imagesCACRH9PX

του Παύλου Τσίμα

Ποιoς έβαλε χέρι στη λίστα; Ο υπουργός ή κάποιος πονηρός σκευωρός για να τον εκθέσει;

Το ερώτημα σκανδάλισε πολλά πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν. Και από Δευτέρα έρχεται και στη Βουλή. Αλλά, με την άδειά σας, εγώ επιμένω να θεωρώ πιο ενδιαφέρον ένα άλλο ερώτημα: γιατί, από όλες τις χώρες-παραλήπτες της ίδιας λίστας, η Ελλάδα είναι η μόνη που δεν κατάφερε να την αξιοποιήσει; Γιατί στις άλλες χώρες έφερε φορολογικά έσοδα (10 δισ. συνολικά!) και σ’ εμάς έφερε μόνον πολιτικά κουτσομπολιά και μια δικογραφία για το ειδικό δικαστήριο; Γιατί η υπόθεση της λίστας Φαλσιανί (από το όνομα του Γαλλοϊταλού που την υπέκλεψε) ή Λαγκάρντ (όπως για κάποιον ακατανόητο λόγο βαφτίστηκε εν Ελλάδι) εξελίχθηκε τόσο διαφορετικά παρ’ ημίν;

Θυμίζω. Η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που απέκτησε πρόσβαση στην περίφημη λίστα (τα αρχεία, δηλαδή, των λογαριασμών της τράπεζας HSBC στη Γενεύη, μεταξύ 1997 και 2007) ανεπισήμως από το 2008 και επισήμως τον Ιανουάριο του 2009. Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 2009, ο υπουργός Προϋπολογισμού ανακοίνωνε, από τηλεοράσεως, ότι διαθέτει μια λίστα με πολλά ονόματα καταθετών σε κάποια ελβετική τράπεζα και ότι θα γίνουν αυστηροί έλεγχοι σε όσους δεν σπεύσουν μόνοι τους να τακτοποιήσουν τυχόν φορολογικές εκκρεμότητες. Λέγεται ότι τα έσοδα των γαλλικών φορολογικών Αρχών ξεπέρασαν το ενάμισι δισ. ευρώ.

Τον Φεβρουάριο του 2010, το Παρίσι αποφάσισε να διαθέσει τα αρχεία και σε όποια χώρα είχε συμφωνία ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών με τη Γαλλική Δημοκρατία. Τον Μάιο του 2010 οι ισπανικές Αρχές ανακοίνωσαν ότι απέκτησαν την περίφημη λίστα. Το ίδιο και οι ιταλικές. Στην Ισπανία κατάφεραν μέσα σε λίγους μήνες να εισπράξουν 6 δισ. ευρώ από τους ανθρώπους της λίστας (μόνον ένας, ο πρόεδρος της τράπεζας Σανταντέρ, πλήρωσε 200 εκατομμύρια σε φόρους και πρόστιμα). Η Ιταλία εισέπραξε κοντά στα 600 εκατομμύρια – καθώς η λίστα περιείχε τα ονόματα των σταρ σχεδιαστών της χώρας και πολλών άλλων τζετ-σέτερ. Η Γερμανία πολύ περισσότερα, αφού αγόρασε περισσότερες λίστες και νομιμοποίησε τη χρήση τους.

Στην Αθήνα, αντιθέτως, η λίστα – που προφανώς παρελήφθη στον ίδιο χρόνο και με τον ίδιο τρόπο – αποσιωπήθηκε, χάθηκε, βρέθηκε, αντιγράφηκε, αλλοιώθηκε, και εν τέλει κρίθηκε μη αξιοποιήσιμη.

Γιατί, λοιπόν, ενώ η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη (και δεύτερη στον κόσμο, μετά το Μεξικό) σε μέγεθος μαύρης οικονομίας και σε έκταση φοροδιαφυγής, ήταν η τελευταία χώρα που ενδιαφέρθηκε να την κυνηγήσει; Γιατί, ενώ η Ελλάδα μοιράζεται με τις χώρες της Αφρικής το διόλου κολακευτικό χαρακτηριστικό να είναι οι εξωχώριες καταθέσεις εύπορων πολιτών της μεγαλύτερες σε ύψος από το συνολικό δημόσιο χρέος της, αποδείχθηκε τόσο απρόθυμη ή ανίκανη να αξιοποιήσει, συμβολικά έστω, μια μικρή ευκαιρία απονομής φορολογικής δικαιοσύνης;

Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι η ελληνική πολιτική τάξη είναι ίσως υπερβολικά διακριτική με τους πλουσίους φίλους της. Οτι η ελληνική φορολογική διοίκηση είναι μαθημένη να ενεργεί μόνον στα πλαίσια «πολιτικών εντολών». Ή να αναρωτηθεί αν ήταν σε θέση η διοίκηση να διεκπεραιώσει με επάρκεια τους απαιτούμενους ελέγχους, ακόμη και να είχε τη σχετική εντολή.

Αλλά ό,τι και να υποθέσει κανείς, η ιδιαίτερη μοίρα της λίστας Φαλσιανί στην Ελλάδα επαναφέρει, με έναν σχεδόν γραφικό τρόπο, το ερώτημα της «ελληνικής ιδιαιτερότητας», που πολλοί αναλυτές θέτουν τα τελευταία τρία χρόνια: γιατί, ενώ η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ιθαγενής μα ευρωπαϊκή, η Ελλάδα υπήρξε όχι μόνον το πρώτο (σχεδόν «αυθορμήτως προσελθόν») θύμα της, αλλά και εκείνο που πληρώνει βαρύτερο τίμημα; Γιατί ενώ μοιραζόμαστε ανάλογα προβλήματα με πολλές άλλες χώρες και υποχρεωνόμαστε να εφαρμόσουμε τις ίδιες συνταγές λιτότητας με πολλές άλλες χώρες, εμείς πληρώνουμε τόσο πιο ακριβά, με έναν πολύ μεγαλύτερο πολλαπλασιαστή ύφεσης, με βαρύτερη οικονομική καταστροφή και ασύγκριτα μεγαλύτερο κοινωνικό πόνο; Τι είναι αυτό που κάνει την ελληνική περίπτωση (ή επιτρέπει να εμφανίζεται ως) ξεχωριστή;

Η υπόθεση της λίστας επιβεβαιώνει ότι, καμιά φορά, οι απαντήσεις κρύβονται στα ίδια τα ερωτήματα…