ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Μ​​ολονότι το λεξιλόγιο με το οποίο αρχίζουν και τελειώνουν οι κόντρες που κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται πολιτικός διάλογος εμπλουτίζεται κατά καιρούς με κάποιους νέους όρους, πολύ δύσκολα θεραπεύεται η αίσθηση ότι παραμένουμε στο ίδιο έργο θεατές και ακροατές.

Η πνιγηρή αίσθηση δηλαδή ότι παραμένουμε εγκλωβισμένοι στον βάλτο του απόλυτου μανιχαϊσμού, οι ανάγκες του οποίου για λέξεις και για σκέψεις είναι γνωστές και λιγοστές: Του αρκούν τα αναθέματα, από καιρό ετοιμασμένα, οι βολικές γενικεύσεις και οι ατάκες, οι οποίες (ιδού ο εκσυγχρονισμός) ονομάζονται πλέον «τουίτς» ή τιτιβίσματα. Δι’ αυτών ασκείται η πολιτική, σε πλανηταρχικό επίπεδο (τα «σχόλια» του Ντόναλντ Τραμπ αποκαλύπτουν φλύαρους τους Λάκωνες) αλλά και σε περιφερειακό· δεν δικαιούσαι να δηλώνεις ενήμερος πολίτης αν δεν παρακολουθείς καθημερινά, σαν μελετηρός μαθητής, τις τιτιβισμένες ελαφρότητες των βαριών ονομάτων της πολιτικής μας ζωής.

Αν στη λέξη «τουίτερ» προσθέσουμε τις λέξεις «μέσα κοινωνικής δικτύωσης»/«σόσιαλ μίντια», «φέισμπουκ» και «ίνσταγκραμ», άντε και το «αφήγημα», θα διαπιστώσουμε ότι εκεί εξαντλείται η ανανέωση ή ο εμπλουτισμός του πολιτικού λεξιλογίου και της κομματικής ρητορικής. Ακόμα και το ασαφέστατο «άλλο μείγμα», που φαντάζει νέο στα χείλη του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, τα έχει τα χρονάκια του, μια και εισήχθη έναν-δυο προέδρους πριν, τον καιρό των Ζαππείων, από τον κ. Αντώνη Σαμαρά. Εχουν λείψει, βλέπετε, κι εκείνες οι «-ποιήσεις» που κατασκεύαζε αφειδώς το ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της παντοκρατορίας του σε όλα τα πεδία, οι οποίες έδιναν δωρεάν έναν αέρα δημιουργικότητας. Το δοκίμασαν κάποια στιγμή στον ΣΥΡΙΖΑ, δοκίμασαν δηλαδή να αντιγράψουν τα πασοκικά ήθη και σε αυτόν τον τομέα, μα δεν είδαν προκοπή. Και ίσως γι’ αυτό ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να προφητέψει στα αγγλικά για το χρέος και τη μοίρα του: «Too good to be true». Μία επιπλέον «αυταπάτη».

Τις τελευταίες μέρες, λοιπόν, οι κομματικές συγκρούσεις επιδείνωσαν την αίσθηση του βαλτώματος και της μονότονης επανάληψης, αφού οι υπεύθυνοι προπαγάνδας ανέσυραν έναν «δοκιμασμένο» όρο κάπως παλαιότερων εποχών, για να οικοδομήσουν πάνω του τα μάλλον σαθρά επιχειρήματά τους. Πρόκειται για τον όρο «στοχοποίηση», συχνά συνοδευόμενο από το ζεύγος «ηθική αυτουργία». Αφορμή στάθηκε η τρομοκρατική επίθεση εναντίον του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου, με παγιδευμένο φάκελο. Η αρχική ομόφωνη καταδίκη μιας ενέργειας που παραμένει και θα παραμένει εγκληματική, με όποια επαναστατικοφανή επίθετα κι αν επιχειρήσουν να τη διακοσμήσουν οι σχεδιαστές της, έδωσε πολύ γρήγορα τη θέση της στις κακόφωνες αλληλοκαταγγελίες των κομματικών επιτελείων.

Δεν άργησαν να μπουν στο παιχνίδι του εξερεθισμού αισθημάτων και πνευμάτων και όσοι διαθέτουν ανώνυμα, ψευδώνυμα ή και επώνυμα μετερίζια στον ψηφιακό χώρο, ιδίως όσοι ειδικεύονται στην αργκό του μίσους και της χυδαιότητας – και δυστυχώς είναι τόσο πολλοί, όπως παντού στον κόσμο. Πολύ συχνά, οι λέξεις πληκτρολογούνται χωρίς εσωτερική ανάσχεση και εκτοξεύονται χωρίς να περνούν πρώτα από κάποια πνευματική ή ηθική κρησάρα. Σαν να ’ταν κρυμμένη ή λογοκριμένη η κακότητα, και το ’φερνε βαρέως, βρήκε πια στη διαδικτυακή επικράτεια την ασφάλεια της ανωνυμίας και σκορπίζει ασυγκράτητη το δηλητήριό της: υβρίζει, προσβάλλει, χυδαιολογεί, σπέρνει μίσος κάθε είδους.

