Ο Νίκος Πουλαντζάς είχε υψηλή συνείδηση της ανάγκης κριτικής επαγρύπνησης, που αποτελεί χρέος κάθε διανοουμένου

Βαγγέλης Στεργιόπουλος

Ο αιώνας που μας αποχαιρετά στο τέλος της επόμενης χρονιάς έχει ορθά ονομαστεί αιώνας των διανοουμένων. Τι είναι ένας διανοούμενος; Το πρόβλημα έχει απασχολήσει πάμπολλους στοχαστές, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνεται και ο Νίκος Πουλαντζάς, εις μνήμην του οποίου πραγματοποιήθηκε πρόσφατα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Πουλαντζάς είχε ασχοληθεί με το θέμα αυτό σε ένα από τα τελευταία άρθρα που έγραψε («Διανοούμενε ποιος είσαι;», Τα Νέα, Αύγουστος 1978).

Το πρόβλημα που είχε απασχολήσει τον Πουλαντζά ήταν η σχέση του διανοουμένου με την εξουσία, από τη στιγμή που αυτός είναι πολιτικά στρατευμένος και η πολιτική έχει άμεση σχέση με τη νομή, την άσκηση και τον αγώνα για απόκτηση της εξουσίας. Ο Νίκος Πουλαντζάς δεν ήθελε να απαρνηθεί τον ρόλο του ως στρατευμένου στοχαστή της Αριστεράς, ούτε όμως και να προδώσει την ιδιότητα του διανοουμένου  κάτι που άλλοι παρέβλεψαν, στους οποίους περιλαμβάνονται και ορισμένοι επικριτές του.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.10.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Νίκος Πουλαντζάς είχε υψηλή συνείδηση της ανάγκης κριτικής επαγρύπνησης, που αποτελεί χρέος κάθε διανοουμένου, είτε είναι στρατευμένος σ’ ένα κόμμα είτε όχι. Γι’ αυτό και δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη συχνά με τον μηχανισμό του ΚΚΕ (εσωτ.), του οποίου ήταν ενεργό μέλος. Και στον βαθμό που ένα κομμουνιστικό κόμμα ασκεί εξουσία στα μέλη του ακόμη και όταν δεν κατέχει κρατική εξουσία ο διανοούμενος κινδυνεύει να χάσει την ουσία της επαγγελίας του αν μετατραπεί σε κομματικό όργανο, δηλαδή σε υπηρέτη της εξουσίας. Δεν διαφέρει, τότε, ουσιαστικά από εκείνο τον τύπο του διανοουμένου τον οποίο θαρρεί ότι αντιστρατεύεται, και αυτός είναι ο διανοούμενος του κομφορμισμού και του κατεστημένου: το ότι ο ένας είναι ενταγμένος στην Αριστερά και ο άλλος θεωρείται δεξιός δεν έχει τόση σημασία όταν νοθεύεται η διανοητική ιδιότητα και των δύο από τη μορφή εξουσίας που υπηρετούν.

Το άρθρο αυτό του Πουλαντζά ήταν περισσότερο μια κραυγή αγωνίας από στρατευμένο διανοούμενο και λιγότερο ένα δομημένο και λογικά επεξεργασμένο κείμενο, όπως τόσα άλλα δικά του στο παρελθόν. Ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει αντιδράσεις και επικρίσεις και για τον λόγο ότι αποτελούσε οξύτατη κριτική σε έναν ορισμένο τύπο κομματικού διανοουμένου που δέσποζε τότε στην Αριστερά, ακόμη και την ανανεωτική […].

Ίσως ο Πουλαντζάς προς το τέλος της ζωής του να αντιλήφθηκε πιο καθαρά, από ό,τι διαφαίνεται από την ανάγνωση του άρθρου αυτού σήμερα, ότι το ιδανικό του στρατευμένου διανοουμένου που αντιπροσώπευε ο Σαρτρ είχε χρεοκοπήσει. Διότι και ο κομματικός διανοούμενος εντάσσεται, τελικά, στο σαρτρικό μοντέλο: ένας πνευματικός άνθρωπος που «γενναιόδωρα» αφήνει έξω από τον τύπο συνάθροισης με τον «λαό» τις διανοητικές του αποσκευές και μαζί τους τα κατάλοιπα των αστικών του καταβολών. Ο διανοούμενος αυτός αρνείται, κατά τον Σαρτρ, τον παραδοσιακό του ρόλο που τον τοποθετεί έξω και πάνω από τη λαϊκή μάζα. Στον νέο του ρόλο ενσωματώνεται σ’ αυτήν και την υπηρετεί πιστά, πραγματοποιώντας μια «κάθοδο στον λαό».

Κατά τον Σαρτρ, προέχει αυτή η ένταξη ως καθήκον του στρατευμένου διανοουμένου σε σχέση με εκείνο που του επιτάσσει να λέει την αλήθεια  την απλή, αντικειμενική αλήθεια που τόσο φοβούνται οι απανταχού κρατούντες και η οποία σχετικοποιείται ή καμουφλάρεται από τους ιδεολογικούς πρωθιερείς των τελευταίων. Ο ίδιος ο Σαρτρ έλεγε ότι δεν έπρεπε να γράφει ο στρατευμένος διανοούμενος για τα γκουλάγκ στη Σοβιετική Ένωση, ακόμη και αν δεν ήταν κομμουνιστής αλλά απλώς συνοδοιπόρος, όπως ήταν ο Σαρτρ ως το 1956, για να μην απελπισθεί η εργατική τάξη.

