Οι παλιότεροι θα θυμoύνται το βιβλίο «Στα Λύκειά σας…» που είχαν επιμεληθεί οι Τασούλα Βερβενιώτη, Ουρανία Δημητρίου και Κούλα Φραντζή και είχε εκδοθεί το 1988. Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο που έδειχνε με τόσο καθαρό τρόπο, μέσα από την καθημερινότητα της σχολικής ζωής και τις σκέψεις των μαθητών, ότι η εκπαιδευτική βαθμίδα του Λυκείου νοσεί.

Νοσεί επειδή δεν μπορεί να χωρέσει τις αγωνίες και τις ανησυχίες των μαθητών –επειδή αντί να ανοίγει τους ορίζοντές τους, τους καθηλώνει. Πρόσφατα πάλι, με αφορμή τις Πανελλαδικές, διάβαζα τις αγωνίες των υποψηφίων στο blog schooligans.

Ιδιες με το 1988 οι θυμωμένες και αγχωμένες φωνές παιδιών που νιώθουν ότι θυσιάζουν τα χρόνια της εφηβείας τους στον βωμό ενός συστήματος που δεν έχει άλλον τρόπο να εκτονωθεί, παρά θυσιάζοντας τους νέους και τις νέες του στον Μινώταυρο που μας αρέσει να ονομάζουμε Αριστεία, αλλά που θα έπρεπε να λέγεται Πειθαρχία.

Το Λύκειο δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει από τη δεκαετία του 1970 που θεσμοθετήθηκε σε αυτόνομη εκπαιδευτική βαθμίδα. Στην πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μου, δεν λειτούργησε ποτέ πραγματικά ως τέτοια, παρά μόνο διοικητικά. Η διδακτέα ύλη αλλά και οι μέθοδοι διδασκαλίας που εφαρμόζονται το καθιστούν οργανική συνέχεια του Γυμνασίου.

Στην πράξη, ιδιαίτερα σε σχολικά συγκροτήματα όπου το Γυμνάσιο και το Λύκειο συστεγάζονται, η κατάσταση θυμίζει έντονα τα παλιά εξατάξια Γυμνάσια, με τη διαφορά ότι τώρα η φοίτηση στο Γυμνάσιο είναι υποχρεωτική, ενώ στο Λύκειο παραμένει προαιρετική. Δικαίως οι έφηβοι νιώθουν ότι δεν τους χωρά αυτό το σύστημα.

Οι επαναλαμβανόμενες μαθητικές καταλήψεις που τείνουν να γίνουν θεσμός για ασήμαντα πολλές φορές αιτήματα τι άλλο μπορεί να δείχνουν, άλλωστε, αν όχι ότι τα παιδιά έχουν αποξενωθεί από το σχολείο; Η επινόηση ενός νέου τύπου Λυκείου αποτελεί επιτακτική ανάγκη.

Σε όλη την Ευρώπη υπάρχει η τάση διαφοροποίησης της Μέσης Εκπαίδευσης σε κατώτερη και ανώτερη, όπου κάθε βαθμίδα έχει διακριτά χαρακτηριστικά και στόχους.

Η τάση είναι η κατώτερη βαθμίδα να είναι υποχρεωτική (σε κάποιες περιπτώσεις δε, ενοποιείται με το Δημοτικό Σχολείο), ενώ η ανώτερη να είναι προαιρετική και να αποτελεί τον προθάλαμο της επαγγελματικής ή/και ακαδημαϊκής ζωής των μαθητών.

Πάνω σε αυτό το μοντέλο, η κατώτερη βαθμίδα συνήθως επεκτείνεται χρονικά σε τέσσερα χρόνια, με αποτέλεσμα η υποχρεωτική εκπαίδευση να διαμορφώνεται στα 9-10 χρόνια, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στα χρόνια αυτά η προσχολική αγωγή, που αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση.

Αντίστοιχα, η ανώτερη βαθμίδα της Μέσης Εκπαίδευσης έχει την τάση να περιορίζεται χρονικά (για παράδειγμα 2 χρόνια στη Δανία, τη Γερμανία, την Ισλανδία και την Ισπανία, ενώ τριετής είναι η φοίτηση στη Γαλλία, όπου όμως ο πρώτος χρόνος λειτουργεί προπαρασκευαστικά για να συνεχίσουν οι μαθητές στο Λύκειο ή να κατευθυνθούν προς την επαγγελματική εκπαίδευση), ή ακόμη πιο προωθημένα, απελευθερώνεται από «τάξεις» και οργανώνεται στον στόχο ολοκλήρωσης μαθημάτων, όπως στη Φινλανδία.

