του Στάθη Λουκά

Δεν έγινε καθόλου κατανοητό το γιατί δε θέλει η Δημ.Αρ. την ιδιωτικοποίηση του Δικτύου Μεταφοράς και Διανομής της Ηλεκτρικής Ενέργειας, πέρα από το αυτονόητο επιχείρημα ότι δεν είναι απαίτηση της Ε.Ε. ή της Τρόικας, ή για να μη δημιουργηθεί ένα  ιδιωτικό μονοπώλιο ή ότι είναι στρατηγικού χαρακτήρα. Μόνο που η έννοια του «στρατηγικού χαρακτήρα» είναι όλη αγκυροβολημένη στο παρελθόν  με διττή μορφή: είτε σαν αντίληψη μορφής οργάνωσης της πολιτικής που την εκφράζει, είτε σαν αντίληψη ενεργειακού προτύπου, και τα δύο αγκυροβολημένα στο φορντικό πρότυπο.

Διαφεύγει έτσι από την προσοχή ότι το δίκτυο μεταφοράς (όπως και εκείνο της διανομής) είναι ένα «φυσικό μονοπώλειο» που στην ουσία ιδιωτικοποιείται, επιλογή που σχετίζεται περισσότερο με την εμπειρία των ΗΠΑ και που είχε σαν συνέπεια τη γνωστή κρίση της Καλιφόρνιας. Το δίκτυο μεταφοράς – όπως λογικά και εκείνο της διανομής – είναι το φυσικό υπόβαθρο των εμπορικών συναλλαγών, ο χώρος της χονδρικής (και λιανικής) αγοράς. Ο χώρος όπου  συναντάται η προσφορά και η ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας και ανταλλάσσεται με το νόμισμα. Αλλά σήμερα δεν είναι μόνο αυτό.

Και  τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αυτά που έρχονται από το παρελθόν. Η δε λενινιστική αρχή («κομμουνισμός είναι η σοβιετική εξουσία και η διάδοση του ηλεκτρισμού σε όλη τη χώρα»),  επηρεάζει το σύνολο της ελληνικής αριστεράς μη εξαιρουμένης της ΔΗΜΑΡ. Όπου υπάρχει ένα μείγμα λενινισμού και  ενός  ασυνάρτητου νεοπλατωνικού φαντάσματος οικολογίας και  αγοράς, για την ενεργειακή πολιτική, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ – παρά τις διακυρήξεις – από τα πράγματα και Φωτόπουλο παραμένει αγκυροβολημένος στο παρελθόν.  Η αντίληψη αυτή του Λένιν είχε και έχει μια μεγάλη  δόση αλήθειας, που ίσχυε μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνα. Είναι αλήθεια, δηλαδή, ότι η ανάπτυξη μιας χώρας πρέπει να στηριχθεί στη συγκεντρωποιημένη παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, που μέσω του δικτύου μεταφοράς θα συμβάλει στην ανάπτυξη του παραγωγικού συστήματος και στην καλυτέρευση του επιπέδου ζωής του λαού. Η αντίληψη αυτή είναι μεταφύτευση στην σοβιετική πραγματικότητα του ανατέλλοντος (στις ΗΠΑ) φορντισμού-ταιηλορισμού, που στον καπιταλισμό, μέχρι εδώ και λίγες δεκαετίες, ήταν ο προμηθέας της αγοράς και της «ανόδου» του επιπέδου ζωής μέσω της επέκτασης της κατανάλωσης των αγαθών που παράγονται.

Από την επιχειρηματολογία  λείπει το βασικό επιχείρημα που είναι εκείνο του «νέου ενεργειακού προτύπου». Που με ψήγματα έρχεται στην επιφάνεια με το τέλος της «χρυσής τριακονταετίας» (1945-1975) και προφητικά διαγράφεται με «Τα όρια της ανάπτυξης» (1972, της Λέσχης της Ρώμης) και διαμορφώνεται στις διάφορες συνιστώσες του με την υπογραφή του «Πρωτοκόλλου του Κιότο» και τα τρία 20% της Ε.Ε, στηρίζεται δε : από τη μια μεριά  στη διάχυτη ορθολογική, και με αποδοτικότητα, χρήση και  εξοικονόμηση  της ενέργειας και από την άλλη στην εκμετάλλευση των Α.Π.Ε. και τη μείωση των εκπομπών του Διοξειδίου του άνθρακα. Περνάμε από τη συγκεντρωποιημένη  παραγωγή και ένα σύστημα μεταφοράς και διανομής με συγκεντρωποιημένες εισόδους   και εκατομμύρια εξόδους, σε μια παραγωγή διάχυτη στο χώρο – με χιλιάδες παραγωγούς – και ένα σύστημα μεταφοράς και διανομής με τις ίδιες ή και λιγότερες εξόδους αλλά με εκατοντάδες χιλιάδες εισόδους.

