Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν (1925-2017), κυκλοφόρησε στην Αγγλία το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Retrotopia» (Polity Press 2017).

Η ρετροτοπία –νεολογισμός που επινόησε ο ίδιος ο συγγραφέας– είναι το αντίστροφο της ουτοπίας ή μάλλον είναι μια ουτοπία στραμμένη προς το παρελθόν. Με τον όρο αυτόν ο Μπάουμαν θέλει να περιγράψει μιαν αλλαγή της μαζικής συνείδησης που έχει συντελεστεί στις τελευταίες δεκαετίες.

Η ρετροτοπία ορίζει την τάση μας να τοποθετούμε στο παρελθόν –και όχι πλέον στο μέλλον ή σε έναν μυθικό τόπο– το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας. Καθώς δεν είμαστε ικανοί να φανταστούμε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά και επειδή το μέλλον, από φυσικός τόπος των ελπίδων και των προσδοκιών, έχει μετατραπεί σε πηγή ανησυχίας και φόβου, στρεφόμαστε με νοσταλγική διάθεση στο παρελθόν, που μας φαίνεται σαν χαμένος παράδεισος. Μια «παγκόσμια επιδημία νοσταλγίας» διαδέχτηκε την παλαιότερη «επιδημία της μανίας για πρόοδο».

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά στην ιστορία που οι άνθρωποι εμπνέονται από το παρελθόν –ερμηνεύοντάς το ή αναπλάθοντάς το κατά βούληση–, προκειμένου να επεξεργαστούν ιδέες και σχέδια για τον μετασχηματισμό του κόσμου.

Το έκαναν, για παράδειγμα, οι Γάλλοι επαναστάτες του 1789, οι οποίοι άλλαξαν αληθινά τον κόσμο και μάλιστα προς το καλύτερο. Οι ρετροτοπίες του καιρού μας όμως δεν χαράσσουν παρόμοιους δρόμους για την επιστροφή στο παρελθόν.

Οι παλαιότερες ουτοπίες εμπνέονταν από ιδεώδη που απέβλεπαν στην οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας. Αντικαθιστούσαν έτσι τη σωτηρία της ψυχής στον άλλο κόσμο, ως ατομική επιβράβευση, με τη δικαιοσύνη και την ευτυχία σε αυτόν τον κόσμο, ως συλλογική κατάκτηση.

Οι ρετροτοπίες, αντίθετα, δεν σηματοδοτούν μόνο μια φυγή από το παρόν και από το μέλλον, αλλά και την απομάκρυνση από τα ιδεώδη του Διαφωτισμού, από τα ιδεώδη δηλαδή της ισότητας, της διαρκούς ειρήνης, του κοσμοπολιτισμού και της εξόδου της ανθρωπότητας από την ανωριμότητα.

83-bauman

Με μια τέτοια επιστροφή στο παρελθόν, εξηγεί ο Μπάουμαν, δεν θα βρούμε ποτέ λύσεις στα προβλήματα που μας βασανίζουν και δεν θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε την κοινωνία. Οταν οι άνθρωποι πείθονται ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (όπως έλεγε η Μάργκαρετ Θάτσερ), καταλήγουν να αναζητούν ατομικές λύσεις στα προβλήματα που γεννάει η κοινωνία. Ο στόχος τους, επομένως, δεν είναι πλέον μια καλύτερη κοινωνία, αλλά η βελτίωση της δικής τους ατομικής θέσης στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας, που φαίνεται ότι είναι αδύνατο να μετασχηματιστεί και να διορθωθεί.

Τη θέση της κοινής επιβράβευσης για τις συλλογικές προσπάθειες κοινωνικής μεταρρύθμισης παίρνουν στο εξής τα δυνητικά λάφυρα που πρέπει να αποκτηθούν σε βάρος όλων των ανταγωνιστών. Οι ρετροτοπίες εγκαταλείπουν την αλληλεγγύη και τους συλλογικούς αγώνες, για να υπηρετήσουν το άτομο και τις εγωιστικές του βλέψεις.

Οι ελπίδες για μια δυνητική βελτίωση δεν αφορούν όλους, αλλά λίγους εκλεκτούς, που προσδοκούν αλλαγές προς όφελος ενός περιορισμένου τμήματος της κοινωνίας ή και προς όφελος μόνο των εαυτών τους. Το πρώτο παράδειγμα ρετροτοπίας και επιστροφής στο παρελθόν, που αναλύει ο Μπάουμαν, το αποκαλεί «Επιστροφή στον Χομπς».

Η ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός έχουν επαναφέρει τη βία στην πολιτική και τον φόβο στις ζωές των ανθρώπων. Μια από τις πιο ωραίες ουτοπίες, το όραμα ενός κόσμου χωρίς βία, εγκαταλείπεται. Σήμερα φαίνεται να έχουμε συμφιλιωθεί με την προοπτική ενός διαρκούς πολέμου φθοράς μεταξύ «καλής βίας» (ταγμένης στην υπηρεσία του νόμου και της τάξης) και «κακής βίας».

