Έλη Κριθαράκη

Ποιός είναι ο χαρακτήρας των μεγάλων ξένων μουσείων και γιατί τα παίρνουμε ως παράδειγμα με αφορμή την μετατροπή των πέντε μεγαλύτερων μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου;

Υπάρχει ένα ωραίο επιχείρημα που λέει ότι αυτό που τροποποιείται τώρα είναι το αυτονόητο στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στη Βρετανία όπου έχουν αυτόνομα, αυτοδιοικούμενα μουσεία. Όμως το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Λούβρο ή το Ερμιτάζ, είναι τεράστια μητροπολιτικά μουσεία που έχουν ιδρυθεί συνήθως το 18ο αιώνα ή λίγο αργότερα, από μεγάλους συλλέκτες, ευπατρίδες, που δώρισαν τις συλλογές τους και ίδρυσαν μουσεία για να τα βλέπει όλος ο κόσμος. Οι συλλογές τους ήταν από όλο τον πλανήτη, κατά κύριο λόγο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, οι αρχαιότητες που φιλοξενούν πηγάζουν από τη Μεσόγειο και δεν προέρχονται από το χώμα της γης τους. Και είπαν από την αρχή ότι αυτά τα ιδρύματα που λέμε μουσεία, θα διοικούνται από τους απογόνους μας, τα trustees, από τα καταπιστεύματα που αφήνουμε ως κληρονομιά και θα ασκούν έναν έλεγχο και μια πολιτική που θα έχει και οικονομική βιωσιμότητα. Γιατί πώς αλλιώς;

Ποιό είναι το ελληνικό παράδειγμα;

Όταν αυτονομήθηκαν οι χώρες, κυρίως όταν έγιναν εθνικές, οι αρχαιότητες έγιναν μέρος της εθνικής ταυτότητας. Και το πρώτο μέλημα του ελληνικού κράτους ήταν να μην βγαίνουν οι αρχαιότητες από τη χώρα. Είπε το ελληνικό κράτος ότι «τις συλλέγω, τις προστατεύω, τις αναδεικνύω, αλλά και ερευνώ. Εποπτεύω τους ξένους που ερευνούν και ερευνώ εγώ το έδαφος. Είμαι δηλαδή ο απόλυτος διαχειριστής του εδάφους». Η Αρχαιολογική Υπηρεσία ιδρύεται, λοιπόν, το 1834 ως ο απόλυτος διαχειριστής του εδάφους, δηλαδή της κληρονομιάς που βρίσκεται στο χώμα – και αργότερα στον βυθό, από το 1900.

Τα ελληνικά μουσεία, λοιπόν, σχετίζονται με την ανάδειξη από το χώμα. Εμείς χωρίς ευρήματα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το παρελθόν. Το 1834 τα ευρήματα ήταν αποσπασματικά, χωρίς το περιβάλλον τους και μιλούσαν για ωραία αντικείμενα τέχνης. Δεν μπορούσαν να αφηγηθούν την αρχαία Ελλάδα παρά μόνο μέσω του Θουκυδίδη και του Ηρόδοτου, ενώ τώρα το λέμε μέσα από τα ευρήματα. Βρήκαμε τα χωριά τους, τα σπίτια τους, τα πάντα. Το αφήγημα του παρελθόντος, λοιπόν, αρθρώνεται από την έρευνα, την οποία έδωσε το ελληνικό κράτος στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, που εποπτεύει τις ξένες αποστολές, βγάζει άδειες, ελέγχει αν είναι έγκριτες ή όχι, με τον όρο τα αρχαία να μένουν εδώ.

Τι είναι τα μουσεία; Από την ανασκαφή μέχρι το Μουσείο μεσολαβεί η αποθήκη, ο χώρος όπου θα σταλούν, θα αποθηκευτούν, θα καταγραφούν, θα αξιολογηθούν και θα μελετηθούν για να γίνουν τα βιβλία και οι δημοσιεύσεις, θα γίνει η επιλογή αυτών που θα εκτεθούν. Το μουσείο, λοιπόν, είναι το τελευταίο στάδιο, αλλά και η αρχή. Γιατί στο μουσείο εδράζει η έρευνα, οι αρχαιολόγοι, αυτοί που γνωρίζουν, αυτοί που θα βγουν στο πεδίο την επόμενη μέρα και θα συνεχίσουν την έρευνα. Στο μουσείο κρίνεις τι βρήκες, χρονολογείς, τυπολογείς, συγκρίνεις.

