Εξ’ ορισμού η φεουδαρχία, που προϋπήρξε του καπιταλισμού, δηλώνεται ως «ένα σύνολο προσωπικών σχέσεων υποτέλειας, βάση των οποίων είναι η ανταλλαγή των υπηρεσιών του υποτελή έναντι κάποιου ευεργετήματος από τον άρχοντα».Είναι δηλαδή,ο προκαπιταλιστικός και προ-αστικός τρόπος κοινωνικής-οικονομικής οργάνωσης που στηρίζεται σ’ αυτή την υποτελή-εξαρτησιακή σχέση του δουλοπάροικου με τον άρχοντα «του», συγκροτώντας το φέουδο, δηλαδή ένα σύστημα κατοχής και εκμετάλλευσης της γης.

Στην ιστορική εξέλιξη, η αστική τάξη εμφανίζεται στη συνέχεια στο κοινωνικό προσκήνιο ως μια διαλεκτική άρνηση αυτού ακριβώς του φεουδαλικού τρόπου κοινωνικής συγκρότησης, επιχειρώντας να θέσει τέλος στα ληστρικά προνόμια των φεουδαρχών σε βάρος των αστικοποιημένων πλέον δουλοπάροικων. Και ως τέτοια η αστική τάξη, προφανώς, αναλαμβάνει να θέσει τέλος στη φεουδαλική σχέση, δηλαδή στην ανταλλαγή των υπηρεσιών του υποτελή έναντι κάποιου ευεργετήματος από τον φεουδάρχη. Ο καπιταλισμός, δηλαδή, προκύπτει ακριβώς μέσα απ’ αυτήν την διαλεκτική σύγκρουση της ανερχόμενης αστικής τάξης ενάντια στην φεουδαρχία.

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Στην Ελλάδα, όπως διαπιστώνει ο Π. Κονδύλης, αυτό δεν συνέβη ποτέ, δεν συγκροτήθηκε, δηλαδή, αστική τάξη, ακριβώς γιατί δεν υπήρξε φεουδαλισμός για να τον αρνηθεί και να υπάρξει διαλεκτικά εκείνη στη θέση του.

Το γεγονός αυτό, της ανυπαρξίας αστικής τάξης, μοιάζει να είναι και σήμερα ορατό, καθώς η κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα φαίνεται ότι δεν έχει μια σειρά από τα χαρακτηριστικά που θα την όριζαν ως «τον κύριο αντίπαλο της αριστοκρατίας και της κληρικοκρατίας και ως τον φορέα μιας νέας θετικής αντίληψης για την οργάνωση της ζωής και μιας ρωμαλέας νέας κοσμοθεωρίας». Αντίθετα μάλιστα, ό,τι ορίζουμε σαν αστική τάξη στην Ελλάδα ήταν πάντα ο σθεναρότερος υποστηρικτής της κληρικοκρατίας και των εκάστοτε φεουδαρχών. Γι’ αυτό άλλωστε και το αντιφεουδαλικό-αντικληρικό πρόταγμα υποχρεώνεται να αναλάβει η όποια εργατική τάξη κατορθώνει να συγκροτείται κάθε φορά. Στην ίδια κατεύθυνση, δεν είναι τυχαίο ότι, τουλάχιστον στην μεταπολιτευτική περίοδο η χώρα κυβερνάται, κατά βάσιν, από «οικογένειες» που εναλλάσσουν τους γόνους τους στην πολιτική και οικονομική εξουσία, ενώ η όποια οικονομική ανάπτυξη επιτυγχάνεται με προ-καπιταλιστικούς όρους, αδιάφορη έως και εχθρική μπροστά στην πιθανότητα της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της αντίστοιχης οργάνωσης, τόσο της αγοράς όσο και της εργασίας. Η αποβιομηχάνιση, για παράδειγμα, των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, αν υπήρξε και ποτέ εκβιομηχάνιση, είναι εκ γενετής συνέπεια της ανυπαρξίας αστικής συγκρότησης. Πιο «λαϊκά» μιλώντας, μια παρέα κατσαπλιάδες που με την αμερικανική οικονομική βοήθεια παριστάνουν τους βιομηχάνους, θα καταλήξουν πολύ σύντομα να φτιάξουν τις «προβληματικές επιχειρήσεις» του ΠΑΣΟΚ, για να μεταμορφωθούν στη συνέχεια στα «νέα τζάκια» που θα συνοδεύσουν τον ΓΑΠ, ως διάδοχο της οικογενειακής «σοσιαλιστικής» πολιτικής, στην μνημονιακή ολοσχερή χρεοκοπία. Αφού, βέβαια, θα έχουν ενθυλακώσει μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια, τοποθετημένα στην ασφάλεια των ανά τον πλανήτη φορολογικών παραδείσων. Με την έννοια αυτή, η ιστορία της «αστικής» τάξης στην Ελλάδα είναι απλά μια ποινική υπόθεση.

