του Στέφανου Δάνδολου

Δεν μου προκάλεσε καμία εντύπωση το ήρεμο πρόσωπό του μετά την ήττα από τα Νησιά Φερόε.

Πράος ήρθε, πράος έφυγε. Ίσως πιο πράος απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν Ιταλό, εάν αναλογιστεί κανείς τύπους σαν τον Τραπατόνι, τον Κόντε, τον Γκατούζο. Επίσης δεν μου προκάλεσε την παραμικρή εντύπωση ο πολιτισμένος τρόπος με τον οποίο παραδέχτηκε την αποτυχία του, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την απολίτιστη ιδιοσυγκρασία του αθλητικού τύπου που, βλέποντας ότι δεν επρόκειτο για έναν ακόμη χαλίφη στην θέση των χαλίφηδων Ρεχάγκελ-Σάντος, όρμησαν πάνω του κατά τον συνήθη τρόπο τους, όπως τα κοράκια μυρίζουν το αίμα των ετοιμοθάνατων. Πολιτισμένα έσκυψε το κεφάλι, πολιτισμένα σήκωσε τα χέρια, πολιτισμένα θεώρησε δίκαιη την αποπομπή του. Σε τελευταία ανάλυση, με τετρακόσιες χιλιάδες ευρώ αποζημίωση για δουλειά τριών μηνών, κι εγώ πολιτισμένα θα άκουγα τους πάντες να με ανεβοκατεβάζουν άσχετο με το γράψιμο, κακό συγγραφέα και τα τοιαύτα. Δεν θα με ένοιαζε καθόλου, πιστέψτε με. Πέντε σημεία μου προκάλεσαν εντύπωση στην περίπτωση Ρανιέρι: Πώς δεν φρόντισε να ενημερωθεί ότι τα τελευταία δέκα-δώδεκα χρόνια στην Εθνική Ελλάδος δεν έπαιζαν οι καλύτεροι, αλλά ένα κλειστό κλαμπ από σχετικά καλούς έως πολύ καλούς ποδοσφαιριστές οι οποίο άσχετα από το αν ήταν φορμαρισμένοι ή όχι, έδιναν πάντα το παρόν, δημιουργώντας έτσι ένα λειτουργικό σύνολο, το οποίο με την βοήθεια ενός αστεριού πέτυχε έναν θρίαμβο εξωφρενικό για την κοινή λογική. Πώς δεν κατάλαβε ότι οποιαδήποτε φιλοσοφία στο ελληνικό ποδόσφαιρο κρίνεται σε βάθος ενός μήνα, άντε δύο το πολύ, και ότι κανείς δεν έχει την υπομονή να θυσιάσει το αποτέλεσμα σε βάρος ενός χτισίματος που απαιτεί ίσως και χαστούκια, σφαλιάρες, κλωτσιές κάτω από την ζώνη. Πώς δεν έσπευσε να μάθει ότι οι προκάτοχοί του στον πάγκο της Εθνικής επένδυσαν στην καταστροφή του αντιπάλου και όχι στην δημιουργία, και εφόσον εκείνο λειτούργησε θα έπρεπε να συνεχιστεί τυφλοσούρτης, δια παντός, καθώς έτσι πλημμυρίσαμε κάποτε τις πλατείες – όχι σαν πανίσχυρες Βραζιλίες με ταπεραμέντο και φαντασία, αλλά σαν Νησιά Φερόε που έκλεβαν ματσάκια από το πουθενά. Πώς δέχτηκε να συνεργαστεί με μιαν ομοσπονδία που μόνο υγιής δεν δείχνει όταν αντίστοιχες εθνικές ομάδες νέων διασύρονται με 10-0 και ενώ κάνουν γης μαδιάμ τα ξενοδοχεία τους, καλούνται σε απολογία οι προπονητές για την ήττα και όχι τα ίδια τα παιδιά ή οι γονείς τους για το διεθνές ρεζιλίκι.    