getFil5666e-350x224

«Είναι σαφές ότι με την εφημερίδα που ίδρυσε ο Αντόνιο Γκράμσι ο Ρέντσι δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Αντιθέτως, το ότι εμείς διατηρήσαμε το ίδιο όνομα -“Λ’ Ουνιτά”- από το 1924 μέχρι σήμερα, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας άλλαξε τόσες ονομασίες, προφανώς ενοχλεί, διότι θυμίζει ένα παρελθόν το οποίο η σημερινή Κεντροαριστερά δεν καταφέρνει ή δεν θέλει να αφομοιώσει…» Eπί τρεις δεκαετίες δημοσιογράφος τής «Ουνιτά», υπεύθυνη εξωτερικού δελτίου και στη συνέχεια πολιτική συντάκτρια, η Ρακέλε Γκονέλι μιλά στην «Εφημερίδα των Συντακτών» για την κρίση που οδήγησε στο κλείσιμο της ιστορικής αυτής εφημερίδας της ιταλικής Αριστεράς. «Πρόκειται, κυρίως, για μια πολιτική δολοφονία», τονίζει η Ιταλίδα συνάδελφος και υπενθυμίζει ότι «ο Ματέο Ρέντσι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την εφημερίδα που ίδρυσε ο Αντόνιο Γκράμσι». Σε ό,τι αφορά την κρίση της Ευρώπης, το μόνο στο οποίο ελπίζει είναι «να φτάσει από την ελληνική Αριστερά ένα πολύτιμο, διαφορετικό μήνυμα»

Ρακέλε Γκονέλι, πολιτική συντάκτρια της «Ουνιτά»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Θεόδωρο Ανδρεάδη Συγγελλάκη

• Μπορείς να μας πεις, εσύ που έζησες τις διάφορες εξελίξεις «εκ των έσω», σε τι οφείλεται τελικά το κλείσιμο της «Ουνιτά»;

Πιστεύω ότι εκτός από οικονομική, πρόκειται, πρώτα από όλα, για πολιτική δολοφονία. Ξέρουμε όλοι ότι η πολιτική δύναμη που αποτελεί σημείο αναφοράς για εμάς –διατηρεί, άλλωστε, και ένα μέρος των μετοχών της εφημερίδας- είναι το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο στις ευρωεκλογές πέτυχε ποσοστό της τάξης του 40,3%. Μπορούσε να κινητοποιηθεί, λοιπόν, για να βρει μια ομάδα επιχειρηματιών ώστε να μπορέσει να σωθεί η εφημερίδα. Είναι σαφές ότι το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό.

• Για ποιον λόγο θεωρείς ότι δεν υπήρξε η αναγκαία πολιτική βούληση;

Το θέμα είναι αρκετά πολύπλοκο. Πιστεύω ότι ο πρωθυπουργός μας, ο Ματέο Ρέντσι, εξαιτίας της ιστορίας, των πολιτικών καταβολών και της παιδείας του, δεν νιώθει καμία συγγένεια, καμία ιδεολογική ή και συναισθηματική συνάφεια με την εφημερίδα μας. Οπως ξέρουμε όλοι, ο Ρέντσι δεν προέρχεται από τον χώρο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, αλλά από το άλλο σκέλος που έδωσε ζωή στο Δημοκρατικό Κόμμα. Ο πολιτικός χώρος καταγωγής του είναι εκείνος της πρώην Χριστιανικής Δημοκρατίας. Και δεν νομίζω να είναι τυχαίο ότι στα θερινά φεστιβάλ των Δημοκρατικών, τα οποία ονομάστηκαν και πάλι «Γιορτές της Ουνιτά», στην εφημερίδα μας δόθηκαν ελάχιστος χώρος και δυνατότητα προβολής. Προτιμήθηκε η μικρή, κεντρώα «Εουρόπα», έστω και αν πουλά ελάχιστα φύλλα. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι με την εφημερίδα που ίδρυσε ο Αντόνιο Γκράμσι ο Ρέντσι δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Αντιθέτως, το ότι εμείς διατηρήσαμε το ίδιο όνομα -«Λ’ Ουνιτά»- από το 1924 μέχρι σήμερα, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας άλλαξε τόσες ονομασίες, προφανώς ενοχλεί, διότι θυμίζει ένα παρελθόν το οποίο η σημερινή Κεντροαριστερά δεν καταφέρνει ή δεν θέλει να αφομοιώσει…

