«Χρειαζόμαστε μια νέα θεωρία για τη σημασία των παραμυθιών και των μύθων και του ρόλου τους στην ωρίμανση όχι μόνο των παιδιών αλλά και του πολιτισμού μας», σημείωνε η κοινωνική ανθρωπολόγος Anderson στα 1974, αναγνωρίζοντας κι αυτή πως οι μύθοι και τα παραμύθια χρησιμοποιήθηκαν ως βασικά παιδαγωγικά εργαλεία από την αρχαιότητα, αλλά ακόμη περισσότερο στη σύγχρονη εποχή, όταν «ο προτεσταντισμός προσέφερε μια θρησκευτική δικαιολόγηση για την τρομακτική εξάπλωση της εργασίας».

Αυτό το ανερχόμενο εργασιακό ήθος της προτεσταντικής μεταρρύθμισης (που θα επηρέαζε σύντομα το σύνολο της Δύσης), σημαντικότατο για την κατανόηση της σημερινής στάσης μας απέναντι στους μύθους και στο παιχνίδι, διαχώρισε για πρώτη φορά συστηματικά τα παιδιά από την οικονομική ζωή και τα τοποθέτησε σε ένα συμβολικό περιβάλλον – φτιαγμένο από βιβλία, σχολεία και παιχνίδια μόνο γι’ αυτά.

Οπως ο σχετικά ομογενοποιημένος κόσμος του Μεσαίωνα έσβηνε κάτω από τις ερπύστριες της ανερχόμενης (και πολύτιμης γενικότερα) εκβιομηχάνισης και οι παραγκουπόλεις που πύκνωναν γύρω από τα εργοστάσια αποκάλυπταν την κοινωνική ανισότητα όπως ποτέ πριν, οι δρόμοι των πόλεων γέμιζαν θυμό, ιδέες και άστεγα παιδιά.

Ο φόβος για μια ηλικία λιγότερο δεμένη με τις κοινωνικές συμβάσεις και συνεπώς περισσότερο απρόβλεπτη άρχισε να εξαπλώνεται, απαιτώντας μια «κατάλληλη κοινωνικοποίηση». Φόβος προβεβλημένος στη δήλωση του Αγγλου υπουργού Υγείας του 19ου αιώνα, που αποκαλούσε τα άστεγα παιδιά των θαμμένων στα εργοστάσια προλετάριων «Αραβες του δρόμου» (υπενθυμίζοντάς μας τη σύγχρονη χρήση των «Αράβων» -πολύσημη ομάδα που ταυτίζεται πια άκριτα με τους τζιχαντιστές- ως του νέου κοινού εχθρού, ένα όργανο «ομογενοποίησης» του δυτικού κόσμου στη μετα-κομμουνιστική εποχή).

Τότε ακριβώς, αρχές Νοέμβρη του 1751 σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, στο Νότιγχαμ της Αγγλίας, δημιουργήθηκε το πρώτο κατηχητικό, προπομπός στο κίνημα γενίκευσης των σχολείων που θα επακολουθούσε. Αν και το παιχνίδι απαγορευόταν και ήταν η Βίβλος που κατά βάση χρησιμοποιούνταν (ή μάλλον η εκδοχή της που βόλευε), σύντομα οι μύθοι (με επικαιροποιημένη «και κατά το δοκούν» ανάγνωση) εμπλούτισαν το πρόγραμμα.

Ανάμεσα στους μύθους που έγιναν πολύ δημοφιλείς υπήρξε και ο αισώπειος μύθος του λαγού και της χελώνας. Νικήτρια υπήρξε πάντα η 2η (που δεν είναι καν θηλυκή στα αγγλικά) αφού αντί να παίζει έβαζε -προσέξτε!- το κεφάλι κάτω κι έφτανε στο τέρμα.

Το «κορόιδο» ο λαγός έχανε αφού έτρεχε μα «χάζευε» μαζεύοντας ηλιοβασιλέματα, μυρίζοντας λουλούδια, γνωρίζοντας άλλα πλάσματα, τόπους κι ιστορίες. Αλλά ποιος έφτανε πλουσιότερος στο τέρμα, ποιος τιμούσε στ’ αλήθεια τη ζωή, ο μύθος αποφεύγει από τότε να πει…

Via : www.efsyn.gr