Και τέλος πώς δεν έγινε κολλητάρι με τους παίχτες, όπως ήταν ο Ρεχάγκελ και ο Σάντος με τους δικούς τους παίχτες, πώς δεν τα έλεγε μαζί τους, πώς δεν τους συμβουλευόταν, πώς απλά έδινε την εντολή χωρίς να τους «εμπνεύσει», χωρίς να «μιλήσει στην καρδιά τους», χωρίς να τους αντιμετωπίσει σαν συμμέτοχους, όπως έτσι έχει συνηθίσει ως επί το πλείστον ο έλληνας αθλητής. Ο Ρανιέρι, στο πολύ σύντομο χρονικό διάστημα της θητείας του, τόλμησε να προβεί σε κινήσεις που στην ελληνική εφησυχασμένη νοοτροπία, φάνηκαν σαν καινοτομίες μεγάλων κραδασμών: χρησιμοποίησε παίχτες που στο παρελθόν είχαν αδικηθεί, κάλεσε παίχτες μέχρι και από την Β’ Εθνική, έσπασε το απόστημα του κλειστού κλαμπ, έκανε ό,τι θα έκανε ένας υγιής εκλέκτορας που κοιτάει μπροστά και όχι πίσω. Προσπάθησε να εμφυσήσει στην Εθνική Ελλάδος τη νοοτροπία ότι παίζουν οι καλύτεροι και όχι οι πιο αγαπητοί, ότι η πόρτα είναι ανοιχτή σε όλους και όχι σε μερικούς. Ίσως θα τα είχε καταφέρει εάν είχε σταθεί στο ένα δέκατο τυχερός όσο ο Γερμανός προ-προκάτοχός του. Μα το άστρο κάποια στιγμή θα έσβηνε, και θα απέμενε μόνο η προσπάθεια. Στο κάτω-κάτω τι θα είχαμε καταφέρει τότε εάν δεν είχαμε κι εκείνο το άστρο; Εν κατακλείδι, ο Ιταλός μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις, ό,τι κι αν λένε όλοι. Μα ήρθε σε έναν τόπο που εξακολουθεί να πιστεύει σε παραμύθια και όχι στην σκληρή δουλειά. Σε έναν τόπο που του αρέσει να κρίνει, σε έναν τόπο όπου η κριτική αλλάζει από μέρα σε νύχτα ανάλογα με τα πεπραγμένα. Ξαφνικά, η χώρα που δεν έχει καν εγχώριο ποδόσφαιρο αξίας, η χώρα που μαστίζεται από ανάλγητους παράγοντες και διαιτητές τύπου Σπάθα, η χώρα όπου οι μισές ομάδες προσπαθούν να γίνουν παραρτήματα των μεγάλων, ξαφνικά τούτη η χώρα έγινε τόσο μεγάλη ποδοσφαιρικά που θεώρησε κατάπτυστη προσβολή το να χάνει η Εθνική της σε απανωτά παιχνίδια στο ξεκίνημα μιας νέας προσπάθειας, ενός καινούργιου κύκλου ζωής. Οπότε δεν μου προκάλεσε καμία εντύπωση το ότι ο Ιταλός χρεώθηκε, πώς το λένε κάποιοι; «την κατεδάφιση του οικοδομήματος». Δεν έχω καταλάβει ακόμη για ποιο οικοδόμημα μιλούν, εκτός κι αν εννοούν τα αποτελέσματα και όχι τα θεμέλια. Μα έτσι συμβαίνει σε τούτα εδώ τα μέρη. Όποιος χάνει, οδηγείται στην πυρά. Όποιος κερδίζει, είναι φοβερός. Φίλε Ρανιέρι, μην χολοσκάς. Και τον Σάντος, που τώρα τον αποθεώνουν, κάποτε τον έβριζαν. Πάρε τα τετρακόσια χιλιάρικα σου, γιατί πρέπει να αλαφρύνεις και το ελληνικό δημόσιο που δεν τα έχει ανάγκη, και τράβα στην ευχή του θεού.

Via : www.iefimerida.gr