Η συνέλευση-συνάντηση των δυνάμεων της ανένταχτης Αριστεράς, οργανώσεων κοινωνικής παρέμβασης και δράσεων, μεμονωμένων ακτιβιστών και προσωπικοτήτων από όλους τους χώρους των κινημάτων, που πραγματοποιήθηκε στις 18 Νοεμβρίου στη Ρώμη, ενδέχεται να αποτελέσει μια σημαντική και πρωτόγνωρη καμπή στο πεδίο της ιταλικής Αριστεράς στα τελευταία 30 χρόνια.

Επειτα από πρωτοβουλία και πρόσκληση του γνωστού δικτύου Je so’ pazzo, που πραγματικά έχει μεταμορφώσει το πολιτικό γίγνεσθαι στη Νάπολη, με πολλές κι αναγνωρισμένες σε πλατύτερο επίπεδο παρεμβάσεις στην κοινωνική και πολιτική ζωή της πολύπαθης πρωτεύουσας του ιταλικού Νότου, πάνω από 800 άνθρωποι συνέρρευσαν στο Teatro Italia για να μοιραστούν τις εμπειρίες, να καταθέσουν τις προτάσεις και τις ιδέες τους και κυρίως να διατρανώσουν με τους λόγους και τη διάθεσή τους την ανάγκη να δημιουργηθεί ένας νέος πολιτικός φορέας μη εγκλωβισμένος στις σοσιαλδημοκρατικές και φιλομνημονιακές πολιτικές του Δημοκρατικού Κόμματος (Pd) του πρώην πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι.

Η κοσμοσυρροή τούτη ανθρώπων από τις τέσσερις γωνιές της Ιταλίας έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία εάν αναλογιστεί κανείς πως το κάλεσμα του Je so’ pazzo (που σημαίνει «Είμαι τρελός», από τον τίτλο ενός εμβληματικού τραγουδιού του μεγάλου βάρδου Πίνο Ντανιέλε) είχε διατυπωθεί και διαδοθεί μόλις τέσσερις ημέρες πριν.

Το κύριο αίτημα της πρωτοβουλίας, με κύριο σύνθημα το «Εξουσία στον λαό», είναι να συγκροτηθεί «από τα κάτω» ένα ψηφοδέλτιο που θα κατορθώνει να αντιπροσωπεύσει θεσμικά —εν όψει και των επερχόμενων εκλογών— εκείνα τα στρώματα της Αριστεράς και τα κατακερματισμένα και απομονωμένα πολιτικά υποκείμενα, που σε τοπικό και επικαιρικό επίπεδο δίνουν καθημερινά τη μάχη μέσα στην κοινωνία για τα λογής δικαιώματα, την προστασία του περιβάλλοντος, για την ενσωμάτωση και την υποδοχή των μεταναστών, που εναντιώνονται στην αποσάθρωση της αγοράς εργασίας και μάχονται για την ποιότητα ζωής των πολιτών και ιδίως των ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας, που οι καταστροφικές πολιτικές των μη εκλεγμένων κυβερνήσεων των τελευταίων ετών —από τον Μόντι, τον Λέτα, τον Ρέντσι και τον Τζεντιλόνι— έχουν οδηγήσει σε απόγνωση.

Οι εξελίξεις στο εσωτερικό του Pd και των ομόσταβλων σχηματισμών που ναι μεν αποσκίρτησαν από το κόμμα το οποίο έχει πάψει πλέον να εκπροσωπεί τα κοινωνικά συμφέροντα, αλλά (όπως απρόσεκτα έχει δηλώσει ένας από τους επικεφαλής τους, ο Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι) «θα συνεργαστούν μετεκλογικά με τον Ρέντσι», καθιστούν επιτακτική τη δημιουργία ενός τέτοιου φορέα, καθώς αφ’ ενός τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας αξιώνουν την ύπαρξη ενός εκπροσώπου που θα κατορθώνει να τα φέρνει στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου με όρους διεκδίκησης και πράξης, κι όχι ως αδιαμόρφωτο σχήμα, ως ένα μελλοντικό «καθορισμένο αφηρημένο», που θα έλεγε κι ο φιλόσοφος Λούτσο Κολέτι.

Αλλωστε τούτη η αφηρημένη ανάδειξη των καθημερινών κοινωνικών προβλημάτων αποτελεί την αιχμή του δόρατος της λαϊκιστικής πολιτικής του M5S του Μπέπε Γκρίλο, που αρύει ψήφους και από απογοητευμένους αριστερούς.

Αφ’ ετέρου, η σύσταση ενός τέτοιου φορέα με πρωτοβουλία από τα κάτω απελευθερώνει επίσης και τα άλλα μη στοιχισμένα με το Pd κόμματα της Αριστεράς (όπως η Rifondazione), που μπορούν να συμμετάσχουν σε μια τέτοια προσπάθεια χωρίς να έχουν να αντιμετωπίσουν την καχυποψία που οι ψηφοφόροι θα έτρεφαν απέναντι σε ένα τέτοιο «θεσμικό» και δοκιμασμένο στο παρελθόν κόμμα εάν αυτό είχε λάβει την πρωτοβουλία.

Πλέον, η πρωτοβουλία προάγεται όχι από έναν μεμονωμένο φορέα, αλλά από ένα κινηματικό κύμα, χωρίς μία δύναμη να την κατευθύνει, αλλά με γνώμονα τη συνεργατικότητα και την ποικιλότητα των κινημάτων, που κατορθώνουν να συνυπάρχουν και να συνεργάζονται με βάση τη συλλογικότητα, κερδίζοντας την κοινωνική αποδοχή.