Ποιος είναι ο ρόλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που εδράζεται στην Ελλάδα; Θα μπορεί να αλλάξει αυτό με την αλλαγή του νομικού καθεστώτος των δημόσιων μουσείων;

Η Αρχαιολογική Υπηρεσία απο το 1834 ως το 2009 ίδρυσε πάνω από 200 κρατικά αρχαιολογικά Μουσεία, ώσπου το 2009 εμφανίστηκε το πρώτο μη-κρατικό, το πρώτο ΝΠΔΔ, αν και δημόσιο, το Μουσείο Ακρόπολης που σχεδιάστηκε ως τέτοιο στη μεταστέγαση του. Εμφανίστηκε, λοιπόν, μια πρωτοβουλία αιφνιδιαστική, χωρίς διάλογο, χωρίς μελέτη σκοπιμότητας, με διάφορα συνθήματα όπως βιωσιμότητα, ευελιξία, εξωστρέφεια. Μια πρωτοβουλία που συνιστά την αποκοπή ενός μέρους του δικτύου έρευνας και παροχής του αρχαιολογικού αφηγήματος, δηλαδή μια απόφαση που επηρεάζει το αρχαιολογικό λειτούργημα.

Επηρεάζει την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τους πέντε κορυφαίους ερευνητικούς και αφηγηματικούς της σταθμούς, γιατί τα μουσεία είναι η αφήγηση του παρελθόντος, εκεί όπου στεγάζεται η έρευνα και προσφέρεται η αφήγηση της αρχαιότητας. Από που ξέρουμε τι έτρωγαν στην Αρχαία Ελλάδα; Από που ξέρουμε τις σχέσεις της Αθήνας και της Σπάρτης; Από την έρευνα στο περιεχόμενο των αποθηκών των Μουσείων και από την άρθρωση των ευρημάτων που έχουν επιλεγεί.

Στο Μουσείο έχουμε την ακαδημαϊκή υποχρέωση να παραθέσουμε την αφήγηση αυτή σωστά, γιατί ανήκουμε και σε ένα διεθνές ακαδημαϊκό δίκτυο όπου ο επιστημονικός διάλογος είναι αμείλικτος, και δεν συγχωρούνται λάθη και παρερμηνείες. Δεν μπορείς να βγεις να πεις μισά πράματα. Ως επιμελητής αρχαιοτήτων ενός μουσείου δεν μπορώ να υπογράψω μια έκθεση ευρημάτων που να μην είναι ακριβώς αυτό που ξέρουμε και συμφωνούμε όλοι οι ακαδημαϊκοί ερευνητές, δεν επιτρέπεται να εκτραπώ σε παρερμηνείες. Θα μου κάνουν επιστημονικό cancel culture την άλλη μέρα, θα έχουμε αποδομηθεί.

Όταν όμως η διοίκηση δεν γίνεται από επιστήμονες, αλλά από «προσωπικότητες», πώς εξασφαλίζεται η εγκυρότητα, η πληρότητα και η ερμηνευτική ισορροπία; Ποιός αποφασίζει το πώς αφηγούμαστε το παρελθόν σε ένα μουσείο; Θα μπορεί να πει ένα Διοικητικό Συμβούλιο «αυτό το θέμα έκθεσης δεν το προκρίνουμε γιατί θα σοκάρει τον κόσμο/γιατί δεν είναι έτοιμη η κοινωνία»; Τι θα προτείνει για τους εναλλακτικούς τρόπους αφήγησης; Πόσα θα αφήσει εκτός; Πως θα αφηγηθεί ας πούμε θέματα όπως τη διαφυλετικότητα στην αρχαιότητα, την εικόνα του «ξένου», του μετανάστη, πως θα μιλήσει για το ρατσισμό, τη διάκριση, την εικόνα του φύλου, είναι αυτονόητα, είναι εύκολα όλα αυτά για να τα διαχειριστεί και να τα αποφασίσει ένα Διοικητικό Συμβούλιο που δεν θα αποτελείται από εξειδικευμένους επιστήμονες των Μουσείων;

