imagesCA7WDOX0

του Στάθη Λουκά

Δεν έχουμε πιά, ανάγκη από διασώσεις των τραπεζών

αλλά από μια ασπίδα κοινωνικής προστασίας για τηνΕυρώπη των εργαζομένων, των μεσαίων στρωμάτων

των συνταξιούχων, και για τη νεολαία που κρούει τις

κλειστές πόρτες της εργασίας.

Ulrich Beck (Unità 26/11/2012)

Η «κρίσις»  που διανύουμε – και που στ’ αρχαιοελληνικά  σημαίνει αλλαγή πορείας – πρέπει να συνοδευθεί από ένα συνδυασμό παλιών – κρισαρισμένων – και καινούργιων λέξεων, που δείχνουν τη διαδικασίαν για την αλλαγή πορείας.

Όταν η ιστορία και οι λέξεις  χάνουν το περιεχόμενό τους, ή αυτό αντιστρέφεται, νομίζω ότι μπαίνουν εκ των πραγμάτων τεράστια ερωτηματικά για την πολιτική υποκειμενικότητα, που υπόσχεται μια  σταδιακή αναστροφή πορείας στις λογικές που επικρατούσαν μέχρι τώρα. Και τα ερωτηματικά σχετίζονται και με την   ικανότητά της να συμβάλει στη δημιουργία του παραπάνω συνδυασμού με τις καινούργιες και παλιές λέξεις,  και με τον εμπλουτισμό του περιεχόμενού τους.

Και θα αναφέρω επιγραμματικά δύο τέτοιες περιπτώσεις:

– α. «ένα μικρότερο, αποδοτικότερο και πολιτικά ουδέτερο κράτος» (Απόφαση της Κ.Ε. 06-07/10/12)

– β. «έχουμε κοινωνικές ευαισθησίες» (δηλώσεις βουλευτών και υπεύθυνων καθοδηγητικών στελεχών).

Πρόκειται για δύο αλληλένδετες τοποθετήσεις που έχουν σχέση με τις βασικές επιλογές προσανατολισμού ενός κόμματος, που όχι μόνο θέλει να φαίνεται, αλλά επιδιώκει να  είναι αριστερό.

Κοινωνικές ευαισθησίες έχει η κ.α Βαρδινογιάννη, έχουν οι κυρίες του Φιλοπτώχου Ταμείου κλπ. Τα κόμματα της αριστεράς έχουν σύνθετες κοινωνικές και πολιτικές  επιλογές. Επιλογές που τείνουν να κρατούν αποστάσεις από τα αξιώματα: «η κοινωνία δεν υπάρχει» (θατσερικό),  «το κράτος δεν είναι ποτέ η λύση, είναι το πρόβλημα» (ρηγκανικό).

Οι δύο συνιστώσες της ευρωπαϊκής αριστερής παράδοσης που θέλει να συνθέσει  η ΔΗΜΑΡ δεν υποσχέθηκαν – σε ότι κοινό έχουν – ένα ελάχιστο Κράτος, αλλά ένα δίκαιο Κοινωνικό Κράτος. Που ήταν  απόρροια της ρύθμισης της καπιταλιστικής ασυδοσίας και στην ευρωπαϊκή του εκδοχή ένας συμβιβασμός μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου (μεταξύ αδυνάτου και ισχυρού) στα πλαίσια της παραγωγικής διαδικασίας. Στο δε New Deal του   Franklin Delano Roosevelt επεκτείνεται η  Δημοκρατία με την παρέμβαση του Κράτους στην οικονομία.

Οι δύο συνιστώσες αυτές δεν υποσχέθηκαν ένα Κράτος που θα φορολογεί λιγώτερο τα υψηλά εισοδήματα και εκείνα από προσόδους, σε σχέση με τα εισοδήματα από την εργασία.

Και πολύ περισσότερο σήμερα, που  στο κέντρο της σύγκρουσης δεν ευρίσκεται μόνον ο ανταγωνισμός μεταξύ επιχείρησης και εργαζομένου. Είναι το σύνολο του κόσμου της παραγωγής, δηλ. τα άτομα που δημιουργούν, σκέπτονται, εργάζονται, κάνουν επιχείρηση, που υφίστανται μια καινούργια και πρωτόγνωρη μορφή εκμετάλλευσης. Όλοι αυτοί, παραγωγοί δημοσίων αγαθών και εμπορευμάτων,  βαραίνονται από τη δέσμευση να σφίξουν τον ζωστήρα για να εξασφαλίσουν κέρδη στην χρηματιστηριακή πρόσοδο.

Αυτός είναι ο κόσμος της εργασίας και από εδώ  πηγάζει η επιλογή και η αναγκαιότητα να ξαναβάλουμε στη βάση της αριστεράς την αντιπροσώπευση του  σύνθετου κόσμου της εργασίας.

Το μεγάλο όμως πρόβλημα είναι ότι το υποκείμενο που διαμορφώνεται κινείται από δύναμη αδράνειας της ηγετικής ομάδας (έχει και αυτή ρίζες στο παρελθόν: δεν γεννιούνται χωρίς κάποια προϊστορία) που δεν έχει κατανοήσει ακόμα ότι:

-α.  η στροφή του ’95 ήταν λάθος όπως έγινε, πράγμα που το έχουν κατανοήσει σημαντικοί σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες ηγέτες.

