απαντήσεις, για το στενό αντικείμενο «οργάνωση και λειτουργία της αστυνομίας». Ενδεχομένως μέτρα όπως η καθολική επαναξιολόγηση της ικανότητας του προσωπικού της αστυνομίας να φέρει όπλο, η απόσυρση ή και διάλυση των ειδικών μονάδων (των οποίων η ύπαρξη ουδέποτε έχει αποδειχθεί ότι εξυπηρετεί τεκμηριωμένες ανάγκες στην πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας ή τη διαφύλαξη της δημόσια τάξης), η αντιμετώπιση του προβλήματος των αστυνομικών οργάνων «δεύτερης ταχύτητας» (της οποίας η ύπαρξη έχει πολύ πραγματικές συνέπειες) θα μπορούσαν να έχουν κάποιο προσωρινό ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο τα πράγματα δεν θα αλλάξουν χωρίς πολιτικό πρόγραμμα, ανάληψη γενναίων πολιτικών πρωτοβουλιών, σθεναρή και αγέρωχη στάση όχι απλά και ρητορικά ενάντια στον κατασταλτισμό, αλλά ανοιχτά και με όποιο κόστος υπέρ της ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της συμπεριληπτικότητας, του δημοκρατικού ελέγχου, της δαπάνης για την κοινωνική πρόνοια. Αν δεν προσδιοριστεί εκ νέου η έννοια της δημόσιας ασφάλειας ως κοινωνική προστασία στη βάση αυτών των αξιών και προτεραιοτήτων, δεν μπορεί να γίνει και καμιά σοβαρή συζήτηση, όχι για «μεταρρύθμιση» ή προαγωγή του «επαγγελματισμού της αστυνομίας», αλλά καν για πολιτισμένη κοινωνία. Αν τα πράγματα δεν αλλάξουν, παρακάτω δεν υπάρχει ελπίδα, αλλά μόνο, μόνο βαρβαρότητα.

*Η Ελένη Δήμου είναι επίκουρη καθηγήτρια εγκληματολογίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Μεγάλης Βρετανίας. Ασχολείται ερευνητικά με τις διαδικασίες εγκληματοποίησης και κοινωνικού ελέγχου, καθώς και με την παραγωγή της κοινωνικής βλάβης με έμφαση στα εγκλήματα του κράτους.

Ο Γιώργος Παπανικολάου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο πανεπιστήμιο Northumbria της Μεγάλης Βρετανίας. Ασχολείται ερευνητικά με την πολιτική οικονομία της αστυνόμευσης σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, ιδίως σε σχέση με τις παράνομες αγορές και το «οργανωμένο έγκλημα».

Πηγή : https://kosmodromio.gr