Στο σημείο τούτο ακριβώς έγκειται και ο ενθουσιασμός που έχει δημιουργηθεί μετά την εκκίνηση της πρωτοβουλίας αυτής, που πλέον έχει αρχίσει να ενσαρκώνεται στη διοργάνωση πολλαπλών και συνεχόμενων συναντήσεων και ζυμώσεων σε όλο το μήκος και πλάτος της Ιταλίας.

Είναι ίσως η πρώτη φορά που τα κινήματα της Αριστεράς δεν πασχίζουν να στοιχηθούν πίσω από ένα μεγάλο θεσμικό κόμμα ή πίσω από μια «χαρισματική» προσωπικότητα, κάποιον τοπικής ή ευρύτερης εμβέλειας αστέρα της πολιτικής (αναγνωρίσιμος ιδίως χάρη στην έκθεσή του και την προβολή του στα μέσα ενημέρωσης) ή επιχειρώντας ετερόφωτα να επωφεληθούν από την επιτυχία οθνείων κινημάτων και ξένων «Μεσσιών» (όπως συνέβη με τη λίστα της Altra Europa con Tsipras, που προσπάθησε να κεφαλαιοποιήσει, μάταια, και στην Ιταλία το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τον ΣΥΡΙΖΑ).

Το καταστατικό κείμενο που έχει συνταχθεί έχει προκύψει από τις κοινές συνιστώσες που διέπουν τις δράσεις όλων των κινημάτων και απηχεί τις θέσεις τους και τις επιδιώξεις τους για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και του τρόπου παραγωγής στην Ιταλία και την αποδέσμευση από την πολιτική εξάρτησή της από την Ε.Ε., που εμφυτεύει με τον πιο οδυνηρό κι απροσχημάτιστο τρόπο τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που έχουν αποδειχθεί καταστροφικές σε όλες τις χώρες όπου εφαρμόστηκαν.

Οι απογοητεύσεις από παλαιότερες τέτοιες μεσσιανικού τύπου ελπίδες, ιδίως από το 2013 και δώθε, αποδείχθηκαν καταστροφικές για το ευρύτερο αριστερό κίνημα στην Ιταλία. Η απλή και απλοϊκή ικανοποίηση να μην υπάρχει κάποιος δεξιός πρωθυπουργός, σαν τον Μπερλουσκόνι ή τον Ματέο Σαλβίνι της ξενοφοβικής Λέγκας του Βορρά, μόνον καταστροφικές συνέπειες έχει σωρεύσει στην κοινωνία και την Αριστερά, που πλέον έχει χάσει την αξιοπιστία της καθώς στο όνομά της επιτελούνται οι φρικαλεότητες του νόμου Jobs Act για την παγίωση της μερικής εργασίας, η καλπάζουσα ανεργία και η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, η κατάλυση του άρθρου 18 του Συντάγματος για τις ενώσεις, οι σχολικές «μεταρρυθμίσεις», τα δισεκατομμύρια που διοχετεύθηκαν για να στηρίξουν τις λεηλατημένες και χρεοκοπημένες τράπεζες, τα τόσα χρήματα που χαρίζονται στις υπηρεσίες, η εγκατάλειψη της Alitalia, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, ο εγκληματικός τρόπος διαχείρισης του μεταναστευτικού.

Τη στιγμή που ο Ρέντσι, φοβούμενος τη διαρροή ψήφων στα σχήματα που αποσπάστηκαν από τον κορμό του Pd, εφαρμόζει την τακτική της «ωφέλιμης ψήφου» (για να μην επιστρέψει η διακυβέρνηση της χώρας στους Μπερλουσκόνι, Σαλβίνι, είτε να πρωτεύσει ο Γκρίλο), η Αριστερά πασχίζει να ανακτήσει με όρους καθαρά ταξικούς και λαϊκούς (με την καινούργια έννοια του όρου, της φτωχοποιημένης κοινωνίας που σπρώχνεται μέσω της προσκείμενης στις Βρυξέλλες πολιτικής στο περιθώριο και στην αδράνεια) τη φωνή της και τη δύναμή της, που πραγματικά θα πηγάζει και θα εκπορεύεται από τη βάση. Η πρωτοβουλία της «Εξουσίας στον λαό» συνιστά επιπλέον μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να συντονιστούν και να συνδυαστούν οι επιμέρους συλλογικότητες που βρέθηκαν στην πρωτοπορία διεκδικήσεων, όπως το κίνημα No Tav κατά της καταστροφής του περιβάλλοντος για την κατασκευή της νέας υπερταχείας γραμμής σιδηρόδρομου ή το κίνημα για την προστασία των μεταναστών, που αποτελούν τα άμεσα θύματα της ιταλικής πολιτικής στη Λιβύη.

Κυρίως δε, κι είναι εκείνο το στοιχείο που αποκαλύπτεται από τον ενθουσιασμό και την αποφασιστικότητα που διαπνέει τις πολλαπλασιαζόμενες ζυμώσεις, είναι η διάθεση να υπερβαθεί ο «καταστατικός» αυτο-οικτίρμων λόγος της ιταλικής (και όχι μόνον) Αριστεράς, η οποία δεν αισθάνεται πλήρης παρά μόνον όταν ηττάται, προδίδεται και θρυμματίζεται.

Της Αριστεράς που γράφει το έπος της μόνο με ήττες και που οι δάφνες της δεν είναι θριαμβικοί στέφανοι, αλλά επικήδεια στεφάνια στα μνήματα των «πεσόντων» της.

*Δημοσιογράφος, δρ Φιλοσοφίας / Γλωσσολογίας

Via : www.efsyn.gr