Πώς θα έπρεπε να γίνεται η αφήγηση του παρελθόντος; Είναι οδηγός σε αυτό η αρχαιολογική επιστήμη;

Οπωσδήποτε. Όταν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αποκτήσει επιπλέον 9000 τ.μ. εκθεσιακών χώρων με την υπόγεια επέκταση, ανεξάρτητα αν θα διοικείται από εξειδικευμένους επιστήμονες ή από «προσωπικότητες», θα πρέπει να εισάγει νέα θέματα για την καλύτερη αφήγηση του παρελθόντος. Όχι μόνο τα αριστουργήματα και την διαδρομή της τέχνης.

Ο νέος ορισμός του ICOM για τα μουσεία αναγράφει ότι τα μουσεία οφείλουν να είναι συμπεριληπτικά και να προάγουν την ποικιλομορφία. Με απλά λόγια, ένας απλός περαστικός να βρίσκει τον εαυτό του στο μουσείο, να ταυτίζεται, είτε είναι γηγενής, πάππου προς πάππου, είτε είναι 1ης ή 2ης γενιάς μετανάστης. Στο μουσείο βρίσκουμε την αντανάκλαση όλων των όψεων της φύσης μας, άλλοτε στα αριστουργήματα που μας προκαλούν δέος, κι άλλοτε στα μικρά πράγματα με την τεράστια σημασία.

Το μουσείο είναι ένας χώρος θεραπευτικός όπου μπαίνεις μέσα, παρατηρείς, καταλαβαίνεις και ταυτίζεσαι, όπως ας πούμε βλέποντας τις συγκλονιστικές προθήκες με τα αρχαία τάματα στον Ασκληπιό, ή σ’ εκείνες με τις κατάρες έγραψε και έκρυψε κάποιος σε ένα τάφο μετά από ερωτική απογοήτευση ή στις επιτύμβιες στήλες που μιλούν για το πένθος κάποιου που έχασε τα παιδιά του ή τον σύντροφό του. Τα μουσεία μας ενώνουν με τους αιώνες, δια μικρών και μεγάλων εκθεμάτων.

Γιατί αλήθεια ορθώνουμε μουσεία; Για να βρούμε τον εαυτό μας, να δούμε κατάματα την ανθρώπινη φύση, με το φίλτρο ασφαλείας της αρχαιότητας. Αυτό γίνεται μόνο με ελευθερία και γνώση. Πρέπει να υπάρχει η ακαδημαϊκή ελευθερία και η επιστημονική γνώση. Μπορούμε λοιπόν να βρούμε ένα διοικητικό μοντέλο που να σέβεται την ακαδημαϊκή γνώση και την ελευθερία του επιστημονικού λόγου; Κατά τη γνώμη μου ναι, αρκεί να προσέξουμε τις δομές της διοίκησης και να μην εμπιστευθούμε τα πάντα στον ασαφή ορισμό της «προσωπικότητας με αναγνωρισμένο κύρος».

Υπάρχει ένα πιο απτό παράδειγμα όσον αφορά την αφήγηση των μουσείων, κάτι που να μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης και να ταυτιστεί όπως λέτε;

Αυτές είναι μερικές πρόκες από κιβώτια, από τον εγκιβωτισμό και την απόκρυψη των αρχαιοτήτων που έγινε το 1941 στο Μουσείο, ενώ αυτή είναι μια από τις σανίδες, γράφει μάλιστα «Πήλινα 117». Αυτά δεν αφορούν μόνο τον ηρωισμό των αρχαιολόγων του ’40-’41, αλλά το τι συμβαίνει στα μουσεία όταν μια χώρα βρίσκεται σε πόλεμο. Συμβαίνει τώρα στην Ουκρανία, νωρίτερα έγινε στη Δαμασκό, στην Παλμύρα. Είναι η απόκρυψη «την ώρα που μπαίνουν οι καπνοί από τα παράθυρά μας», όπως μας έλεγε ο Καραγιώργης όταν δούλευαν για την εκκένωση του Μουσείου της Λευκωσίας κατά την εισβολή του Αττίλα II, και τα έφεραν στην προσωρινή, στην «προσφυγική τους έκθεση» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για τέσσερα χρόνια (1975-79). Αυτά γίνονται και θα ξαναγίνουν. Οι άνθρωποι που αντί να γεμίζουν τις αποθήκες τους με εφόδια και τρόφιμα εν όψει αποκλεισμού, έσπευδαν να εκκενώσουν μουσεία, είναι οι ίδιοι άνθρωποι σε κάθε εποχή και σε κάθε γωνιά του κόσμου, είναι οι άνθρωποι των Μουσείων που βρίσκονται σε κίνδυνο.