Η συγκεντρωποιημένη παραγωγή ενέργειας είναι από τη φύση της ιεραρχική, και η πιο αντιδημοκρατική ιεράρχηση είναι εκείνη που προέρχεται από την πυρηνική. Αντίθετα, ενέργεια από τις ΑΠΕ (ήλιο, αέρα, θάλασσα,  βιομάζα κλπ.) δημιουργεί καταστάσεις επέκτασης της Δημοκρατίας στην παραγωγή. Όχι μόνο γιατί ο κάθε πολίτης μπορεί να προβεί στην απ’ ευθείας εκμετάλλευση των ΑΠΕ, αλλά και γιατί η πλήρη εκμετάλλευσή τους απαιτεί μιά συμμετοχική λειτουργία στο χώρο των θεσμών και μια δικαιότερη ανακατανομή του εισοδήματος.

Το καινούργιο ενεργειακό μοντέλο, δηλαδή ή « ενεργειακή επανάσταση», κατά άλλους, βάζει επί τάπητος τεράστια προβλήματα αναδιανομής εισοδήματος και  επόμενα Δημοκρατίας, που σχετίζεται με τη λειτουργία, το ρόλο και τη σχέση των θεσμών – δηλ. της κεντρικής κυβέρνησης, των περιφερειών και των δήμων, με το ενεργειακό σύστημα που πρέπει να διαμορφωθεί μέχρι το 2050 και κατά συνέπεια θα έχει τεράστιες επιπτώσεις  στην οικονομία, το περιβάλλον, την επιστήμη, την έρευνα, την τεχνολογία και τις κοινωνικές σχέσεις. Και το σπουδαιότερο  – που κανένας ειδικός δεν αρνείται –  δημιουργεί παραγωγικές διαδικασίες εργασιακής έντασης, δηλ. απασχόληση και ανάπτυξη.

Αν θέλουμε να φθάσουμε το 2050 σε μια κατάσταση που το 80%, ή κατά άλλους το 100%, της ηλεκτρικής ενέργειας – αφού θα προωθείται παράλληλα το πρόγραμμα ορθολογικής χρήσης και εξοικονόμησης – να παράγεται από τις ΑΠΕ, πρέπει :

 -α. Να διασφαλισθεί ο δημόσιος έλεγχος της ΔΕΗ  και να αξιοποιηθεί το ανθρώπινό της κεφάλαιο ώστε να γίνει – σε αντιστοιχία με «τη χρυσή τριακονταετία της» – ένα από τα βασικά ανύσματα της μετάβασης στο νέο ενεργειακό πρότυπο.

-β. Να διασφαλισθεί ο απόλυτος δημόσιος έλεγχος και διαχείριση του συστήματος μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας. Το σύστημα μεταφοράς και διανομής έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία – από ότι στο παλιό ενεργειακό πρότυπο – για την εκμετάλλευση των διάχυτων ενεργειακών πηγών (που είναι η ΑΠΕ και όχι μόνον) και για ένα ακόμη παραπάνω λόγω: για να μη χάνεται η παραγωγή τους σε απώλειες.  Χρειάζονται εκ τούτου μεγάλες επενδύσεις της τάξης των 2,0 δισεκ. €, για τη σταδιακή αναμόρφωση της λογικής της  αρχιτεκτονικής του  και του σύνθετου τεχνολογικού εκσυγχρονισμού του.

      Το μεγάλο πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας  και που πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα για τη   σωστή εκμετάλλευση των ΑΠΕ   για ηλεκτρική και θερμική ενέργεια – είναι το σύστημα μεταφοράς και διανομής, και αυτό για τους παρακάτω λόγους:

-1. Μέχρι τώρα το σύστημα μεταφοράς της ηλεκτρικής είχε συγκεκριμένα σημεία εισόδου και εξόδου, λειτουργούσε σαν από την κορυφή του βουνού προς την κοιλάδα, κατά κάποιον τρόπο σα μονόδρομος. Με τη διάχυτη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ η γραμμή μεταφοράς  και διανομής γίνεται πολλαπλής διαδρομής. Για τη διαχείριση αυτής της «σύνθετης κατάστασης» είναι ανάγκη να αναπτυχθεί ένα σύστημα μεταφοράς με μια νέα αρχιτεκτονική που θα επιτρέπει την «οριζόντια και κατά βρόχους επικοινωνία», δηλ. την είσοδο και έξοδο διαφόρων καταναλωτών και παραγωγών.Tο σύστημα μεταφοράς και διανομής γίνεται μεταφορικά το «τογιοτικό εργοστάσιο» της σύνθεσης της δικτυακής διάχυτης παραγωγής.

-2. Η ανάπτυξη της «διάχυτης παραγωγής»  επιβάλλει στο ηλεκτρικό σύστημα ένα μεγάλο μετασχηματισμό που θα στηρίζεται στην δημιουργία «έξυπνων γραμμών», που θα είναι ικανές να εξασφαλίσουν στους παραγωγούς και στους χρήστες της ηλεκτρικής ενέργειας, συνέχεια τροφοδότησης, ασφάλεια, πολύ καλύτερη εξυπηρέτηση, μείωση της σπατάλης και μείωση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων.

