Η ομάδα του Μάντσεστερ κατέκτησε αγωνιστικά ή απλώς αγόρασε το Τσάμπιονς Λιγκ; Και τί νόημα είχε για τους Σαουδάραβες ιδιοκτήτες να το αγοράσει, αντί να το κατακτήσει;

Κώστας Καρβουναρίδης: Μάντσεστερ Σίτι – Το σύμβολο της αλλαγής;

Κώστας Καρβουναρίδης*

Όταν το 2016 οι Άραβες ιδιοκτήτες της Μάντσεστερ Σίτι προσέλαβαν τον Πεπ Γκουαρντιόλα, είχαν ήδη πάρει τα πρωτεία στην «Πρέμιερ Λιγκ» και στόχευαν στην άμεση κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ. Ο Καταλανός προπονητής, μετά από τριετή θητεία στην Μπάγερν Μονάχου, φάνταζε ως ο πιο ικανός να οδηγήσει σε μικρό χρονικό διάστημα την ομάδα τους στην κορυφή της Ευρώπης. Όπως, ακριβώς, είχε κάνει με την Μπαρτσελόνα, ήδη από την πρώτη χρονιά.

Τα πράγματα δεν ήρθαν όπως ακριβώς τα περίμεναν. Ο Γκουαρντιόλα ήταν γέννημα – θρέμμα της Μπαρτσελόνα, ήξερε άριστα το περιβάλλον, τον τρόπο παιχνιδιού της, τη φιλοσοφία της και, κυρίως, είχε και παίκτες που είχαν βγει από τις ακαδημίες της και γνώριζαν τη… δουλειά.

Στο Μάντσεστερ τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η «Σίτι», πριν την αγοράσουν οι Άραβες, ήταν μία μικρομεσαία ομάδα. Ο Γκουαρντιόλα έπρεπε να ξεκινήσει από το «μηδέν», να βρει τους ιδανικούς ερμηνευτές του παιχνιδιού του, να τους ταιριάξει και, εν τέλει, να κερδίσει. Έτσι, η πρόσφατη κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, με τη νίκη επί της Ίντερ στον τελικό της Κωνσταντινούπολης καθυστέρησε επτά ολόκληρα χρόνια και αφού χρειάστηκαν «επενδύσεις» που ξεπερνάνε τα δύο δισεκατομμύρια Ευρώ. Μέχρι το τελευταίο σφύριγμα, στον τελικό της Κωνσταντινούπολης, ο πακτωλός χρημάτων που δαπανήθηκε έμοιαζε πεταμένος σε ένα πηγάδι χωρίς πάτο.

Άραγε, άξιζε τον κόπο;

Για τους οπαδούς των «Πολιτών», μικρή σημασία έχει πόσα χρήματα ξόδεψαν οι ιδιοκτήτες της ομάδας τους, για να πάρουν το Τσάμπιονς Λιγκ. Η έννοια του «value for money», μάλλον δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία στο τέλος της ημέρας. Για άλλη μία φορά όμως, εγείρεται το ερώτημα: αξίζει τον κόπο αυτή η δαπάνη; Θα μπορούσε η «Σίτι» να πάρει τον τίτλο με λιγότερα χρήματα; Εν τέλει, η ομάδα του Μάντσεστερ κατέκτησε αγωνιστικά ή απλώς αγόρασε το Τσάμπιονς Λιγκ; Και τί νόημα είχε για τους Σαουδάραβες ιδιοκτήτες να το αγοράσει, αντί να το κατακτήσει;

Στην τελική κρίση, καθένας χρησιμοποιεί τα δικά του κριτήρια, τις ιδέες, την αισθητική και τα βιώματά του, για να εκτιμήσει το μέγεθος ενός αθλητικού επιτεύγματος. Σε κάθε περίπτωση, η αγάπη για το άθλημα, αλλά και τους ανθρώπους που το εκφράζουν, ποδοσφαιριστές, προπονητές, επιστήμονες που κινούνται γύρω από αυτό, επιτάσσει την αναγνώριση και το χειροκρότημα. Το ίδιο ισχύει και για τη νέα κάτοχο του Τσάμπιονς Λιγκ, Μάντσεστερ Σίτι. Δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς τις τακτικές καινοτομίες του Γκουαρντιόλα, που, κατά τους ειδικούς, έχουν εξελίξει το ποδόσφαιρο. Ούτε, φυσικά, μπορεί να παραγνωρίσει τις ικανότητες των σπουδαίων ποδοσφαιριστών του.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η τόσο μεγάλη ανισορροπία ανάμεσα στα ποσά που δαπανώνται και το στόχο, δημιουργεί σοβαρές υποψίες ότι οι επενδυτές κάνουν και δεύτερες σκέψεις. Δεν είναι μόνο η επίδειξη πολιτικής ή οικονομικής δύναμης. Για πολλούς αναλυτές, όπως είναι η Football Benchmark, σε πολλές περιπτώσεις τα ποσά που επενδύονται, επιστρέφουν πίσω.

