Ομιλία του Σπύρου Δανέλλη, βουλευτή, στην εκδήλωση του Δικτύου Ανανεωτικής Αριστεράς: Βιώσιμη Παραγωγή – Βιώσιμη Κατανάλωση

Αγαπητές φίλες και φίλοι.

Αναμφίβολα η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα είναι «το Κοινό μας Μέλλον».

Η Βιώσιμη Ανάπτυξη (Sustainable Development) είναι η απάντηση στην πρόκληση και για αυτό αποτελεί έννοια-κλειδί στον 21ο αιώνα.

Αλλά τι ορίζουμε ως Βιώσιμη Ανάπτυξη;

Ο βασικός της ορισμός μιλάει για μια ανάπτυξη που παρέχει μακροπρόθεσμα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη, φροντίζοντας τις ανάγκες της παρούσας και των μελλοντικών γενεών.

Η έννοια όμως της Βιώσιμης Ανάπτυξης εμπεριέχει μια δυσκολία για την ανθρώπινη φύση.

Και είναι δύσκολη γιατί είναι μία συνεχής πορεία αλλαγής και προσαρμογής, και όχι μία στατική κατάσταση, με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών του παρόντος.

Ένα δυναμικό μοντέλο που έχει προβλέψεις και μεριμνά και για τις μελλοντικές γενεές, έτσι ώστε να ικανοποιήσουν και αυτές τις δικές τους ανάγκες.

Η βιώσιμη ανάπτυξη σχηματοποιείται μέσα από το ισόπλευρο τρίγωνο που ορίζεται από τις δομικές έννοιες της  Οικονομίας, του Περιβάλλοντος και της Κοινωνίας.

Προφανώς, η συμπόρευση όμως αυτή και των τριών πυλώνων της Βιώσιμης Ανάπτυξης δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο να επιτευχθεί, πολλώ δε μάλλον μέσα στο πολύπλοκο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης.

Απαιτείται ειλικρινής, τεκμηριωμένος και εποικοδομητικός διάλογος και διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, έτσι ώστε να συνδυαστούν οι σταθμίσεις πολλών παραγόντων σε διαφορετικά επίπεδα, συχνά μεταξύ αντιτιθέμενων ενδιαφερόντων και συμφερόντων.

Απαραίτητες βέβαια είναι οι συνέργειες μεταξύ Πολιτείας, επιχειρήσεων, μη-κυβερνητικών οργανώσεων, αλλά και φορέων που εκπροσωπούν γενικότερα την κοινωνία των πολιτών.

Γιατί όμως μιλάμε σήμερα τόσο επιτακτικά για τη βιώσιμη ανάπτυξη;

Τα στοιχεία είναι αμείλικτα.

Αν ο παγκόσμιος πληθυσμός αγγίξει τα 9,6 δισεκατομμύρια έως το 2050, τότε θα χρειαστούν σχεδόν τρεις πλανήτες σαν τη Γη, για να παράσχουν τους απαραίτητους φυσικούς πόρους, που χρειάζονται για τη διατήρηση του σύγχρονου τρόπου ζωής.

Και όμως αντιμετωπίζουμε ακόμη ως ανθρωπότητα, βασικά προβλήματα logistics, που αν τα λύναμε, θα μπορούσαμε να μιλάμε πάνω σε άλλη βάση.

Κάθε χρόνο υπολογίζεται ότι το 1/3 του παραγόμενου φαγητού, αριθμός ο οποίος ισοδυναμεί σε 1,3 δισεκατομμύρια τόνους τροφής, αξίας περίπου 1 τρισεκατομμυρίου, καταλήγει να σαπίζει στους κάδους απορριμμάτων των καταναλωτών και των λιανεμπόρων ή να καταστρέφεται λόγω των κακών πρακτικών μεταφοράς ή συγκομιδής.

Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποσιτίζονται και άλλο ένα λιμοκτονεί.

Η υπερκατανάλωση της τροφής είναι επιζήμια τόσο για την υγεία μας όσο και για το περιβάλλον

2 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε παγκόσμιο επίπεδο είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι

Το νερό.

Ζούμε σε έναν πλανήτη, όπου το νερό αποτελεί βασικό στοιχείο της ζωής.

Κι όμως λιγότερο από το 3% του νερού στον πλανήτη είναι πόσιμο, με το 2,5% να βρίσκεται σε παγωμένη μορφή στην Ανταρκτική, την Αρκτική και τους παγετώνες.

Η ανθρωπότητα λοιπόν θα πρέπει να στηριχθεί στο 0,5 % που απομένει, για να καλύψει τις ανάγκες σε γλυκό νερό των οικοσυστημάτων αλλά και των ανθρώπων.

Λαμβάνοντας υπόψη την δραματική κατάσταση στην οποία οδηγούμαστε, ο ΟΗΕ έθεσε 17 στόχους μέχρι το 2030, προκειμένου να αναστραφούν οι παραπάνω αρνητικοί δείκτες.