Όμως, πίσω από την απουσία της, η «ελληνική αστική τάξη» (κάθε λέξη σε εισαγωγικά), συγκροτεί έναν ιδιόμορφο υβριδικό φεουδαλισμό που παριστάνει τον καπιταλισμό υιοθετώντας εν μέρει στοιχεία του όπως, για παράδειγμα, η μισθωτή εργασία, ενώ στην πραγματικότητα κυρίαρχο χαρακτηριστικό του είναι οι σχέσεις υποτέλειας μεταξύ δουλοπάροικου και αφέντη. Πρόκειται για μια τερατογένεση, μια πολιτική-κοινωνική-οικονομική πραγματικότητα με καπιταλιστικά-αστικοδημοκρατικά χαρακτηριστικάστο «φαίνεσθαι» και προκαταπιταλιστικά στο «είναι». Ένα καπιταλιστικό σώμα με φεουδαλικό εγκέφαλο. Η τερατογενής αυτή αντίφαση είναι και η μήτρα σχεδόν όλων των νεοελληνικών δεινών.

Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να συγκροτείται μια «δημοκρατία» περίπου αστικού τύπου με τα κοινοβούλια της, τις εκλογές της, το συνδικαλιστικό της κίνημα, τις διακριτές εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία και λοιπά, αλλά, εντούτοις, όλες αυτές οι εξουσίες και οι λειτουργίες τους είναι στην πραγματικότητα φεουδαλικές. Και δεν είναι καθόλου τυχαίες οι σχετικές εκφράσεις που έχουν υιοθετηθεί στην νεοελληνική γλώσσα και αναφέρονται στα δικαστικά, δικηγορικά, ιατρικά, συνδικαλιστικά, δημοσιοϋπαλληλικά, ακαδημαϊκά, αυτοδιοικητικά και λοιπά φέουδα, για να αναφέρουμε μόνο μερικά εξ’ αυτών. Το από όλους καταγγελλόμενο πελατειακό κράτος, επίσης, δεν είναι τίποτα λιγότερο από αυτό.

Στον υβριδικό αυτόν φεουδαλισμό, το κράτος και οι λογής λογής εξουσιαστικοί του μηχανισμοί υφίστανται τώρα στη θέση των παλαιότερων φέουδων της γαιοκτησίας. Οι χιλιάδες εργασιακές γαλέρες που δικαίως καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι στα χρόνια των μνημονίων, δεν είναι παρά εκφάνσεις του ελληνικού φεουδαλισμού στο πεδίο της εργασίας. Η προσφορά εργασίας είναι ένα χατίρι του αφέντη-εργοδότη στον υποτελή άνεργο. Οι χιλιάδες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των κρατουμένων, από τα «νοσοκομεία» των φυλακών μέχρι τις υποθέσεις της Ηριάννας και του Περικλή ή του Κώστα Σακκά και του Οτάσσιου Θεοφίλου, είναι ακριβώς κάποιες από της εκφράσεις της φεουδαλικής οργάνωσης της Δικαιοσύνης. Ο νόμος περί –μη ανάληψης της- ευθύνης υπουργών του Βενιζέλου ή διαφυγή Χριστοφοράκου και η κοινωνική-οικονομική ανέλιξη διαφόρων νονών και ναρκεμπόρων, αναδεικνύουν επίσης, όχι την ισχύ του καπιταλιστικού τρόπου συγκρότησης της κοινωνίας μας, αλλά την προκαπιταλιστική-φεουδαλική εκδοχή του.