Η χομπσιανή θεώρηση του κράτους ως εγγυητή της ασφάλειας των πολιτών του και ως αποτελεσματικού προστάτη από την ανεξέλεγκτη βία αμφισβητείται ριζικά. Η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι ο κόσμος μας –ο κόσμος της απορρύθμισης και της εξατομίκευσης, στον οποίο ο κοινωνικός δεσμός κλονίζεται και η πολιτική εμφανίζεται ανήμπορη– θυμίζει το σκηνικό του πολέμου όλων εναντίον όλων, δηλαδή τον κόσμο πριν από την ανάδυση του χομπσιανού Λεβιάθαν.

Δεν υπάρχει μόνον η τρομοκρατική απειλή ή η βίαιη επιθετικότητα που γεννιέται από το αίσθημα της ταπείνωσης των πολλών και από τον τρόμο του κοινωνικού αποκλεισμού.

Τα ίδια τα κράτη –τα οποία άλλωστε είναι και οι μεγαλύτεροι παραγωγοί και έμποροι όπλων– γίνονται παράγοντες αβεβαιότητας, ανασφάλειας και κινδύνου. Ο Λεβιάθαν αποκαλύπτεται ανίκανος να αποδείξει ότι η διαχωριστική γραμμή που χαράσσει μεταξύ νόμιμης και μη νόμιμης βίας είναι αληθινά αξιόπιστη και επομένως δεσμευτική και απαραβίαστη.

Μια άλλη μορφή επιστροφής στο παρελθόν είναι εκείνη που ο Μπάουμαν ορίζει ως «Επιστροφή στη φυλή». Ζώντας σε πόλεις και σε γειτονιές μαζί με ξένους, πολλοί άνθρωποι ονειρεύονται την επιστροφή σε ένα παρελθόν «αμόλυντο» από την παρουσία ξένων.

Τους εμπνέει η ιδέα να στρέψουν την πλάτη τους σε αυτόν τον εχθρικό κόσμο που τους περιβάλλει, για να καταφύγουν στο καθησυχαστικό σύμπαν των αναμνήσεών τους, σε έναν κόσμο που τον κατοικούσαν και τον κατείχαν μόνον αυτοί και οι όμοιοί τους. Αναζητούν την πιο μικρή κοινότητα που μπορεί να προσφέρει καταφύγιο και προστασία.

Αυτή η μικρή κοινότητα, όμως, προστατεύει μόνον «εμάς» και δεν είναι φιλόξενη για τους «άλλους». Η «επιστροφή στη φυλή» οδηγεί σε πολιτικές που υψώνουν τείχη, κλείνουν τα σύνορα και διώχνουν τους ξένους.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Μπάουμαν: «Το να καταφέρουμε να κρατήσουμε μακριά μας τις παγκόσμιες συμφορές με το να οχυρωθούμε στο σπίτι μας, με την ελπίδα ότι αυτός ο χώρος είναι ασφαλής, είναι εξίσου απίθανο με το να νομίζουμε ότι θα αποφύγουμε τις συνέπειες ενός πυρηνικού πολέμου λουφάζοντας στο καταφύγιο ενός άστεγου».

Μια άλλη οπισθοδρομική τάση, που μας σπρώχνει προς το παρελθόν χωρίς να συναντάει ισχυρές αντιστάσεις, είναι η «Επιστροφή στην ανισότητα». Από τη μια μεριά παρατηρούμε την ιλιγγιώδη αύξηση του εισοδήματος των λίγων ζάπλουτων σε βάρος των φτωχότερων. Από την άλλη, βλέπουμε τους πλούσιους και τους φτωχούς να ζουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και που χωρίζονται από ανθεκτικά και αδιαπέραστα τείχη.

Υπάρχει, τέλος, και η ρετροτοπία που ο Μπάουμαν ονομάζει «Επιστροφή στη μήτρα». Οταν η ελπίδα ιδιωτικοποιείται και οι προσωπικές προσδοκίες αποστασιοποιούνται από κάθε μακρόπνοο συλλογικό σχέδιο, κυριαρχούν οι πιο ναρκισσιστικές τάσεις του «ορθολογικού» εγωισμού. Το ατομικό υποκείμενο, φορτωμένο με όλη την ευθύνη για τις αποτυχίες της ύπαρξης, αισθάνεται ανήμπορο να ανταποκριθεί στις πολλαπλές υποχρεώσεις του. Και καθώς ο «άλλος» αντιπροσωπεύει μια δυνητική απειλή, το άτομο αναζητεί καταφύγιο στην πιο μοναχική αλλά και πιο προστατευμένη θέση: στη νιρβάνα της μήτρας, όπου δεν υπάρχουν άλλες ανθρώπινες υπάρξεις.

Στις ρετροτοπίες των καιρών μας ο Μπάουμαν αντιπαραθέτει τη θετική ουτοπία της κοσμοπολιτικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, καθώς «τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν παγκόσμιες λύσεις».

Αυτή η ουτοπία όμως δεν μπορεί να επιδιωχθεί με την παραδοσιακή μέθοδο του προσδιορισμού ενός «κοινού εχθρού», που δοκιμάστηκε με επιτυχία στο παρελθόν για τη δημιουργία μεγαλύτερων συνενώσεων.

Για να φτάσουμε σε μιαν ενοποιημένη και συνεργαζόμενη ανθρωπότητα, χρειαζόμαστε πρωτίστως μια κουλτούρα του διαλόγου και του αμοιβαίου σεβασμού, ικανή να συνομιλεί με τους απλούς ανθρώπους σε όλη τη Γη.

Via : www.efsyn.gr