Σήμερα, συζητούμε συγκεκριμένα για τον στόχο 12, που αφορά την υπεύθυνη παραγωγή και κατανάλωση.

Η βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση συγκεκριμένα και επιγραμματικά αφορούν την αποδοτικότητα της ενέργειας, την προώθηση βιώσιμων υποδομών και παροχών πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες ,τις πράσινες και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας.

Η εφαρμογή της μεριμνά για τη μείωση του οικονομικού, περιβαλλοντικού και κοινωνικού κόστους, χωρίς να παραβλέπει βέβαια τον οικονομικό ανταγωνισμό και την εξάλειψη της φτώχειας.

Βασικό της μότο είναι «να παράγει περισσότερα και καλύτερα με όσο το δυνατόν λιγότερα».

Εμπλέκει δε μια πλειάδα φορέων, που συμπεριλαμβάνει επιχειρήσεις, καταναλωτές, ερευνητές, επιστήμονες, καταστήματα λιανικού εμπορίου, αλλά και εκείνους που είναι υπεύθυνοι για τη χάραξη της πολιτικής.

Επειδή όλα αυτά μπορεί να ακούγονται κάπως αφηρημένα, ίσως ακόμη και ουτοπικά, θα επιχειρήσω να καταδείξω πως μεγάλοι υπερεθνικοί οργανισμοί όπως η Ε.Ε. – αν ευαισθητοποιηθούν – είναι σε θέση να προτείνουν συγκεκριμένες και πολύ απτές πολιτικές, που υποστηρίζουν τον στόχο 12.

Το κυριότερο εργαλείο προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ), γνωστότερη ως Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) 2014 – 2020.

Η ΚΑΠ δίνει ιδιαίτερο βάρος και σημασία στο ρόλο που θα πρέπει να αναλάβει η καινοτομία, προκειμένου να επιτευχθεί μια βιώσιμη ανάπτυξη της γεωργίας και της υπαίθρου.

Κι όταν λέμε βιώσιμη ανάπτυξη εννοούμε μια ανάπτυξη που στηρίζεται στις ίδιες της τις δυνάμεις – όχι μόνο πρόσκαιρα αλλά και μακροπρόθεσμα – που δεν αυτοϋπονομεύεται, κατασπαταλώντας τις αναπτυξιακές της δυνατότητες στην επιδίωξή της να αποκομίσει μεγαλύτερα πρόσκαιρα οφέλη.

Επιδιώκει οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα, δηλαδή τις τρεις πλευρές του τριγώνου που προανέφερα.

Γιατί μόνο αν πληροί και τις τρεις αυτές συνθήκες η ανάπτυξη της γεωργίας και της υπαίθρου, θα στέκεται πραγματικά στα πόδια της, χωρίς να υπονομεύεται ούτε από φυσικούς ούτε από ανθρωπογενείς παράγοντες.

Τι προτείνει η ΚΑΠ για την οικονομική βιωσιμότητα;

Μιλά για μια ανάπτυξη που μακροπρόθεσμα αυτοτροφοδοτείται από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών και τελικά από το εισόδημα που αυτή αποφέρει.

Κι αυτό διότι η εξάρτηση της επιβίωσης μιας εκμετάλλευσης και της γεωργίας από επιδοτήσεις και διαγραφές χρεών δεν τις καθιστά πραγματικά βιώσιμες, αλλά μόνο πλασματικά βιώσιμες.

Εάν για οποιοδήποτε λόγο σταματήσουν οι επιδοτήσεις, δεν μπορεί να καταρρέει και ολόκληρος ο τομέας.

Πώς μπορεί να γίνει η γεωργία οικονομικά βιώσιμη;

Μα φυσικά μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας.

Κι αυτό σημαίνει είτε μείωση του κόστους παραγωγής (δηλαδή, αύξηση παραγωγικότητας), είτε διαφοροποίηση του προϊόντος που του προσδίδει υψηλότερη προστιθέμενη αξία και άρα αποκομίζει υψηλότερες τιμές από την αγορά.

Πώς όμως μπορούμε να πετύχουμε μείωση του κόστους παραγωγής, όταν οι τιμές των εισροών που χρησιμοποιούνται στη γεωργία (ζωοτροφές, λιπάσματα, ενέργεια κλπ) ολοένα αυξάνονται;

Οι γνώσεις εδώ είναι καθοριστικής σημασίας – γνώσεις και για την οικονομικότερη λειτουργία μιας εκμετάλλευσης και για τις διαθέσιμες γεωργικές πρακτικές.

Καθοριστικής σημασίας είναι επίσης και η συνεργασία μεταξύ των παραγωγών, μέσω ομάδων παραγωγών, για τον περιορισμό του κόστους λειτουργίας, ιδιαίτερα των μικρών εκμεταλλεύσεων.