Εντελώς διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο του είχε ο Αντρέ Ζιντ, που υπήρξε κι αυτός συνοδοιπόρος ως το 1936, αλλά συνελάμβανε τον ρόλο του πρωταρχικά, όπως έγραφε ο ίδιος, ως «λειτουργού της αλήθειας». Έχουμε, επομένως, δύο τύπους στρατευμένου διανοουμένου. Από τη μια μεριά υπάρχει το πρότυπο του Σαρτρ, στο οποίο εντάσσεται και ο φίλος και συνεργάτης του Μερλό-Ποντί, καθώς και σωρεία κομματικών διανοουμένων και συνοδοιπόρων πάσης φύσεως, όπως ο Γκόλαντς στην Αγγλία, ο Μπρεχτ στη Γερμανία, ο Αραγκόν στη Γαλλία και πλείστοι άλλοι. Από την άλλη, είναι το πρότυπο του Ζολά, στο οποίο εντάσσονται ο Ζιντ, ο Όργουελ και ελάχιστοι άλλοι στον αιώνα μας, ανάμεσα στους οποίους και ο μεγάλος κομμουνιστής ηγέτης Αντόνιο Γκράμσι, ο οποίος έγραφε ότι είναι επαναστατικό καθήκον να γράφεται η αλήθεια και δημοσίευε την εφημερίδα του «Όρντινε Νουόβο» με αυτή τη φράση στην προμετωπίδα της. Το πρώτο είδος στρατευμένου διανοουμένου είναι εκείνο που θεωρεί ότι είναι πρώτα στρατευμένος και έπειτα διανοούμενος. Το δεύτερο, στο οποίο ανήκει σαφέστατα ο Πουλαντζάς, συνειδητοποιεί ότι είναι κανείς πρώτα διανοούμενος και έπειτα στρατευμένος.

«ΤΑ ΝΕΑ», 16.8.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αξίζει να σταθεί κανείς σ’ αυτή την απλή διάκριση ανάμεσα στους δύο αυτούς τύπους στρατευμένου διανοουμένου. Ο πρώτος πιστεύει ότι, όπως γράφει ο Λουσιέν Γκολντμάν το 1958, εμπνευσμένος από την ενδέκατη «θέση στον Φόιερμπαχ» του Μαρξ (1845), ότι ο διανοούμενος δεν μπορεί να εκπληρώσει σωστά τον ρόλο του ως ερμηνευτή του κόσμου παρά μόνο εντάσσοντας τη θεωρία του στην πράξη. Η στράτευση είναι επομένως προϋπόθεση της ορθής κατανόησης της πραγματικότητας. Ο δεύτερος αντιλαμβάνεται κάτι βαθύτερο, που είναι ακριβώς αυτό που εννοούσε ο Γκράμσι με το καθήκον του διανοητή να λέει την αλήθεια: ότι δεν μπορεί ούτε η στράτευσή του να είναι γνήσια ή αποτελεσματική αν δεν ενστερνισθεί την αρχή σύμφωνα με την οποία έχει πρώτιστο καθήκον να λέει την αλήθεια. Η αντίθετη αρχή δεν είναι απλώς σφαλερή· είναι και πολιτικά αποκρουστική, διότι αρθρώνεται με την ιδέα κατοχής κάποιου γνωστικού προνομίου που κληροδοτεί, υποτίθεται, η στράτευση  και η πίστη σ’ αυτό το προνόμιο έχει δικαιολογήσει τον δογματισμό, η πολιτική έκφραση του οποίου είναι ο ολοκληρωτισμός και τα γκουλάγκ. Και όταν η στράτευση οδηγεί σε τέτοιες παραμορφώσεις, είναι αναγκαίο να γίνει κάποια προσπάθεια επανεκτίμησης της αρχής της όσον αφορά τους διανοουμένους και τη σχέση τους με την εξουσία. Αυτή ήταν, πιθανότατα, η αγωνία και το πάθος του Νίκου Πουλαντζά στο τέλος της σταδιοδρομίας του και της ζωής του.

*Άρθρο του Δημήτρη Δημητράκου, ομότιμου καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τον Νίκο Πουλαντζά και τους διανοουμένους. Έφερε τον τίτλο «Η εξουσία των διανοουμένων» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 10 Οκτωβρίου 1999.

Ο διεθνώς καταξιωμένος κοινωνιολόγος και διανοούμενος Νίκος Πουλαντζάς γεννήθηκε στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1936 (η 21η Σεπτεμβρίου αναφέρεται στις σχετικές πηγές ως επικρατέστερη ημερομηνία γεννήσεώς του) και απεβίωσε στο Παρίσι στις 3 Οκτωβρίου 1979.

Πηγή : https://www.in.gr