 Το ότι ισχύει για το ηλεκτρικό δίκτυο ισχύει  αντίστοιχα –  για  διαφορετικούς και παρεμφερείς λόγους – για  το σύστημα μεταφοράς και διανομής του φυσικού αερίου, που πρέπει να διατηρηθεί υπό δημόσιο έλεγχο και διαχείριση. Το φυσικό αέριο έχει να παίξει ακόμα σημαντικό ρόλο σαν μεταβατικό ορυκτό καύσιμο: αντικατάσταση του λιγνίτη και βασικό στοιχείο στη διαμόρφωση του διάχυτου συστήματος μικροπαραγωγής και συμπαραγωγής και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του παραγωγικού συστήματος (αντικατάσταση του πετρελαίου).  Το  ηλεκτρικό  σύστημα μεταφοράς  και διανομής  με την καινούργια του αρχιτεκτονική έχει ανάγκη  και για την ισορροπία του από τη διάχυτη συμπαραγωγή (φυσικό αέριο + βιοκαύσιμα) Και μελλοντικά να ενoποιηθεί «η διακυβέρνηση» των δύο συστημάτων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου..

Αν έτσι έχουν τα πράγματα και όχι διαφορετικά, δεν γίνεται επόμενα κατανοητό το γιατί η Δημ.Αρ. συναίνεσε στην ιδιωτικοποίηση του δικτύου του φυσικού αερίου. Η μόνη εξήγηση είναι  ότι:

-α. «Το νεο ενεργειακό πρότυπο» απέχει παρασάγγας από τη φορντική αντίληψη για την οργάνωση της πολιτικής του «μαγικού κύκλου» της ηγετικής ομάδας, που πολλές φορές  διαφέρει από τα καθεστηκòτα όργανα και που  ισοπεδώνει το κόμμα – που πρέπει να είναι μια δημοκρατική οργάνωση που λειτουργεί σαν ενδιάμεσο μεταξύ κοινωνίας και θεσμών – μονοδιάστατα στον «κυβερνητισμό».

-β. Και κινούνταν – μέχρι τώρα – περισσότερο στα πλαίσια του ορισμού περί «οικολογίας του ρεαλισμού» (58ρικης προέλευσης) που είναι καθεαυτή άρνηση της συνάντησης της οικολογίας με την αριστερά, αναγκαία συνθήκη για ένα «GreennewDeal». Αυτό συνεπάγεται την οικολογική αναδιάθρωση του παραγωγικού συστήματος και των καταναλωτικών συμπεριφορών, δηλ την επιδίωξη των τριών 20% (που τείνουν να γίνουν 40% μείωση του διοξειδίου, 30% ΑΠΕ, 40% εξοικονόμηση).  Πρόκειται για επιλογές με ένταση εργασίας και επόμενα  απασχόλησης και κατά συνέπεια ανάπτυξης. Θα λέγαμε απλοϊκά  περί «οικολογίας του ρεαλισμού»  ή «πράσινα μαρούλια». 

Μερικές παρατηρήσεις για συγκεκριμένες ενεργειακές παρεμβάσεις.

1.0.0.  Ριζική αλλαγή του ηλεκτρικού Δικτύου μεταφοράς και διανομής.

1.1.0.  Χρειάζεται η ριζική αλλαγή της αρχιτεκτονικής του Συστήματος Μεταφοράς  και Διανομής της Ηλεκτρικής Ενέργειας, δημιουργία των τοπικών έξυπνων δικτύων (smartgrid), σπρώχνοντας   στη δημιουργία μιας τεράστιας κυψέλης «Ενεργειακής Δημοκρατίας».

Μια τέτοια επιλογή, σε συνδυασμό με τη διάχυτη εγκατάσταση, θα συνέβαλε στη δικαιότερη ανακατανομή του ενεργειακού πλούτου  της χώρας, που αυτή τη στιγμή γίνεται προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου και των μεσαιο-υψηλών κοινωνικών στρωμάτων.

-2.0.0. Αναγκαίες Μεταρρυθμίσεις.

Το διάχυτο Ενεργειακό Σύστημα βάζει επί τάπητος την αναγκαία μεταρρύθμιση  για τη συμμετοχή των ΟΤΑ στον Ενεργειακό Προγραμματισμό της Χώρας.

-2.1.0. Η «Αντιπροσωπευτική Συνδιάσκεψη μεταξύ  Περιφερειών και Κεντρικής Κυβέρνησης» για τον ενεργειακό προγραμματισμό.

-2.2.0. Οι Περιφέρειες πρέπει να διαμορφώνουν το Ενεργειακό Πρόγραμμά τους

-2.3.0. Ενεργειακό πρόγραμμα για μεγάλους Δήμους (50.000 κατ.) ή με πολύ μεγάλη αγροτική έκταση και σημαντικό πληθυσμό (επάνω από  30.000 κατ.)

 Καλό θα ήταν οι Δήμοι να κινηθούν στην κατεύθυνση της πρωτοβουλίας «Συμφωνία των Δημάρχων» που προωθείται και υποστηρίζεται από διάφορες θεσμικές εκφράσεις της Ε.Ε.