Η αλήθεια. Ολοι την ψάχνουμε. Ολοι τη θέλουμε; Ατέρμονες ιστορικές αναζητήσεις, εξεταστικές επιτροπές, κρίσεις, ανακρίσεις, ωκεανοί μελανιών, δημοσιογραφικές έρευνες και άλλες προσπάθειες να την πλησιάσουμε. Η αλήθεια μου, η αλήθεια σου και πάει λέγοντας…

Η Αλήθεια, λέει ένα παλιός μύθος («Παραμύθια των παραμυθάδων», Δ. Προύσαλης, «Απόπειρα»), παλιά, είχε μια συνήθεια, να περπατάει ολόγυμνη στους δρόμους. Απ’ όπου κι αν περνούσε, οι άνθρωποι απέστρεφαν το βλέμμα τους. Μια μέρα, εξαντλημένη, χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού που είχε γιορτή. Οι νοικοκύρηδες τη λυπήθηκαν και την έβαλαν μέσα.

Σε λίγο φάνηκε στον δρόμο η Ιστορία. Εβγαινε ο κόσμος στα παράθυρα να τη χαιρετήσει. Την ήθελαν σπίτι τους, έτσι ντυμένη με φορέματα όμορφα, μπλε, πράσινα, κόκκινα…

Μπήκε κι αυτή στο σπίτι της γιορτής. Η Αλήθεια καθόταν μόνη. Η Ιστορία την πρόσεξε, την πλησίασε. «Γιατί έχεις τέτοια χάλια;» τη ρώτησε. «Δεν με θέλει κανείς κοντά του. Θαρρώ πως γέρασα», της απαντά.

Η Ιστορία παρατηρεί την Αλήθεια. «Δεν είναι πως γέρασες, κι εγώ δεν έχω λιγότερα χρόνια από σένα. Ασε που όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ μ’ αγαπάνε. Φταίει που είσαι έτσι ολόγυμνη και δεν σε κοιτούν στα μάτια. Να φτιαχτείς, να γίνεις ομορφότερη για να αρέσεις. Θα σε φροντίσω εγώ».

Τράβηξε, λοιπόν, ένα ρούχο της και την έντυσε με υφάσματα φτιαγμένα από λέξεις που κρύβουνε πολλά, κουβέντες που τρυπάνε τα αυτιά και ζεσταίνουν την καρδιά, στολισμένες με γέλιο, χαρά αλλά και από το υφάδι της λύπης. Μπροστά της τώρα στεκόταν ένα πλάσμα αλλιώτικο, όμορφο.

Ξέρουμε πια πως είναι δύσκολη υπόθεση η αλήθεια. Ιδιαίτερα, όταν την ψάχνει κανείς αργότερα, μέσα στην Ιστορία. Πολύ μακριά από τον χρόνο και τον τόπο των γεγονότων…

Via : www.efsyn.gr