Μετά από 200 χρόνια κλείνει σήμερα στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ το τελευταίο γερμανικό ανθρακωρυχείο. Μαζί του έρχεται το τέλος μιας εποχής. Η ρεπόρτερ Μπετίνα Στέκαμπερ θυμάται τα παιδικά της χρόνια.

Την Παρασκευή κλείνει επίσημα πλέον το τελευταίο ανθρακωρυχείο της Γερμανίας στην ιστορική περιοχή του Ρουρ, το ορυχείο Πρόσπερ Χάνιελ στο Μπότροπ. Στην ειδική εκδήλωση «αποχαιρετισμού» θα παραβρεθεί μάλιστα και ο Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο ομοσπονδιακός πρόεδρος της Γερμανίας. Η λειτουργία του ανθρακωρυχείου έχει ήδη σταματήσει εδώ και εβδομάδες. Όμως ο αργός θάνατος των γερμανικών ανθρακωρυχείων είχε ξεκινήσει προ πολλών δεκαετιών, ήδη από τη δεκαετία του ´50. Eκείνη την εποχή η τάση για φθηνό εισαγόμενο άνθρακα και αργό πετρέλαιο χαμηλού κόστους είχε ωθήσει σε βαθιά κρίση τον γερμανικό λιθάνθρακα. Ενδεικτικό είναι μάλιστα ότι πριν στο Ρουρ παράγονταν ετησίως περισσότεροι από 123 εκατομμύρια τόνοι λιθάνθρακα ενώ το 2014 μόλις 5,7 εκατομμύρια. Πλέον η παραγωγή έχει εκμηδενιστεί.

Ένας κόσμος και μια εργατική τάξη που δεν υπάρχει πια

Το ανθρακωρυχείο Πρόσπερ Χάνιελ στο Μπότροπ

Το ανθρακωρυχείο Πρόσπερ Χάνιελ στο Μπότροπ

Η δημοσιογράφος Μπετίνα Στέκαμπερ από τη DW γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή του Ρουρ. Με αφορμή το κλείσιμο του τελευταίου ορυχείου της περιοχής κάνει μια αναδρομή στα παιδικά της χρόνια και ανασύρει από το παρελθόν εικόνες μιας εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μερικά αποσπάσματα από τη μαρτυρία της:

« Ρουρ, μια περιοχή συνυφασμένη με τη βαριά γερμανική βιομηχανία άνθρακα και χάλυβα. Καθώς περνά κανείς από την περιοχή μέσω του αυτοκινητόδρομου βλέπει ακόμη τις υψικαμίνους των παλιών ανθρακωρυχείων και χαλυβουργείων. Πλέον όμως ο αέρας είναι πιο καθαρός, εδώ και χρόνια δεν λειτουργούν. Όταν ήμουν μικρή και έλεγα ότι είμαι από το Γκελζενκίρχεν, κανείς δεν γνώριζε την πόλη. Μόνο την ποδοσφαιρική ομάδα Σάλκε. (…) Η περιοχή του Ρουρ και ο χαρακτήρας της έχουν διαμορφωθεί αλλά και αλλοιωθεί από τη βαριά βιομηχανία. Μια σκληρή καθημερινότητα για πολλούς εργάτες ήταν ο κανόνας μέχρι να κλείσει και το τελευταίο ορυχείο στo Ρουρ. Μεταπολεμικά η ζωή στην περιοχή αυτή δεν διέφερε και πολύ από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας.