Κατ’ αναλογία, όποια νεοελληνική δομή εξουσίας κι αν επιχειρήσει να «σηκώσει» κανείς, θα δει από κάτω την φεουδαλική μήτρα της. Δεν έχει παρά να ανατρέξει ο αναγνώστης στην προσωπική του βιωμένη πραγματικότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και τα διάφορα νεοφιλελεύθερα αιτήματα περί ανασυγκρότησης του κράτους κλπ, βρίσκουν συχνά-πυκνά ακροατήρια, ακριβώς γιατί η δυσλειτουργία είναι προκλητικά ορατή. Αποκρύπτεται όμως η κυρίαρχη φεουδαλικότητα, γιατί προφανώς αυτή θα αποδείκνυε την απουσία μιας στοιχειώδους αστικής τάξης -με την έννοια που την ξέρουμε στη Δύση- και θα αποκάλυπτε τον αισχρό κοτζαμπασισμό και τους υποτελείς του.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και νεοφιλελεύθεροι κομματικοί σχηματισμοί, όπως για παράδειγμα το Ποτάμι, όπως άλλωστε και κάθε ελληνικός κομματικός σχηματισμός, στον πυρήνα της συγκρότησης και λειτουργίας τους  βρίσκονται αρχές της φεουδαλικής χωρο-δεσποτείας. Από το ΠΑΣΟΚ του οίκου των Παπανδρέου ή των Γεννηματά, μέχρι την Νέα Δημοκρατία του οίκου των Καραμανλήδων και των Μητσοτάκιδων, το χρίσμα της δεσποτείας περνάει από γενιά σε γενιά, με τον ίδιο τρόπο που ο μεσαιωνικός τίτλος παραχωρείται στους απογόνους των ευγενών. Οι αστικο-δημοκρατικές διαδικασίες υπάρχουν μόνον για να παρέχουν το απαραίτητο στις μέρες μας νομιμοποιητικό άλλοθι, έτσι που όχι άδικα θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αστική νεοελληνική δημοκρατία δεν είναι παρά ο φερετζές μιας κλεπτοκρατικής δουλοπαροικίας.

Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι αυτός ο κυρίαρχος φεουδαλικός τρόπος συλλογικής συγκρότησης, διαπέρασε όχι μόνο τις κυρίαρχες κρατικές δομές, αλλά εμβολίασε και τους φορείς που θα είχαν θεωρητικά ως ευθύνη την ανατροπή του. Δεν είναι μόνο, δηλαδή, το συνδικαλιστικό κίνημα ή η ακαδημαϊκή κοινότητα που «νοσεί» κάτω από τα ίδια φεουδαρχικά χαρακτηριστικά, ασχέτως μάλιστα των πολιτικών δηλώσεων-τοποθετήσεων των εκπροσώπων τους, είναι και μεγάλο μέρος ακόμη και των λεγόμενων ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων. Ακόμη και στον αντιεξουσιαστικό χώρο μπορεί να βρει κανείς περισσότερο ή λιγότερο εμφανή τα χαρακτηριστικά μιας «ευγενούς ηγεμονίας», που ανταλλάσσει την προσωπική υποταγή του μέλους με την παροχή εκ μέρους της, προστασίας. Η συγκεκαλυμμένη αυτή μορφή πατριαρχίας εμφιλοχωρεί παντού, από την οικογένεια μέχρι τις παρέες και τις διαπροσωπικές σχέσεις ή και τις θεσμικές συγκροτήσεις και σ’ αυτήν οφείλονται δεκάδες στερεότυπα και κοινωνικές προκαταλήψεις.