Μπορείτε να σχολιάσετε το πώς προστατεύει ο αρχαιολογικός νόμος την πολιτιστική μας κληρονομιά, τις αρχαιότητες και γιατί μας αφορά; Τι συνέπειες θα μπορούσαν να υπάρχουν με την μετατροπή των πέντε μεγαλύτερων μουσείων σε ΝΠΔΔ;

Είναι ξεκάθαρος ο αρχαιολογικός νόμος. Οι αρχαιότητες είναι περιουσία του κράτους και όχι του οικοπεδούχου. Είναι κοινό κτήμα, όπως η ακτογραμμή, ανήκουν σε όλους. Μπορούμε όλοι να τα απολαύσουμε και να ταυτιστούμε μαζί τους, όχι στο σπίτι μας, αλλά σε ένα κοινό χώρο, κοινής ασφάλειας, δηλαδή σε ένα μουσείο. Δεν μπορούν αυτά τα αντικείμενα να είναι αποκλεισμένα σε ιδιωτικούς χώρους και για αυτό δεν αναγνωρίζουμε ως νόμιμο πια τον ορισμό μιας της Συλλογής. Ο νόμος προβλέπει και κατοχυρώνει μόνον τον κάτοχο, δηλαδή αυτόν που θα αγοράσει αρχαιότητες με νόμιμη προέλευση.

Όπως άλλωστε ορίζει ο ICOM, τα μουσεία πρέπει να είναι ανοιχτά προς το κοινό, προσβάσιμα και συμπεριληπτικά. Οι αρχαιότητες πρέπει να είναι ορατές και να προσφέρονται σε όλους. Τα μουσεία, λοιπόν, είναι οι χώροι κοινής και δημόσιας πρόσβασης για το αυτό το δημόσιο αγαθό. Εδώ όλοι θα δούμε με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο ωράριο, με το ίδιο εισιτήριο, τις ίδιες εκθέσεις, την κοινή μας κληρονομιά από το παρελθόν.

Όταν ένα ΝΠΔΔ, όπως αναφέρει το νομοσχέδιο, δύναται να ανοίγει εκτός ωραρίου για συγκεκριμένες δράσεις ή δύναται να έχει ειδικό εισιτήριο για συγκεκριμένες δράσεις για να προσελκύσει χρήματα, όπως τα δείπνα, τα οποία έχουν ξεκινήσει σε ιδιωτικά μουσεία όπως το Κυκλαδικής Τέχνης ή το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Γουλανδρή, τότε η πρόσβαση παύει να είναι ίδια για όλους και εισάγεται η έννοια και η πράξη της διάκρισης, βάση της τιμής ή της σπουδαιότητας των επισκεπτών. Σπάει ένας οριζόντιος ορισμός που μας θέλει ίσους απέναντι στο δημόσιο αγαθό και προβλέπει τα μουσεία να είναι για όλους, με τον ίδιο τρόπο.

Τέλος, γνωρίζουμε καλά από όλα τα παραδείγματα παγκοσμίως ότι τα μουσεία δεν ζουν από τα έσοδά τους. Τα μουσεία ζουν και με κρατική επιχορήγηση. Το Λούβρο λαμβάνει εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο παρόλο που έχει φτάσει στην κορυφή της επισκεψιμότητάς του και πλέον αποκλείει επισκέπτες γιατί δεν επαρκεί χωρητικά.

Η εισαγωγή του νέου τρόπου διοίκησης των πέντε μεγαλύτερων αρχαιολογικών Μουσείων της χώρας συνιστά κατά τη γνώμη μου επικίνδυνη στροφή, με μεγαλύτερο κόστος από ό,τι οφέλη.

Ο Κώστας Πασχαλίδης είναι δρ Αρχαιολογίας, επιμελητής Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, μέλος ΔΣ Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.

Πηγή : https://www.epohi.gr