• Εσείς, όμως, κάνατε μια σειρά εκκλήσεων, μέσω διαδικτύου και όχι μόνο, στον Ιταλό πρωθυπουργό και σε ολόκληρο το κόμμα του. Δεν περιμένατε μια πιο ουσιαστική ανταπόκριση;

Κάναμε αυτές τις εκκλήσεις διότι ήταν σαφές ότι η λύση περνούσε από τα γραφεία των Δημοκρατικών, του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής Κεντροαριστεράς. Παρά τις όποιες αλλαγές, πρόκειται για τον κληρονόμο του κόμματος που ίδρυσε την εφημερίδα μας. Η πολιτική αυτή δύναμη, έστω και αν το ποσοστό μετοχών της ήταν περιορισμένο, διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο. Θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να ξεκινήσει μια ρεαλιστική διαμεσολαβητική προσπάθεια με στόχο τη διάσωσή μας. To κύριο πρόβλημα, όμως, είναι ότι ο επιχειρηματίας Ματέο Φάγκο, που είχε στα χέρια του την πλειοψηφία του πακέτου μετοχών μας, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου άσκησε δριμεία κριτική στον Ρέντσι. Αυτή ήταν, μάλλον, και η πραγματική αρχή του τέλους.

• Τι σημαίνει για σένα, σε προσωπικό επίπεδο, το ότι ήσουν και είσαι δημοσιογράφος τής «Ουνιτά»;

Αρχισα να εργάζομαι στην «Ουνιτά» όταν ήμουν είκοσι ενός ετών και τώρα είμαι σαράντα εννέα. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αποτελεί πλέον μέρος του ονόματός μου: είμαι η Ρακέλε Γκονέλι της «Ουνιτά». Είναι αυτό ακριβώς που είχα πει και σε έναν δικαστή, ο οποίος μας δικαίωσε, όταν είχαμε κατηγορηθεί ως «τεχνικά εν δυνάμει δολοφόνοι του Σίλβιο Μπερλουσκόνι». Μέσα στα γραφεία της εφημερίδας αυτής έχτισα μεγάλο μέρος της ταυτότητάς μου. Μέσα στη σύνταξή της, έμαθα τι σημαίνει πολιτική και δημοσιογραφία και οικοδόμησα, καθημερινά, μέρος της ζωής μου.

• Κάποιες κριτικές φωνές όμως υποστηρίζουν ότι η ιστορική αυτή εφημερίδα έμοιαζε υπερβολικά στη «Λα Ρεπούμπλικα», ότι δεν είχε ξεκάθαρη ταυτότητα και προσανατολισμό. Είναι έτσι;

Είναι αλήθεια. Η κρίση μας, οι δυσκολίες άρχισαν με τη γέννηση της «Λα Ρεπούμπλικα», ήδη στη δεκαετία του εβδομήντα. Κατάφερε να μας στερήσει σημαντικό μέρος των αναγνωστών μας και πολλούς άξιους συναδέλφους. Ηταν σαν τον μικρότερο αδελφό της οικογενείας που καταφέρνει να κάνει καριέρα και να λειτουργήσει ως πρότυπο και σημείο αναφοράς. Παλέψαμε πάντα όμως για να κρατήσουμε ζωντανή την αριστερή παράδοση και ταυτότητά μας. Τελευταία, βέβαια, είχαμε γίνει, αναγκαστικά, μια φτωχή εφημερίδα: δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε με ευκολία τους συνεργάτες μας, να αγοράσουμε τις καλύτερες φωτογραφίες, ενώ ακόμη και τα πρακτορεία μας ήταν σοβαρά περιορισμένα. Τους τελευταίους μήνες είχαμε μείνει ακόμη και χωρίς το Ansa, το μεγαλύτερο ιταλικό ειδησεογραφικό πρακτορείο. Υπάρχει παράλληλα και μια συνταγή η οποία τελευταία τείνει να επιβληθεί στην Ιταλία – και όχι μόνον, νομίζω. Μια συνταγή σύμφωνα με την οποία δεν μετρούν οι ειδήσεις, αλλά οι αναλύσεις και η εμβάθυνση. Γεμίσαμε σχόλια, τα οποία, κάποιες φορές, δεν προσέθεταν και κάτι το καθοριστικό. Προσωπικά πιστεύω ότι οι εφημερίδες πρέπει να προσφέρουν, κυρίως, ειδήσεις, και ότι εμβάθυνση σημαίνει έρευνα, όχι μόνον σχόλιο…

