του Νίκου Γραικούση

Νίκος Γραικούσης

Όποιον και να ρωτήσεις σήμερα για τη σχέση της παραδοσιακής Αριστεράς με την ατομική ιδιοκτησία, θα λάθεις την καθαρή απάντηση ότι οι δύο έννοιες είναι εχθρικές και αντιπαραθετικές μεταξύ τους.

Το ίδιο και με την έννοια της αγοράς.

Η κοινή αντίληψη θεωρεί ότι στο πρόταγμα της Αριστεράς δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, όπως δεν υπάρχει και ελεύθερη αγορά, γιατί οι δυο αυτές έννοιες προσδιορίζουν τον καπιταλισμό, τον οποίο η Αριστερά οφείλει να ανατρέψει.

Λάθος.

Ατομική ιδιοκτησία και αγορές υπήρχαν και πριν τον καπιταλισμό και δεν αποτελούν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του. Είναι εργαλεία, τα οποία χρησιμοποιεί για την ‘’ανάπτυξη’’ του και μόνο.

Οι θεμελιακές ‘’αξίες’’ οι οποίες προσδιορίζουν τον καπιταλισμό, είναι τρεις και αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία του:

Η ιδιοποίηση της υπεραξίας της μισθωτής εργασίας από το συντελεστή κεφάλαιο, η όλο και επιταχυνόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου και η ασύδοτη και χωρίς κανόνες λειτουργία των κάθε είδους ‘’αγορών.’’

Αυτά τα τρία στοιχεία δίνουν υπόσταση στον καπιταλισμό και σε αυτά πρώτα απ’ όλα οφείλει η Νέα Αριστερά να αντιπαρατεθεί και να αντιμετωπίσει.

Η πλήρης κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά και των μέσων ατομικής διαβίωσης και ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός της οικονομίας από το Κράτος, απέτυχε παταγωδώς όπως η ιστορία κατέδειξε με την άνοδο και την πτώση του σοβιετικού μοντέλου οικονομικής οργάνωσης και παραγωγής.

Η Σοσιαλδημοκρατία, το παράλληλο μοντέλο, βασίστηκε στη φορολογία και στο κράτος πρόνοιας, με στόχο την άμβλυνση των συνεπειών του καπιταλισμού και όχι στην καταπολέμηση των αιτιών του, που προκαλούν οικονομική και κοινωνική ανισότητα.

Η σοσιαλδημοκρατία, όπως ήταν αναμενόμενο, είχε πρόσκαιρο αποτέλεσμα λόγο της ιστορικής συγκαιρίας που δημιούργησε η μεγάλη κρίση στα μέσα του 20ου αιώνα και ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος.

Ο ρόλος της Νέας Αριστεράς του 21ου αιώνα είναι να ξεπεράσει τα αποτυχημένα μοντέλα του παρελθόντος (κομμουνιστικά, σοσιαλδημοκρατικά) και να αντιμετωπίσει τον καπιταλισμό στα δομικά του στοιχεία αξιοποιώντας τη συσσωρευμένη εμπειρία δύο αιώνων πάλης και μάχης εναντίον του.

Εχθρός δεν είναι η ατομική ιδιοκτησία ούτε το επιχειρείν.

Το ‘’επιχειρείν’’ και γενικότερα το ‘’δημιουργείν’’ είναι στη φύση του ανθρώπου και αλλοίμονο σε αυτόν που δεν θα το συμπεριλάβει στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, που είναι και η υπέρτατη κατάληξη της πολιτικής της Αριστεράς.

Η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι αναγκαία για τη δημιουργική ανάπτυξη της προσωπικότητας του επιχειρηματία, αλλά και της ίδιας της παραγωγής.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας θα αφεθεί να οδηγήσει σε ανισότητες διανομής πλούτου, πέρα και πάνω από αυτές που επιβάλει η φυσική συμμετοχή του καθένα πάνω στην παραγωγή.

Όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς, αυτό λύνεται με την ‘’αποχώρηση’’ της ατομικής ιδιοκτησίας από τα φυσικά και νομικά μονοπώλια (ενεργειακά, υδρευτικά, μεταφορικά, τηλεπικοινωνιακά δίκτυα καθώς και υπηρεσίες παροχής υγείας και παιδείας) και την θέσπιση δημόσιας και κοινωνικοποιημένης ιδιοκτησίας σε αυτά. Στον δε χρηματοπιστωτικό τομέα μια ‘’μικτή’’ μορφή θα εξισορροπούσε τις φυγόκεντρες τάσεις που συνήθως δημιουργεί η λογική του κέρδους.