(…) Μεγάλωσα σε ένα εξορυκτικό χωριό, στο Γκελζενκίρχεν Μπούερ. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι εργάζονταν στο ορυχείο, όπως ο πατέρας μου ή οι παππούδες μου. Κάθε σπίτι είχε έναν μεγάλο κήπο, εκεί παίζαμε πάντα τα βράδια όταν επέστρεφε ο πατέρας μου. Μια δύσκολη αλλά και ήσυχη οικογενειακή ζωή με αίσθημα ασφάλειας. Οι ανθρακωρύχοι, όπως ο πατέρας μου, κέρδιζαν καλά λεφτά, ενώ από πίσω τους είχαν ισχυρά εργατικά συνδικάτα. Και καλή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Για ένα παιδί ήταν καλό να μεγαλώνει έτσι. Επίσης η ζωή δεν ήταν ακριβή. Για όλους νούμερο ένα, προτεραιότητα, ήταν η ασφάλεια στη δουλειά. Δεν υπήρχε στην περιοχή ανεργία και λίγο πολύ όλοι ήταν ικανοποιημένοι. (…) Σήμερα καθώς ήρθε το τέλος των ανθρακωρυχείων μιλούν πολλοί για την κοινωνική συνοχή που υπήρχε παλιά. Ο ένας βασιζόταν στον άλλον. Αυτό μετρούσε. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για την καταγωγή του άλλου. Ο πατέρας μου είχε συναδέλφους από την Ουγγαρία, την Πολωνία και την Τουρκία. Η προέλευσή τους δεν αποτελούσε πρόβλημα. (…) Ο ανθρακωρύχος ήταν ανθρακωρύχος».

Τα παιδιά των ανθρακωρύχων και το τέλος μιας εποχής

Κάποιοι από τους τελευταίους ανθρακωρύχους της περιοχής του Ρουρ...

Κάποιοι από τους τελευταίους ανθρακωρύχους της περιοχής του Ρουρ…

«Από τον κόσμο της εργατικής ‘ισότητας και αδελφότητας’ αποκόπηκα απότομα όταν πήγα όμως στο Γυμνάσιο. Ήδη από την πρώτη ώρα με ρώτησαν τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου, όχι η μητέρα μου. Οι περισσότεροι μαθητές ήταν παιδιά γιατρών, κτηνιάτρων, τραπεζιτών. Εγώ απάντησα απλά ‘o πατέρας μου είναι ανθρακωρύχος’. Έπεσε σιωπή στην τάξη, τότε δεν καταλάβαινα γιατί. O πατέρας μου ήταν στην πραγματικότητα μηχανολόγος αλλά ποτέ δεν καυχήθηκε για το δίπλωμά του. Μετά τους πρώτους κακούς βαθμούς στα λατινικά μάλιστα, η ίδια η διευθύντρια του σχολείου μου είπε ‘εδώ δεν υπάρχει θέση για παιδιά εργατών’. Ωστόσο στην περιοχή μου όλοι είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση παρόλαυτα, όλοι μπορούσαν να προχωρήσουν επαγγελματικά. Απλά ποτέ δεν ένιωσα ζέση γι αυτό το Γυμνάσιο.

(…) Kαι τώρα το τέλος του άνθρακα στη Γερμανία. Συμμετείχα σε μια από τις τελευταίες εξορύξεις. Ήδη με το που φόρεσα την ειδική στολή ένιωσα οικεία. Κι όταν φτάσαμε σε βάθος 1200 μέτρων θυμήθηκα ότι και ως παιδί πήγαινα εκεί. Εδώ όλα μυρίζουν γνώριμα, είναι η μυρωδιά του σπιτιού και της παιδικής μου ηλικίας. (…) Kι αν περιγράφω την παιδική μου ηλικία τόσα εξιδανικευμένη, συγχωρέστε με. Αλλά λόγω των όσων συμβαίνουν στην Ευρώπη και τον κόσμο σήμερα αυτό που μου λείπει είναι οι αξίες της παιδικής μου ηλικίας: αξίες όπως η συνοχή, η εμπιστοσύνη, η δυνατότητα να υποχωρείς και να κάνεις συμβιβασμούς στη ζωή αλλά και το να μην παίρνεις τόσο πολύ στα σοβαρά τον εαυτό σου».

Μπετίνα Στέκαμπερ, DW / Dpa

Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη

Via : www.dw.com