Κι όλα αυτά την ώρα που οι ιδρυτές του φέισμπουκ, ήδη ζάπλουτοι, αναζητούν λέει αλγορίθμους και φίλτρα, για να προστατέψουν μάλλον τη χρυσοτόκο μηχανή τους παρά τους πλέον αδύναμους και ευάλωτους από τους χρήστες της, δύο δισεκατομμύρια τον αριθμό.

Αίφνης, σύμφωνα με έναν κρυφό κανονισμό «εσωτερικής ηθικής» της κολοσσιαίας εταιρείας του Μαρκ Ζούκεμπεργκ, στοιχεία του οποίου αποκάλυψε ο βρετανικός «Γκάρντιαν», το σύνθημα «πάμε να δείρουμε χοντρούς» δεν κρίνεται επιλήψιμο και απορριπτέο. Θαρρείς και είναι δύσκολο να μετακινηθείς (αν το τραβάει η όρεξη της αδρεναλίνης που εκκρίνει η βλακεία σου ή ο φανατισμός σου) από τους χοντρούς-σάκους του μποξ στους «νέγρους», στους ομοφυλόφιλους, στους μουσουλμάνους, στους Εβραίους, στους «Γύφτους», στους ανάπηρους κ.ο.κ.

Για να επιστρέψουμε στην παράδοσή μας και στην αδυναμία της στη λέξη «στοχοποίηση», μολονότι υποτίθεται πως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται σαν αμιγώς πολιτικός, εντούτοις το περιεχόμενό του είναι καταφανώς ηθικολογικό, η δε σκόπευσή του ενοχοποιητική, εκφοβιστική και σχεδόν λογοκριτική. «Μην κρίνετε και μην επικρίνετε, γιατί δίνετε όπλα στους καιροφυλακτούντες κακούς (τρομοκράτες, εθνικούς πολεμίους κ.ο.κ.) και γίνεστε ηθικοί αυτουργοί»: αυτό είναι πάνω-κάτω το δόγμα πίσω από τις λέξεις. Στ’ αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι οι τρομοκράτες, της «νέας γενιάς» ή των παλαιότερων, έχουν ανάγκη από οποιοδήποτε επιχείρημα για να ψευτονομιμοποιήσουν τη βιαιότατη δράση τους, ή ότι αναζητούν δικαιολογίες στα λεγόμενα και στα γραφόμενα τρίτων, με το δεδομένο μάλιστα ότι μισούν όλους τους «τρίτους», συλλήβδην; Πιστεύει κανείς ότι ζυγίζουν τα πράγματα με τα σταθμά που χρησιμοποιούν όσοι βδελύσσονται την αυτοδικία, τα κουμπούρια, τις βόμβες, τις δολοφονίες; Οι τρομοκράτες ορίζουν μόνοι τους (ενθουσιωδώς εγκλωβισμένοι στην ιδεοληψία-θρησκοληψία τους και δίχως ουσιώδη σχέση με τον έξω από αυτούς κόσμο) τι το «δίκαιο» και τι το «άδικο», τι το «επαναστατικό» και τι το «αντιδραστικό», τι το «λογικό» και τι το «παράλογο». Αυτοί είναι ο νόμος, αυτοί και ο λόγος, και αυτοί βεβαίως η επανάσταση. Σίγουρα πάντως χαίρονται χαρά μεγάλη όταν η ίδια η πολιτική τάξη τούς αποσπά από το περιθώριό τους και τους εγκαθιστά άκριτα και ανεύθυνα στο κέντρο, για να εξυπηρετήσει τους καιροσκοπικούς σχεδιασμούς της.

Τέτοιους σχεδιασμούς, τέτοιες επιθυμίες εξυπηρετεί και η περί «στοχοποιήσεως» ρητορική, διά της οποίας ενοχοποιείται η ίδια η άσκηση πολιτικής κριτικής, που δεν είναι απλώς δικαίωμα, είναι υποχρέωση. Και εδώ ανακύπτει το εξής ερώτημα: Είναι άραγε σίγουροι οι υπεύθυνοι των κομμάτων, όλων των κομμάτων του συνταγματικού τόξου, ότι ασκούν πολιτικής τάξεως κριτική κάθε φορά (δηλαδή σχεδόν πάντα) που εξαντλούν το ρεπερτόριο της ειρωνείας για να απαντήσουν στην ανακοίνωση άλλου κόμματος, την οποία δεν έχουν καν διαβάσει; Είναι σίγουροι ότι μπορεί να οικοδομηθεί πολιτικός λόγος με μια γλώσσα που εκτραχύνεται όλο και περισσότερο κάθε μέρα, λες και μιμείται τη διάλεκτο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη χυδαιότερη εκδοχή της; Αν είναι σίγουροι, ας συνεχίσουν. Κάποτε, δεν μπορεί, θα το νιώσουν ότι «αυτοστοχοποιούνται».

Via : www.kathimerini.gr