 Η Football Benchmark (FB) είναι μία εταιρεία με αντικείμενο την καλύτερη δυνατή ανάλυση των οικονομικών στοιχείων στη βιομηχανία του ποδοσφαίρου. Λίγο πριν τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, δημοσίευσε μία έκθεση, όπου εμφάνιζε την «επιχειρηματική αξία» των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών κλαμπ. Ως «επιχειρηματική αξία», νοείται εκείνος ο δείκτης που λαμβάνει υπόψη το συνολικό τζίρο μίας ομάδας, σε συνδυασμό με το σύνολο των μισθών των ποδοσφαιριστών της, το πόσο δημοφιλής είναι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την εμπορική αξία του ρόστερ της, τη διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων και τα περιουσιακά στοιχεία της (εγκαταστάσεις, γήπεδα κλπ).

Λαμβάνοντας υπόψη τους ισολογισμούς των τριών τελευταίων ετών, λίγο πριν το εναρκτήριο λάκτισμα του τελικού, η Μάντσεστερ Σίτι εμφανιζόταν να έχει τη μεγαλύτερη επιχειρηματική αξία από όλα τα ευρωπαϊκά κλαμπ με 4,073 δισ. Ευρώ. Η αντίπαλός της, στον τελικό Ίντερ καταλάμβανε μόλις την 14η θέση και η επιχειρηματική αξία της ήταν ίση με το 1/3 της αντίστοιχης του αντιπάλου της.

Το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα δεν αποτύπωσε παρόμοια διαφορά. Το παιχνίδι, αντί για 3-0 έληξε μόλις 1-0 και οι Ιταλοί αν ήταν πιο εύστοχοι στα τελευταία λεπτά, θα μπορούσαν να το έχουν στείλει στην παράταση.

 Από την άλλη πλευρά, αξίζει η παρατήρηση ότι η φετινή επιχειρηματική πρωτιά της Μάντσεστερ Σίτι συνέπεσε με την αγωνιστική. Όπως επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι στην ειδική κατάταξη της FB βρίσκεται η Ρεάλ Μαδρίτης, που την τελευταία δεκαετία έχει κατακτήσει πέντε φορές το Τσάμπιονς Λιγκ. Όλες οι ομάδες που κατέκτησαν το Τσάμπιονς Λιγκ τα τελευταία δέκα χρόνια συγκαταλέγονται, σύμφωνα με το δείκτη της FB, στις δέκα καλύτερες ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις του κόσμου: Λίβερπουλ, Τσέλσι, Μπάγερν, Μπαρτσελόνα και φυσικά, Ρεάλ Μαδρίτης και Μάντσεστερ Σίτι.

Τα οικονομικά στοιχεία που έφερε στη δημοσιότητα η FB δείχνουν ότι η Μάντσεστερ Σίτι, την αγωνιστική περίοδο 2021-2022 αύξησε τα μικτά κέρδη της κατά 56 εκ. Ευρώ. Η σχέση των αμοιβών των ποδοσφαιριστών της με το συνολικό τζίρο ήταν η χαμηλότερη συγκριτικά με τους ανταγωνιστές της: 57%. Οι «Πολίτες» είχαν τα μεγαλύτερα ποσοστά σε όλους τους αναπτυξιακούς οικονομικούς δείκτες από τις 32 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές ομάδες. Μοναδικός δείκτης όπου υστερεί είναι τα έσοδα από τα εισιτήρια. Εκεί προηγείται η Ρεάλ, που εκμεταλλεύεται την ανακαίνιση του «Σαντιάγο Μπερναμπέου». Γι’ αυτό, άλλωστε και οι ιδιοκτήτες της Μάντσεστερ Σίτι σκοπεύουν να επενδύσουν στην επέκταση του γηπέδου τους.

Ανάπτυξη μετά την κρίση

Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο δείχνει να αφήνει πίσω το οικονομικό πλήγμα που προκάλεσε η πανδημία. Η επιστροφή της κανονικότητας έφερε αύξηση των εσόδων κατά 30%, σε σχέση με την τελευταία χρονιά πριν τον Covid. Όταν ξανάνοιξαν τα γήπεδα για τους φιλάθλους, τα έσοδα από την πώληση των εισιτηρίων αυξήθηκαν. Παράλληλα, μεγιστοποιήθηκαν και τα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, καθώς κατά την περίοδο της πανδημίας, αυξήθηκε κατακόρυφα και η τηλεθέαση.