Μία ομάδα παραγωγών μπορεί να διαπραγματευθεί χαμηλότερες τιμές για τις εισροές και υψηλότερες τιμές για τα προϊόντα, ενώ είναι επίσης σε θέση να αναλάβει πολύτιμες επενδύσεις ή να αντεπεξέλθει αποτελεσματικότερα σε κρίσεις, με τη στήριξη της ΕΕ.

Η ΚΑΠ κάνει λόγο επίσης για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα με τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Η γεωργία κάνει χρήση νερού, εδάφους, ενέργειας.

Κατασπατάληση και κακή χρήση αυτών των πόρων μακροπρόθεσμα επιδρά αρνητικά στην παραγωγική δυνατότητα και τελικά στην ίδια τη γεωργική παραγωγή, ποσοτικά και ποιοτικά.

Η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, ενέργειας που συνδέεται συνήθως, αλλά όχι αποκλειστικά, με την εντατικοποίηση της γεωργίας, υποβαθμίζει την ποιότητα των φυσικών πόρων, εξαντλεί τα εδάφη και μειώνει τη γονιμότητά τους, μολύνει τα νερά, ρυπαίνει τον αέρα.

Η βιοποικιλότητα χάνεται, οι ισορροπίες στη φύση ανατρέπονται, το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής κάνει όλο και περισσότερο φανερή την παρουσία του με ακραία καιρικά φαινόμενα και μεταβολές στους καλλιεργητικούς κύκλους.

Μέχρι τώρα, οι προσπάθειες για περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη γίνονταν σε βάρος της ανταγωνιστικότητας.

Η συνταγή ήταν λιγότερο εντατικές μορφές γεωργικών δραστηριοτήτων και το αποτέλεσμα ήταν αύξηση του κόστους παραγωγής.

Οι σημερινές συνθήκες δεν επιτρέπουν τη συνέχιση αυτής της συνταγής και για αυτόν το λόγο είναι απαραίτητη η καινοτομία.

Κοινωνική βιωσιμότητα.

Η εξασφάλιση κοινωνικής συνοχής καιισόρροπης ανάπτυξης μεταξύ των αγροτικών περιοχών προϋποθέτει βιώσιμη οικονομικά ανάπτυξη, χωρίς αποκλεισμούς κοινωνικών στρωμάτωνκαι κοινωνικών ομάδων, ούτε στην διαδικασία της παραγωγής ούτε στηδιάχυση των αποτελεσμάτων.

Αλλά για να διαχυθούν τα αποτελέσματα πρέπει πρώτα να παραχθούν.

Η ύπαιθρος πρέπει να δημιουργήσει πραγματικές θέσεις εργασίας που θα αποφέρουν πραγματικά εισοδήματα και όχι επιδοτούμενες παροχές.

Δεν αρκεί να δημιουργούνται θέσεις υποαπασχόλησης.

Το μακροχρόνιο και μακροπρόθεσμο όφελος όλων μας απαιτεί τη δημιουργία ευκαιριών για εργασία που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες με υψηλή προστιθέμενη αξία.

Η πραγματική ανάπτυξη της υπαίθρου απαιτεί διαφοροποίηση των γεωργικών δραστηριοτήτων (π.χ., αγροτουρισμός, διαχείριση γεωργικού τοπίου,παροχή υπηρεσιών αναψυχής, μεταποίηση, παραγωγή ενέργειας από εναλλακτικές πηγές κλπ), την ανάπτυξη δηλαδή εναλλακτικών δραστηριοτήτωνγια τους γεωργούς, ώστε να αξιοποιείται πλήρως ο χρόνος του αγρότη και να πολλαπλασιάζονται οι πηγές εισοδήματος.

Απαιτεί διαφοροποίηση ακόμακαι στα συστήματα καλλιέργειας και εκτροφής, ώστε να μην καταπονείται τοπεριβάλλον, αλλά και να περιορίζεται ο κίνδυνος από ζημιές στην παραγωγή.

Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται σοβαρότητα, ειλικρινής και μεγάληπροσπάθεια, επαγγελματισμός, επιχειρηματικότητα.

Αλλά χρειάζονται και νέες ιδέες, φρέσκες και ρεαλιστικές σκέψεις, δημιουργικότητα, καινοτομία.

Αυτός είναι και ο λόγος που η προώθηση τηςκαινοτομίας και της μεταφοράς γνώσεων στη γεωργία, τη δασοκομία καιτις αγροτικές περιοχές συνιστά μία από τις έξι προτεραιότητες που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) για την αγροτική ανάπτυξη.

Και τις θέτει, έχοντας κατά νου τη γενικότερη στρατηγική της με ορίζοντα το 2020 («Ευρώπη2020») για έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης και να ξαναμπεί σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης.