του Δημήτρη Σούρδη*

sourdis

Η πανδημία που βιώνουμε αφορά άμεσα στην ατομική μας επιβίωση και δικαίως θεωρείται μείζον πρόβλημα. Σε καμία περίπτωση όμως δεν έχει την εμβέλεια και την πολυπλοκότητα της οικολογικής κρίσης. Τα μέτρα για την αντιμετώπισή της όμως νομίζω ότι περιέχουν στοιχεία που μας επιτρέπουν να συνάγουμε κάποια κατ’ αναλογίαν συμπεράσματα για έναν πιθανό τρόπο αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσης εντός των ορίων του καπιταλισμού.

Στις τάξεις των Οικολόγων, δεν είναι λίγοι αυτοί που συνάγουν την κατ’ ανάγκην κατάρρευση του καπιταλισμού εξ αιτίας της εγγενούς αδυναμίας του να επιλύσει το οικολογικό ζήτημα. Το σύνηθες επιχείρημα που επικαλούνται είναι ότι η αέναη ανάπτυξη και μεγέθυνση είναι αναγκαία συνθήκη ύπαρξης του καπιταλισμού. Σχολιάζοντας την παραπάνω θέση και λαμβάνοντας υπόψη την προσαρμοστικότητα του καπιταλισμού πριν έναν περίπου χρόνο έγραφα:

«Το οικολογικό ζήτημα δημιουργεί πράγματι προβλήματα στον καπιταλισμό. Επειδή όμως το οικολογικό αδιέξοδο σύντομα θα είναι μη διαπραγματεύσιμο, εάν δεν επέλθει κάποια ανατροπή, ο καπιταλισμός θα υποχρεωθεί να εντάξει στον κορμό του την οικολογική παράμετρο, όπως έχει ήδη ενσωματώσει τόσες άλλες. Αν και είναι δύσκολο να προβλεφθούν τα χαρακτηριστικά ενός «οικολογικού καπιταλισμού», φαίνεται σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς σοβαρές εκπτώσεις σε βασικά στοιχεία του φιλελευθερισμού».

Το ενδιαφέρον εδώ δεν είναι τόσο στο είδος των μέτρων που η κατεύθυνσή τους ήταν εξ άλλου προβλέψιμη, όσο στην εξειδίκευσή τους και κυρίως στις αλλαγές που επιφέρουν ώστε να αντιληφθούμε αυτό που θεωρούσα ως δύσκολο να προβλεφθεί, δηλαδή τα χαρακτηριστικά ενός «οικολογικού καπιταλισμού».

Όσο και να θεωρούμε απαραίτητα τα μέτρα για την πανδημία, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται κατά κύριο λόγο για περιοριστικές αποφάσεις που ελήφθησαν από μία αποκομμένη από την κοινωνία ομάδα εξουσίας, και υποστηρίχθηκαν από τον κατασταλτικό μηχανισμό, τον μόνο που, παρά την συνεχή συρρίκνωση του δημοσίου, διατηρείται στο ακέραιο.

Η ανάγκη αντιμετώπισης της πανδημίας θεωρήθηκε ως αδιαπραγμάτευτη και ως εκ τούτου τα μέτρα εφαρμόσθηκαν, παρά τις σημαντικές αλλαγές που επιφέρουν σε ουσιώδη χαρακτηριστικά του συστήματος. Διαπιστώθηκε επίσης ότι σε περιπτώσεις που το διακύβευμα κρίνεται σοβαρό (αδιάφορο εάν είναι) η επιβολή μέτρων δεν  αντιμετωπίζει σημαντικές αντιστάσεις.

Προφανώς και μέτρα αυτής της εμβέλειας δεν είναι ικανά να αντιμετωπίσουν την οικολογική κρίση (αν και με την ύφεση και την επιβράδυνση έχουν και τέτοιο αντίκτυπο), αλλά δεν βλέπω για ποιο λόγο δεν θα μπορούσαν να ληφθούν πιο εκτεταμένα περιοριστικά μέτρα με στόχο την ανάσχεση της καταστροφής του πλανήτη.

Τέτοια μέτρα όμως θα έχουν επιπτώσεις που αφορούν στην ίδια την ουσία της κοινωνικής οργάνωσης. Οι άμεσες συνέπειες θα είναι περιορισμός της ελευθερίας των πολιτών και κυρίως η συρρίκνωση των μικρών επιχειρήσεων.  Επειδή όμως για την αντιμετώπιση του οικολογικού ζητήματος δεν προσδοκούμε ούτε εμβόλιο αλλά ούτε και ανοσία τα μέτρα δεν θα είναι προσωρινά. Η κοινωνική οργάνωση ενός «οικολογικού καπιταλισμού» θα έχει χάσει έτσι εκείνα τα στοιχεία που σήμερα την καθιστούν ελκυστική, δηλαδή σημαντικό μέρος της όποιας ελευθερίας και την ελπίδα (με τις όποιες πιθανότητες) να ανέλθει κάποιος κοινωνικά μέσα από μια μικρή επιχείρηση.

Όταν η οικολογική κρίση φθάσει στο απροχώρητο τέτοια μέτρα θα επιβληθούν κατ’ ανάγκην, διότι όπως έξοχα εκφράσθηκε στον Γατόπαρδο του Giuseppe Tomasi di Lampedusa, η κυρίαρχη τάξη γνωρίζει ότι «… για να μείνουν όλα όπως είναι, πρέπει όλα ν’ αλλάξουν».

* Μέλος της Πολιτικής Επιτροπής Πράσινης Αριστεράς