Η προοπτική της επανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία βεβαίως έχει πάρει αρκετές, όσο και εύλογες αναβολές από την αρχή της χρονιάς, παρουσιάστηκε ως η διέξοδος από τους Λαιστρυγόνες της διεθνούς υφέρπουσας ανισορροπίας που (συνεχίζουν να) απειλούν την ελληνική οικονομία. Πλέον από την ελληνική Κυβέρνηση ανάγεται σε εθνικό στόχο.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τη μακροοικονομική σημασία αυτής της προεξοφλούμενης και κατά πως φαίνεται πολύ πιθανής εξέλιξης.

 Του Γρηγόρη Ζαρωτιάδη, Κοσμήτορα Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

Η πρώτη δε σχετική αξιολόγηση του οίκου Moody’s αναμένεται στις 8 Σεπτεμβρίου και θα της αποδοθεί σίγουρα ιδιαίτερη σημασία στη σχετική ομιλία του Πρωθυπουργού στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης της Θεσσαλονίκης. Ουσιαστικά πρόκειται για την εκ νέου συμπερίληψη της Ελλάδας στις χώρες όπου η επένδυση των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων παγκοσμίως είναι πλέον αποδεκτή και προτεινόμενη, δεδομένου ενός εύλογου επιπέδου ανάληψης κινδύνων.

Το πέρασμα αυτού του ορόσημου αξιολόγησης σημαίνει σημαντικό περιορισμό του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς αγορές. Παράγοντες της ελληνικής οικονομίας θεωρούν αυτονόητο, ότι αυτή η εξέλιξη θα μετακυληθεί στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Χαρακτηριστική η σχετική γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) από τα μέσα του Ιούλη του 2023, ότι η αναβάθμιση της εθνικής οικονομίας θα αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις της πολιτικής των υψηλών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

 Η συγκεκριμένη όμως εκτίμηση συνιστά ένα άλμα λογικής, καθώς η μείωση του κόστους δανεισμού ως απόρροια της επενδυτικής βαθμίδας επηρεάζει πρωτίστως τους άμεσα αντλούντες κεφάλαια από τη διεθνή χρηματαγορά, δηλαδή το κράτος, τις τράπεζες και κάποιες ιδιαιτέρως μεγάλες κεφαλαιακές συγκεντροποιήσεις (εταιρίες στη μαρξιστική ορολογία). Για να φτάσει όμως το «φθηνό χρήμα» στα νοικοκυριά και στη μικρή, μικρομεσαία παραγωγική δραστηριότητα υπάρχουν δύο συγκεκριμένες διεργασίες με ανάλογες προϋποθέσεις.

Η πρώτη είναι μέσω της λειτουργίας μια υποτιθέμενα τέλεια ανταγωνιστικής αγοράς χρήματος στο εσωτερικό της χώρας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η πτώση του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς αγορές θα μεταφέρονταν στους δανειολήπτες μέσω ανάλογης προσαρμογής του κόστους εξυπηρέτησης καταναλωτικών και επενδυτικών δανείων.

Στην πραγματικότητα όμως υπάρχει ακριβώς το αντίθετο ενός τέλειου ανταγωνισμού: οι συστημικές τράπεζες που κυριαρχούν αποτελούν μία από τις λίγες περιπτώσεις οικονομικών υποκειμένων που ενέχουν τόσο θέση ολιγοπωλίου όσο και ολιγοψωνίου ταυτόχρονα. Αξιοποιώντας κερδοσκοπικά αφενός την «αδυναμία» των πολλών αποταμιευτών και αφετέρου αυτήν των πολλών δανειοληπτών, διατηρούν αμετάβλητα τα spread και βλέπουμε πως μεταφέρουν ολοκληρωτικά στους πελάτες τους το κόστος της ούτως ή άλλως λανθασμένης, εμμονικής αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ.

Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι θα προκύψει κάτι συνταρακτικά διαφορετικό στην περίπτωση της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Αντί της αυτόματης μετακύλισης των ωφελειών, αν δεν υπάρχει άμεση ή έστω έμμεση κεντρική πολιτική παρέμβαση, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα θα απορροφήσει την όποια μείωση του κόστους τους δικού του δανεισμού μετατρέποντάς την ουσιαστικά σε αύξηση των υπερκερδών του. Μάλιστα, για όσους κι όσες θα υποστήριζαν ότι ακόμη κι έτσι κάποια στιγμή θα καταλήξουμε σε επέκταση της πιστωτικής πολιτικής των ενδυναμωμένων τραπεζών προς όφελος του συνόλου της οικονομίας, θυμίζω απλά το χαρακτηριστικό απόφθεγμα του Keynes: «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί…», ή αλλιώς, σύμφωνα με την ελληνική θυμοσοφία, ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι.

 Η δεύτερη διεργασία αφορά στην αξιοποίηση του φθηνού χρήματος που δανείζεται το δημόσιο για λογαριασμό του συνόλου των νοικοκυριών και των μικρών, μικρομεσαίων παραγωγών – άμεσα, καθώς καθίσταται δυνατή η χρηματοδότηση αναδιανεμητικών προγραμμάτων, κυρίως όμως η επιδότηση κι επιχορήγηση παραγωγικών επενδύσεων, έμμεσα, καθώς υλοποιούνται δημόσιες επενδύσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής συνολικά.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι και στις δύο εναλλακτικές, η μεταφορά των ωφελειών της επενδυτικής βαθμίδας στην πραγματική οικονομία απαιτεί ουσιαστικά την ενεργό πολιτική παρέμβαση, είτε πρόκειται για την αναπτυξιακή κινητοποίηση του τραπεζικού τομέα προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας, είτε για την αξιοποίηση του φθηνότερου δημόσιου χρήματος προς ενίσχυση της μικρής και μικρομεσαίας παραγωγής.

