Archontakis

Γράφει ο Κώστας Αρχοντάκης*

Η ενημέρωση για το φάρμακο είναι πάντα μια ενδιαφέρουσα είδηση για τον πολίτη. Είναι ελκυστική όταν το καινούργιο φάρμακο δίνει ελπίδα γιατρειάς, όταν το παλιό αποσύρεται για παρενέργειες και το μελλοντικό διαφημίζεται για τα πειραματικά του οφέλη. Το κέρδος και οι τιμές των φαρμάκων βρέθηκαν ξαφνικά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ζητώντας μέσω αυτών μείωση του δημοσίου ελλείμματος. Είναι αλήθεια ότι οι τιμές των φαρμάκων μειώθηκαν σαν να έπρεπε να ακολουθήσουν τους μισθούς και τις συντάξεις και καθώς λιγόστευαν τα χρήματα στις τσέπες των ασφαλισμένων, έτσι λιγόστευε και ο αριθμός των φαρμάκων που καλύπτονται από τα ασφαλιστικά ταμεία.

Γνωρίζουμε πλέον τα <<μη συνταγογραφούμενα φάρμακα>>. Πρόκειται για παλαιά φάρμακα όπως αυτά για την δυσκοιλιότητα, τη διάρροια, τον πόνο, τα αντιβηχικά, τα αποχρεμπτικά, τα φάρμακα για τις αιμορροΐδες και ένα σωρό άλλα. Έτσι η δαπάνη ελαττώθηκε, όμως δεν είναι λίγοι οι χρόνιοι ασθενείς που τώρα πληρώνουν εξ’ ολοκλήρου τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και έχουν αυξημένη συμμετοχή στα συνταγογραφούμενα βάση των νέων κανονισμών συμμετοχής. Οι λογιστικές αυτές αυθαιρεσίες, η δημιουργική λεγόμενη λογιστική, έκαναν επιτυχημένο το πλάνο της κυβέρνησης για μείωση δαπάνης, σε βάρος όμως των ασφαλισμένων, με εμπνευστές δραστήριους τεχνοκράτες που προετοιμάζουν μεγαλύτερη μείωση της δαπάνης για το 2014 ώστε να προσεγγίσει το 1% του ΑΕΠ από το 1,3% που είναι σήμερα.

Όλη αυτή η συζήτηση για την επάρκεια φθηνών φαρμάκων προσπαθεί έντεχνα να καλύψει επικοινωνιακά όλο το φάσμα στην πολιτική της 
υγείας, που αν επιτευχθεί, θα οφείλεται εν μέρει μόνο στο φθηνότερο φάρμακο, που σήμερα η δαπάνη του αναλογεί στο 16% των συνολικών δαπανών υγείας από το 20% προ τριετίας, ενώ η συνολική δαπάνη στην περίθαλψη ευρίσκεται στο 7% τού ΑΕΠ. Τώρα όμως μετά τις δραστικές μειώσεις ακούμε για φάρμακα που δεν υπάρχουν στα ράφια, φάρμακα τριάντα και πλέον χρόνων φθηνά και αποδεδειγμένα δραστικά όπως αυτά για την αϋπνία, την αλλεργία, το άγχος, την ημικρανία, αντιβιωτικά για την ιγμορίτιδα και την βρογχίτιδα. Πώς εξαφανίσθηκαν αυτά;
Μήπως θα ξανάρθουν με ακριβότερη τιμή και από την άλλη πόρτα όπως αυτό γινόταν πάντα;

Δεν είναι δυστυχία να αναζητάς το φάρμακο σου και να μην το βρίσκεις γιατί από φθηνό έγινε φθηνότερο και αποσύρθηκε ή απουσιάζει διά των εξαγωγών; Είναι μια πρακτική γνωστή από τα παλιά. Επανάληψη ανόητη ή εκ του πονηρού σήμερα; Μήπως φέρνει σιγά σιγά άλλα φάρμακα σε χρήση και στέλνει τα παλαιά δοκιμασμένα και φθηνά στην αχρησία και στη λησμονιά;
Οι φύλακες της πεπατημένης φαίνεται ότι συνεχίζουν ακόμα την ίδια πρακτική, μια πρακτική που αρχικά εντυπωσιάζει ως αποτέλεσμα αλλά με τον καιρό αφού ξεχαστεί αντιστρέφει αυτό που πέτυχε.

Ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της σύγχρονης ιατρικής, έλεγε <<καλύτερα να προλαμβάνεις παρά να θεραπεύεις>> και κατ’ επέκταση θα έλεγε σήμερα ότι αν μειώνεται η κατανάλωση των φαρμάκων είναι ένδειξη πρόληψης των ασθενειών.

Πάντα παρακολουθούσα τις δηλώσεις των σοφών της υγείας. Οι σοφοί αυτοί είναι οι σύμβουλοι των αρμόδιων υπουργών που αλλάζουν μετά τις εκλογές, που λένε ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο σύστημα νοσοκομειακής και εξωνοσοκομειακής περίθαλψης που θα είναι όμοιο για όλους και θα έχει μία ηγεσία και μία πολιτική. Ένα μέρος αυτής της πρότασης έγινε πραγματικότητα με την ίδρυση του ΕΟΠΥΥ ενάμιση χρόνο τώρα, επιτυχία που έγινε υπό ακραία οικονομική πίεση και σήμερα απέχει ολίγο από την ολοκλήρωση της αν υπάρξει η ανάλογη πολιτική βούληση και κοινωνική συναίνεση. Ακόμα όμως δεν έγιναν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις καλύτερης απόδοσης του συστήματος.