Καθώς ο φεουδαλισμός διατρέχει όλες τις εκφράσεις της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής, από τον υπουργό και τον πρόεδρο του κόμματος μέχρι τον έφορο, τον δικαστή, τον διευθυντή ή τον προϊστάμενο-εργοδηγό, η χώρα έχει μετατραπεί σε ένα αυτοαναπαραγόμενο clusterφέουδων, ένα σύμπλεγμα αλληλεξαρτώμενων μεταξύ τους –και μερικές φορές συγκρουόμενων- φέουδων. Πρόκειται για έναν ιδιότυπο συνεργατικό -εν τέλει- σχηματισμό που χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω θεμελιακά στοιχεία:

α. Την χωρική εγγύτητα με βάση την οποία διαμορφώνεται η «εθνική γεωγραφία» του κρατιδίου των Αθηνών με τις περιφερειακές και εξαρτώμενες δουλοπαροικίες του,

β. Τις μεταξύ τους διασυνδέσεις, ώστε να εκπληρώνεται ο κοινός στόχος της εθνικής λεηλασίας από την οποία όλοι πρέπει να επωφελούνται, ανάλογα με την διαβάθμιση τους στην ιεραρχία του συμπλέγματος,

γ. Τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, ώστε να διατηρείται από την μια ο φεουδαλικός σχηματισμός αλλά και να τηρούνται, από την άλλη, τα αστικο-δημοκρατικά προσχήματα,

δ. Τη συνεχή διατήρηση μιας κρίσιμης μάζας εμπλεκομένων υποτελών ή δυνάμει υποτελών, ώστε το φεουδαλικό σύμπλεγμα να διασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία και την «πρέπουσα» απόδοση για τους ηγεμόνες του,

ε. Την άνευ όρων υποταγή στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες της Δύσης, από τις οποίες το σύμπλεγμα αντλεί την νομιμοποιητική του με βάση και τον διεθνή καταμερισμό του κεφαλαίου, καθώς αυτή η πραγματικότητα καθιστά τη χώρα μη συμβατή αναπτυξιακά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και την θέτει στην ίδια κατ’ αναλογία θέση με τις λεηλατηθείσες -και λεηλατούμενες ακόμη- φεουδαλικές περιοχές της Αφρικής ή της Μ. Ανατολής.

Στην ολότητά του, το φεουδαλικό αυτό σύμπλεγμα, αποτελεί μια βαριά, καλοπλεγμένη, αλυσίδα ενάντια στην αυτονόμηση των υποτελών τάξεων, ιδιαίτερα μάλιστα στο βαθμό που κατορθώνει να ενδύεται τον μανδύα της αστικής δημοκρατίας.

Προεκτείνοντας, ίσως, τη σκέψη του Κονδύλη, αν η εργατική τάξη αποτελεί τη διαλεκτική άρνηση της αστικής τάξης αλλά στην Ελλάδα αυτή δεν υπήρξε ποτέ, αναδύεται το ερώτημα: Μπορεί η ελληνική εργατική τάξη να αποτελέσει τη διαλεκτική άρνηση σε κάτι που δεν υφίσταται ή έτσι μπορεί και αυτή να οδηγείται στην ανυπαρξία;

Μπορεί, με άλλα λόγια, να φανταζόμαστε αντικαπιταλιστικές θεωρίες και πρακτικές σε μια χώρα που βρίσκεται ακόμη σε προ-καπιταλιστικό επίπεδο ανάπτυξης; Μπορεί αίτημα να είναι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης από μια αστική τάξη που απλά δεν υπάρχει; Ή μήπως, πριν απ’ αυτό, χρειαζόμαστε ως πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό πρωταρχικό αίτημα την απαλλαγή από την φεουδαρχία, δηλαδή ένα, μάλλον, αστικό αίτημα;

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που φαίνεται να είναι κρίσιμο είναι η αποκάλυψη αυτής της «λεπτομέρειας» του παρελθόντος και του παρόντος της κοινωνίας μας. Της «λεπτομέρειας» δηλαδή, ότι η χώρα έχει εγκλωβιστεί ακινητοποιημένη σε ένα προ-καπιταλιστικό στάδιο ανάπτυξης και ως τέτοια λεηλατείται από την ντόπια κατσαπλιάδικη ολιγαρχία που παριστάνει την αστική τάξη σε αγαστή συνεργασία με τους δυτικούς πάτρωνες της.

Via : www.thepressproject.gr