Μια τέτοιου είδους ουσιαστική διάκριση ανάμεσα σε κατώτερη και ανώτερη βαθμίδα της Μέσης Εκπαίδευσης μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά, προσδίνοντας νέα δυναμική στο Λύκειο, εφόσον βέβαια συνοδεύεται από αντίστοιχη αναθεώρηση των αναλυτικών προγραμμάτων και των μεθόδων διδασκαλίας.

Στόχος θα πρέπει να είναι η βαθμίδα αυτή να διαφοροποιείται εμφανώς από το Γυμνάσιο και να προετοιμάζει τους μαθητές για την επαγγελματική και την ακαδημαϊκή τους ζωή. Τι γίνεται στις άλλες χώρες; Στη φάση αυτή, οι μαθητές έχουν ήδη αποκτήσει τον απαραίτητο κορμό της εγκύκλιας παιδείας και είναι πια σε θέση να επιλέξουν τη γενική κατεύθυνση – επιστημονικό πεδίο για το οποίο ενδιαφέρονται.

Με βάση αυτό, οργανώνονται οι σπουδές τους, οι οποίες συγκροτούνται από έναν κορμό γενικών μαθημάτων και από επιλεγόμενα μαθήματα. Σε όλα τα προγράμματα, απαραίτητες είναι οι ξένες γλώσσες και οι ερευνητικές εργασίες, θεματικές που και στις δύο δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα.

Επίσης, ανάλογα με την κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει ο μαθητής, έχει τη δυνατότητα να ακολουθήσει κάποια μαθήματα σε βασικό ή προχωρημένο επίπεδο.

Τι θα προσέφερε μια τέτοια προσαρμογή στο εκπαιδευτικό μας σύστημα; Κατ’ αρχάς θα έδινε στους μαθητές τη δυνατότητα να προσαρμόσουν το εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα στα ενδιαφέροντά τους.

Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος νέοι 16 και 17 χρόνων να υποχρεώνονται να παρακολουθούν μαθήματα που δεν τους αφορούν, όταν την ίδια στιγμή θα μπορούσαν να αξιοποιούν παραγωγικά τον χρόνο τους σε άλλες θεματικές ενότητες, πιο κοντά στα ενδιαφέροντά τους.

Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να φοβόμαστε τη διαφορετικότητα των ανθρώπων και να προσπαθούμε να τους χωρέσουμε σε προκαθορισμένα συστήματα. Το αντίστροφο, να προσαρμόσουμε, με κανόνες και οργάνωση, τα συστήματα στους ανθρώπους είναι κατά τη γνώμη μου όχι μόνο δημοκρατικότερο, αλλά και πολύ πιο παραγωγικό.

Και ένα μικρό σχόλιο για την Αριστεία, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή. Κάθε άλλο παρά κακό είναι να επιδιώκεται το «αριστεύειν» στο σχολείο. Το θέμα είναι τι νόημα του δίνουμε κάθε φορά. Αν η «Αριστεία» ταυτίζεται με την επιτυχία στο σημερινό σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων, τότε δυστυχώς ισοδυναμεί με θάνατο της σκέψης.

Αν ένα εκπαιδευτικό σύστημα θέλει να παράγει «αρίστους», δηλαδή ηγέτες, τότε οφείλει να τους προετοιμάσει. Και αυτό γίνεται και με μαθήματα που σήμερα ούτε σκεφτόμαστε να συμπεριλάβουμε στα προγράμματά μας (στα σχολεία των ΗΠΑ, για παράδειγμα, υπάρχει ως μάθημα το public speaking) και με την ενδυνάμωση της προσωπικότητας των μαθητών μας.

Είναι θέμα απόφασης αν θα επιλέξουμε να τους ενδυναμώσουμε ή να τους υπονομεύουμε την αυτοπεποίθηση μέσα από δοκιμασίες σαν αυτές των Πανελλαδικών.

*ιστορικός

Via : www.efsyn.gr