Η ΟΥΕΦΑ έχει τον έλεγχο της πιο εμπορικής ποδοσφαιρικής διοργάνωσης στον Πλανήτη. Ταυτόχρονα, όμως, έχει φροντίσει για την περαιτέρω αύξηση των εσόδων της, χάρη στην ποιοτική αναβάθμιση του Γιουρόπα Λιγκ, αλλά και τη δημιουργία του Κόνφερενς Λιγκ. Αν το Τσάμπιονς Λιγκ είναι εδώ και χρόνια, μία διοργάνωση που αφορά σχεδόν αποκλειστικά τις κορυφαίες ομάδες, οι άλλες δύο διοργανώσεις δίνουν τη δυνατότητα προβολής και ανάδειξης πολλών άλλων. Για τις περισσότερες από τις ομάδες που αγωνίζονται στο Γιουρόπα Λιγκ και το Κόνφερενς Λιγκ, τα μπόνους συμμετοχής καλύπτουν τα έξοδα μίας ή περισσότερων αγωνιστικών περιόδων.

 Ως προς αυτό, οι επιλογές της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου κρίνονται απολύτως επιτυχημένες. Αν μάλιστα, παρέμβαινε με μεγαλύτερη σταθερότητα και αποφασιστικότητα στην τήρηση των κανονισμών του «financial fair-play», επιβάλλοντας τον ορθολογισμό της δαπάνης για μεταγραφές και μισθοδοσία ποδοσφαιριστών, θα προστάτευε ακόμα περισσότερο τη φυσιογνωμία του αθλήματος και θα απέτρεπε τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

Προϊόν σε ανάπτυξη

Όπως και να έχει, για άλλη μία φορά, παρά τις κρίσεις, τις αντικειμενικές δυσκολίες, τα πολιτικά και οικονομικά παιχνίδια, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο ως εμπορική επιχείρηση ή ως «προϊόν» δείχνει να βρίσκεται, για ακόμα μία φορά σε διαρκή άνοδο. Ετοιμάζεται μάλιστα, για το επόμενο σημαντικό βήμα του: να περάσει δηλαδή στη νέα εποχή του Τσάμπιονς Λιγκ, καθώς από του χρόνου η διοργάνωση θα γίνεται με διαφορετικό σύστημα διεξαγωγής.

Παράλληλα, το παγκόσμιο ποδόσφαιρο δείχνει να αλλάζει σημαντικά προς τούτο: Μέχρι σήμερα, εισέρρεαν στην Ευρώπη ξένα κεφάλαια για να αγοράσουν μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Οι ομάδες αυτές δαπανούν τεράστια ποσά, για να επανδρωθούν με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Σήμερα, τα ίδια κεφάλαια προσπαθούν να δελεάσουν τους παίκτες, όχι για να παίξουν στην Ευρώπη, αλλά για να πάνε να αγωνιστούν στα πλούσια ασιατικά κράτη. Τα ποσά που προσφέρονται δεν αφορούν μόνο μεγάλους σε ηλικία ποδοσφαιριστές που βρίσκονται στη δύση της καριέρας τους, αλλά και άλλους νεότερους που έχουν ακόμα πολλά να προσφέρουν στο άθλημα.

Άραγε, θα μπορούσε αυτό να αποτελέσει μία ουσιώδη μεταβολή, για το ποδόσφαιρο; Πόσο μπορεί να αλλάξει η φυσιογνωμία του ποδοσφαίρου, αν οι καλύτεροι παίκτες αντί να παίζουν στο ευρωπαϊκό Τσάμπιονς Λιγκ ή στο Κόπα Λιμπερταδόρες, μεταφερθούν στο αντίστοιχο ασιατικό;

Άραγε, γεννιέται ένας άτυπος αθέμιτος ανταγωνισμός ανάμεσα στο παραδοσιακό ποδόσφαιρο που παίζεται στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική και εκείνο που παίζεται στη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα του Κόλπου; Ακόμα και με όρους καθαρά εμπορικούς, τα ευρωπαϊκά και νοτιοαμερικάνικα «brands» υπερισχύουν των αντίστοιχων ομάδων της Σαουδικής Αραβίας ή των Εμιράτων του Κόλπου. Εξάλλου, ακόμα και στην Ευρώπη, όπου πολλές ευρωπαϊκές ομάδες έχουν κατακτηθεί από πετροδόλαρα, έχει αποδειχθεί ότι τα λεφτά δεν αρκούν…

 Ωστόσο, η απειλή υπάρχει και δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Οι εξελίξεις, προς το παρόν, είναι απρόβλεπτες. Γι’ αυτό, και η προστασία του αθλήματος και ο καθορισμός αυστηρών κανόνων οικονομικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα, φαντάζει ως προβάλλει ως υποχρέωση κάθε αρμόδιας αρχής, αλλά και των ίδιων των φιλάθλων.

 

*(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)

Πηγή : https://www.ieidiseis.gr