• Ως επικεφαλής του εξωτερικού δελτίου της εφημερίδας παρακολούθησες από κοντά, επί σειρά ετών, την κρίση της Ελλάδας. Βλέπεις να διαφαίνεται μια κάποια διέξοδος; Και θεωρείς, με τις πρέπουσες διαφορές, ότι μπορεί να γίνει κάποιος παραλληλισμός με την περιπέτεια της «Ουνιτά»;

Στο τελευταίο φύλλο δημοσιεύσαμε ένα σκίτσο του ιστορικού μας γνωστού σκιτσογράφου Σέρτζιο Στάινο. Κατά τη γνώμη μου, θυμίζει σε μεγάλο βαθμό, δυστυχώς, και την Ελλάδα: δείχνει ανθρώπους που σχηματίζουν ουρά έξω από μια πόρτα που γράφει «Γραφείο Αναστάσεων». Ο καθένας κρατά στο χέρι ένα απόκομμα με το όνομα της εταιρείας στην οποία δούλευε: στην «Αλιτάλια», στις βιομηχανίες αλουμινίου και τελευταίος, φτάνει και ο εργαζόμενος της «Ουνιτά». Παρουσιάζει, με πικρή ειρωνεία, την κατάσταση εκατομμυρίων Ιταλών, αλλά νομίζω ότι μπορούμε να το θεωρήσουμε και ένα ελληνικό σκίτσο. Προσωπικά δεν είμαι αισιόδοξη διότι τελευταία οι μόνοι που παραμένουν αισιόδοξοι είναι οι πολιτικοί, λόγω «επαγγελματικής υποχρέωσης». Κοιτάζοντας λίγο παραπέρα, βλέπω μια Ευρώπη η οποία πολιορκείται από τους πολέμους και διαπιστώνω ότι στην Ιταλία, η μόνη, λανθασμένη ερμηνεία της θεωρίας του Κέινς αφορά την αγορά όπλων και μαχητικών F 35, την ίδια ώρα που οι περιφέρειές μας πλημμυρίζουν λόγω της αποψίλωσης και της ελλιπούς συντήρησης. Δεν θεωρώ ότι έχει αλλάξει κάτι. Ελπίζω η Ελλάδα, με την Αριστερά της, να μπορέσει να στείλει ένα πολύτιμο, διαφορετικό μήνυμα, το οποίο να ταρακουνήσει και την υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι η μόνη ελπίδα, διότι και η Γαλλία του Ολάντ, η οποία μας γέννησε πολλές προσδοκίες, τελικά μας απογοήτευσε.

• Και κάτι τελευταίο: η «Ουνιτά» θα ξανανοίξει;

Μπορεί. Θα πρέπει να δούμε, όμως, για τι ακριβώς θα πρόκειται. Αν υποχρεωθούμε να ενωθούμε με το κεντρώο φύλλο «Εουρόπα», θα βγει μια εφημερίδα χωρίς ψυχή και με ελάχιστους συναδέλφους που θα μπορέσουν να επαναπροσληφθούν. Θα είναι περίπου ένα έκτρωμα, κάτι εντελώς αποκομμένο από το παρελθόν και τη λογική μας. Ας μην ξεχνάμε -θα ήθελα να κλείσω λέγοντας ακριβώς αυτό- ότι εμείς ήμασταν «η εφημερίδα» που κρατούσαν οι περισσότεροι Ιταλοί διαδηλωτές του κινήματος της Γένοβας, το 2001. Οτι στηρίξαμε το αριστερό συνδικάτο Cgil-Fiom όταν τα έβαλε με τη Fiat και ότι η εργοδοσία κατέβασε την «Oυνιτά» από τις ξύλινες προθήκες στην είσοδο των αυτοκινητοβιομηχανιών της. Ολα αυτά ανήκουν στην τελευταία δεκαπενταετία, όχι στο μακρινό παρελθόν. Κάποιες άλλες φορές βέβαια, δεν καταφέραμε να εκπροσωπήσαμε, να εκφράσουμε όπως έπρεπε, τους εργαζόμενους και την Αριστερά. Αυτή θέλω να πιστεύω ότι θα συνεχίσει να είναι και η μεγάλη πρόκληση, το κύριο καθήκον μας για το μέλλον…

Via : www.efsyn.gr