Αλλαγές που δείχνουν ακόμη ξεχασμένες και είναι:

  1. ο προσωπικός ιατρός,
  2. οι επιστημονικές προδιαγραφές άριστης λειτουργίας στα επείγοντα ιατρεία, τα κέντρα υγείας και το ΕΚΑΒ,
  3. η νοσηλεία στο σπίτι των χρόνιων ασθενών,
  4. ο ηλεκτρονικός φάκελος του ασφαλισμένου,
  5. οδοντιατρική πρόληψη και οδοντιατριή περίθαλψη μέχρι την ενηλικίωση,
  6. προγράμματα πρόληψης ανά ηλικία, φύλο, και δραστηριότητα.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν έχουν σχέση ούτε με προμήθειες υλικών ούτε φαρμάκων, δηλαδή δεν έχουν ενδιαφέρον για οικονομικό η πολιτικό παραγοντισμό, έχουν όμως άμεση σχέση με καλύτερη διαχείριση του ασθενούς, με μικρότερη διάρκεια νοσηλείας, με λιγότερες εισαγωγές στα νοσοκομεία που μειώνουν τις νοσοκομειακές λοιμώξεις, με μικρότερη αντίσταση των μικροβίων στα αντιβιοτικά, με ελαττωμένη χρήση φαρμάκων, παρακλινικών εξετάσεων και τελικά με μικρότερη δαπάνη στο σύστημα.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα φέρουν το ζητούμενο για τη δημόσια περίθαλψη που δεν είναι άλλο από την αξιοπρεπή αντιμετώπιση του ασθενούς, την επίτευξη καλύτερης ποιότητας ζωής και την μακροζωία.

Το οικονομικό κέρδος που θα προκύψει μπορεί να χορηγηθεί ανταποδοτικά

α]στην επιμόρφωση των υγειονομικών την οποία μέχρι σήμερα παρέχουν οι φαρμακευτικές εταιρείες,

β] την έναρξη προγραμμάτων έλεγχου των στατιστικά αυξανόμενων νόσων του γενικού πληθυσμού που είναι η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης και η υπέρταση με

1) την επιμόρφωση των παραγωγών και των καταναλωτών τροφήμων να παράγουν και να καταναλώνουν τρόφες με λιγότερο αλάτι, ζάχαρη και λιπαρά και

2) την ενημέρωση του πληθυσμού για την ανάγκη της δια βίου σωματικής άσκησης και αποφυγής του καπνίσματος.

Οι σοφοί της υγείας επιμένουν επίσης να αναφέρουν ότι στην χώρα μας γίνονται πολλές διαγνωστικές εξετάσεις. Στατιστικά αληθεύει ότι είμαστε υπερπλήρεις από ιατρικά κέντρα υψηλού κόστους, έχουμε υπερεπάρκεια ιατρών και φαρμακοποιών. Η ιατρογενής ζήτηση γίνεται πλέον αναγκαία για την επιβίωση του μεγάλου αριθμού των επαγγελματιών του κλάδου και των επενδύσεων τους. Η πολιτεία έχει ευθύνη πλέον να δώσει σαφή και ειλικρινή επαγγελματικό προσανατολισμό στους υποψηφίους υγειονομικούς και να ωθήσει τους νέους πτυχιούχους στην έρευνα και καινοτομία ώστε η μετανάστευση να μην είναι η αποκλειστική διέξοδος τους.

Η επικάλυψη των εξετάσεων και η επαναληψιμότητα τους χωρίς κριτήρια αδικεί την βασική ιατρική πράξη και τέχνη που λέγεται κλινική εξέταση και υποβαθμίζει την ακρογωνιαία διαγνωστική και θεραπευτική διαδικασία που είναι η επαφή του ιατρού με τον ασθενή.
Επείγουσα και αναγκαία μεταρρύθμιση πρέπει να είναι η τιμολογιακή αναβάθμιση της κλινικής εξέτασης καθώς και άλλων ιατρικών δεξιοτήτων σε σύγκριση πάντα με την κοστολόγηση της αυτοματοποιημένης βιοτεχνολογίας.

Η παραπομπή των ασθενών σε διαγνωστικές εξετάσεις με κριτήρια, οι δίκαιες απολαβές στο πολύπλοκο αυτό λειτούργημα, μαζί με την θέσπιση αξιοκρατικών κριτήριων επαγγελματικής εξέλιξης, θα προωθήσουν την άμιλλα και την παραγωγικότητα των λειτουργών της, με αποτέλεσμα την αναβάθμιση της ποιότητας της περίθαλψης και ταυτόχρονα μείωση της δαπάνης σε επί μέρους τομείς της.

Η πολιτική σήμερα στην υγεία έχει οικονομική στόχευση λόγω του χρέους, όμως οι Ιπποκρατικές αξίες δεν πρέπει να μετατραπούν σε αρχαία ιστορία και να τις αναζητήσουμε όταν θα είναι πλέον αργά.

Η συμμαχία των πολιτών, των πολιτικών και των υγειονομικών που υπερασπίζονται ότι το αγαθό της υγείας και της μακροζωίας ανήκει σε όλους, πρέπει να ενεργοποιήσει τον αναγκαίο διάλογο και να πορευτεί με <<μέτρον άριστον>> σε μεταρρυθμιστικές αλλαγές επιστημονικά αποδεχτές και δοκιμασμένες, με στόχο η περίθαλψη να λειτουργεί δραστικά και χωρίς αποκλεισμούς.

Ο Κώστας Αρχοντάκης είναι ιατρός, μέλος της Κ.Ε.της ΔΗΜ. ΑΡ.
www.kostasarchontakis.gr