Όσον αφορά τη διανομή του πλούτου με τη μορφή εισοδήματος, εκεί δίνεται έμφαση στην ενσωμάτωση του συντελεστή ‘’εργασία’’ στον συντελεστή ‘’κεφάλαιο.’’ Αυτό είναι δυνατό είτε με την ενίσχυση συνεταιριστικών και συνεργατικών μορφών παραγωγής, μέσω των θεσμών της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, είτε με τη δημιουργία ενός νέου ιδιωτικού εταιρικού σχήματος που θα κεφαλαιοποιεί τον συντελεστή εργασία, μέσα από τη διαδικασία της παραγωγής και θα αποδίδει σε αυτή τα όποια οικονομικά αποτελέσματα της αναλογούν, έξω και πέρα από την έννοια της εξαρτημένης εργασίας.

Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι για τη Νέα Αριστερά ο κλάδος της συνεταιριστικής και συνεργατικής οικονομίας δεν θα πρέπει να εννοείται ως ατομική αλλά ως κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Τέλος όσον αφορά την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, η εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας είναι ικανή να μας οδηγήσει σε μια δομική αλλαγή του κοινωνικού κράτους, προς μια νέα μορφή κρατικής οργάνωσης, σε αυτή του Κράτους της Κοινωνίας.

Βασικό εργαλείο συνεχίζει να είναι η φορολογία, αλλά η κρατική δομή που υλοποιεί την αναδιανεμητική πολιτική συνοδεύεται πλέον από κοινωνικοποιημένους φορείς αποφάσεων και ελέγχου, μέσω των θεσμοθετημένων οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών.

Στο σημείο αυτό εισάγεται και ο θεσμός του ανώτατου ορίου πλουτισμού φυσικών προσώπων με τη θέσπιση φορολογικού συντελεστή 100% καθώς και ο θεσμός του κατώτατου ορίου φτώχειας με τη θέσπιση και προστασία των κοινών ή κοινωνικών, των δημοσίων ή κρατικών και των ανθρωπιστικών αγαθών.

Η παραπάνω πολιτική οδηγεί σε μια τεράστια άμβλυνση της ιδιοποίησης της υπεραξίας της εργασίας από το συντελεστή κεφάλαιο, χωρίς να ισοπεδώνει τις ανθρώπινες ικανότητες και τη φυσική υπεροχή κάποιων κατά τη διαδικασία της παραγωγής.

Με τον ίδιο τρόπο η παραπάνω πολιτική οδηγεί και σε άμβλυνση του τρόπου της συσσώρευσης του κεφαλαίου, η οποία καταλήγει ισορροπημένα σε ιδιωτικές ή κοινωνικοποιημένες συνεταιριστικές παραγωγικές μονάδες για την πρόοδο της πραγματικής οικονομίας και παράλληλα στο δημόσιο ταμείο για την ομαλή συνέχιση του οικονομικού έργου με την πρέπουσα κοινωνική συμμετοχή και συνοχή.

Η αγορά λοιπόν μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα και ανταγωνιστικά, αλλά με ενιαίους κανόνες, δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο χωρίς να δημιουργεί ανισότητες και δυστυχία και πάντα ως παράγοντας κοινωνικής ευημερίας.

Η κοινωνία από την άλλη, δεν θα μετρά τον πλούτο της με αξία ΑΕΠ, αλλά θα μετρά την ευτυχία της με βάση την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που θα παρέχει σε όλους και τη δυνατότητα ανάπτυξης κάθε προσωπικότητας μέσα σε ένα ελεύθερο και με ευημερία περιβάλλον.

Όλα τα παραπάνω για να λειτουργήσουν ομαλά και προοδευτικά απαιτείται να συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον που θα κυριαρχεί η Ελευθερία και η Δημοκρατία.

Όχι η δημοκρατία των αγορών αλλά η όσο το δυνατό Άμεση Δημοκρατία των πολιτών.

Σε ένα περιβάλλον μιας άλλης κοινωνικής και πολιτειακής οργάνωσης, που θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο.

ΥΓ: Στο παρόν άρθρο αναφέρθηκαν έννοιες με περισσή συμπύκνωση και αυτό είναι σίγουρα αιτία αποριών ή και αμφισβητήσεων.

Είναι όμως και ευκαιρία να ξανοιχτούμε, έστω και επιγραμματικά, στα ‘’αχαρτογράφητα’’ νερά μιας Νέας Αντίληψης, μιας Νέας Αριστεράς, αν θέλουμε να δικαιολογήσουμε τον τίτλο μας ως ανανεωτές και αέναοι αναθεωρητές,