Όμως ακριβώς για να υπηρετήσουμε αυτόν τον σκοπό, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι σχετικές ενδείξεις δεν είναι απαραιτήτως σε αυτήν την κατεύθυνση.  Η ελληνική πολιτεία δεν έχει καταφέρει να θέσει τα απαραίτητα όρια στην άμετρη, ολιπωλιακή και ολιψωνιακή κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία εν τέλει είναι αυτοκαταστροφική, καθώς, εν είδει κλασικής αρνητικής εξωτερικότητας, η διατήρησή της αποδυναμώνει αποταμιευτές και δανειολήπτες και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην κρίση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων.

Από την άλλη, ενδεικτικά μπορούμε να αναφερθούμε στην έντονη κριτική της ΓΣΕΒΕΕ ως προς τον τρόπο αξιοποίησης των κεφαλαίων που θα κινηθούν μέσω του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς η Συνομοσπονδία διαπιστώνει μια ισχυρή μεροληψία υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων και εις βάρος της μικρομεσαίας παραγωγής. Σε επιστολή της από τον περασμένο Νοέμβριο προς το Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων με αφορμή την τότε προδημοσίευση της δράσης για τον ψηφιακό μετασχηματισμό ανέφερε χαρακτηριστικά ότι στην πράξη αποκλείεται εκ των προτέρων το 75% των μελών της. Συνολικά, μελέτη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων (του ερευνητικού φορέα της Συνομοσπονδίας) από το Φθινόπωρο του 2022 δείχνει ότι τα προγράμματα χρηματοδότησης του ΕΣΠΑ αφορούν στο 6% των επιχειρήσεων, ενώ ο πραγματικός αποκλεισμός από τα κοινοτικά κονδύλια επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο, καθώς ο απαραίτητος τραπεζικός δανεισμός για να συμπληρωθεί το απαιτούμενο κεφάλαιο περιορίζει τους δυνητικά δικαιούχους στο 3,8% των εταιριών. Η ίδια κριτική βρίσκει εφαρμογή και στην περίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης, όπου, ενώ το χαμηλότερο προβλεπόμενο επιτόκιο του υποστηριζόμενου δανεισμού για μικρές επιχειρήσεις (στο 1/3 αυτού για τις μεγαλύτερες) αποτελεί ευκαιρία, καταγράφεται έντονα το παράπονο της αγοράς πως αρκετές επιχειρήσεις – ειδικά οι μικρές και πολύ περισσότερο οι έχουσες κυρίως παραγωγική δραστηριότητα – δεν θεωρούνται επιλέξιμες ή τέλος πάντων προτιμώμενες για τα τραπεζικά ιδρύματα.

Οι δυο βασικές ανηλεότητες του σύγχρονου ελληνικού (και όχι μόνο) καπιταλισμού – αφενός η διατήρηση ισχυρής, ολιγοπωλιακής και ολιγοψωνιακής συνάμα θέσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αφετέρου η ενισχυόμενη συγκεντροποίηση μαζί με τη σταδιακή ενίσχυση της επιρροής της ασκούμενης πολιτικής από αυτά τα μεγάλα συμφέροντα που ελέγχουν συνδυαστικά τους τομείς κλειδιά της ελληνικής οικονομίας – κινδυνεύει να περιορίσει σε ισχνές κοινωνικές μειοψηφίες και οικονομικές ολιγαρχίες τα όποια οφέλη της επενδυτικής βαθμίδας. Άλλωστε η μοιρασιά των βαρών και όχι των κερδών είναι η σύντομη ιστορία της τελευταίας δεκαπενταετίας. Αν συμβεί ξανά, δεδομένης της επιβαρυμένης και όπως φαίνεται περαιτέρω επιδεινούμενης διεθνούς συγκυρίας, η πιθανότητα μιας νέας κοινωνικοοικονομικής εκτροπής καθίσταται βεβαιότητα. Δυστυχώς, χειρότερα από μια απλή επανάληψη της ιστορίας του 2010, όπου παρά το ότι βρισκόμασταν σε επενδυτική βαθμίδα και για αρκετά χρόνια διατηρήσαμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε φθηνό χρήμα από τις διεθνείς αγορές δεν απέτρεψε αυτό καθόλου την de-facto χρεωκοπία της χώρας. Χειρότερα γιατί αυτήν τη φορά η κορύφωση της κρίσης θα επανέλθει χωρίς «μαξιλάρια», με τη φτωχοποίηση και την αποπαραγωγικοποίηση να αποτελεί προηγούμενο και όχι απειλή…

Δεδομένων αυτών των κινδύνων, ξεπερνώντας τους μύθους αυτοπαγίδευσης σε μια πολιτική της νεοφιλελεύθερης αδράνειας κι ενόψει των υπαρκτών ευκαιριών για την εγχώρια οικονομία σε έναν κόσμο που αλλάζει, η ελληνική πολιτική πρέπει να τολμήσει, πέρα από την αναδιανομή του εισοδήματος, κοινωνικά και οικονομικά επιβεβλημένη, την αναδιανομή του ελέγχου των παραγωγικών δομών και του πλούτου. Όχι (μόνο) γιατί είναι δίκαιο, αλλά γιατί είναι μακροοικονομικά αποτελεσματικό. Σε αυτήν την κατεύθυνση και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μπορεί να αποτελέσει ένα από τα αναπτυξιακά εργαλεία.

Πηγή : https://www.libre.gr