-β.  ο μπλερισμός είναι στη δύση του, τον εγκατέλειψαν οι ίδιοι οι Εργατικοί.

-γ. και παλιές βλάσφημες λέξεις – όπως εθνικοποιήσεις κλπ – επανεμφανίζονται στο λεξιλόγιο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και όχι μόνον.

Είναι έντονες οι αποκλίσεις προς τον νεομεταρρυθμισμό, που ο φυσικός ορίζοντάς του παραμένει ο καπιταλισμός και που διαφέρει από το νεοφιλελευθερισμό  για τις θολές του αναφορές σε ένα χλωμό σοσιαλισμό, που περιορίζεται  σε ιδανικά έμφυτα στις καρδιές των ανθρώπων, είναι όμως απογυμνωμένος από την πλούσια και συμπαγή ιστορία του, έστω και στην πιο απλή και αποδεκτή εκδοχή του, η σοσιαλδημοκρατική. Και είναι απογυμνωμένος κι από την διαπάλη και την κριτική θεώρηση του καπιταλιστικού συστήματος σε βασικά θέματα, όπως η σημασία και ο ρόλος του συνδικάτου, ο ρόλος του κράτους, οι ευθύνες της εργασίας για την κρίση κλπ.

Διατρέχεται επίσης από σύγχυση μεταξύ μεταρρύθμισης (όπως αυτή γέμισε με περιεχόμενο μέσα από την ιστορία του εργατικού κινήματος και με την εξέλιξή της) και των αντιμεταρρυθμίσεων που προκύπτουν από το μνημόνιο:

Ενώ για τον κλασικό μεταρρυθμισμό, μεταρρυθμίσεις είναι εκείνες που μετατοπίζουν τις, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες προς όφελος των υποδεέστερων κοινωνικών στρωμάτων.

Και, τέλος, δεν υποσχέθηκαν ότι οι θυσίες «δάκρυα και αίμα» θα βαρύνουν περισσότερο τις πλάτες των αδυνάτων σε σχέση με εκείνες των ισχυρών.

Ενδεικτικό παράδειγμα, το Σύνταγμα της Ιταλίας, που είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ Κουμμουνιστών, Σοσιαλιστών και Χριστιανοκαθολικών, που το πρώτο άρθρο είναι το εξής:

Art.1. L’ Italia è una Repubblica Democratica fondata sul lavoro = H Ιταλία είναι μια Δημοκρατική Πολιτεία, που βασίζεται στην εργασία.

Και αυτό κατά τους επιφανείς Ιταλούς συνταγματολόγους, που υπήρξαν και πρόεδροι του συνταγματικού δικαστηρίου, σημαίνει ότι η Πολιτεία δεν είναι ουδέτερη στη σύγκρουση μεταξύ του ισχυρού και του αδυνάτου.

Και δεν πρόκειται μόνον για την Ιταλία. Τα τρία συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» εμπλουτίστηκαν με κοινωνικό περιεχόμενο από την πάλη του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, γενέτειρα των διάφορων συνιστωσών της Αριστεράς.

Επόμενα, και στην πιο σύνθετη σημερινή πραγματικότητα, το Κράτος που επιδιώκουν οι  ιστορικές συνιστώσες που θέλει να συνθέσει η ΔΗΜΑΡ δεν πρέπει να είναι ουδέτερο στη σύγκρουση μεταξύ ισχυρού και αδυνάτου, μεταξύ ρύπανσης και βιωσιμότητας.

Και πολύ περισσότερο σε μια ιστορική φάση αλλαγής, όπου πρέπει να λάβουμε υπ’όψη και δύο άλλους παράγοντες:

-α. τη διάρρηξη της σχέσης μεταξύ Δημοκρατίας και καπιταλισμού, και ιδίως στην χρηματιστηριακή του έκφραση.

-β. την επιβίωση του ανθρώπινου γένους στο μοναδικό αυτό πλανήτη.

Και τελειώνοντας:

«Μια Δημοκρατία ζει εάν η λέξη, ο λόγος, είναι ενεργός. Εάν δηλ. η κριτική, η καταγγελία, η επιχειρηματολογία, η απαίτηση για αλήθεια δεν περνούν χωρίς να αφήσουν σημάδι. Και μόνον σ’αυτό το κλίμα η σωστή λέξη δεν συγχέεται με τη λανθασμένη».

Με αυτά τα λόγια, ήδη από το 1977, ο Ίταλο Καλβίνο μετρούσε την κατάσταση της Δημοκρατίας, την κατάσταση της πολιτικής. Την  μετρούσε  με το περιεχόμενο των λέξεων και την σχέση τους με την πραγματικότητα. Σήμερα, όμως, συμβαίνει  η λάθος εκδοχή να συγχέεται με τη σωστή, και να  την αλλοιώνει. Και όταν αντιστρέφεται  μια σημασία, που είναι προϊόν μιας ιστορίας πάνω από εκατό χρόνια – πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο – το διακύβευμα δεν είναι  καθόλου πρόβλημα της σημειωτικής.

Τεργέστη 5-12-2012 (Αυγή 7-12-2012)