του  ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΑΚΑΛΟΥ  *

Αποτέλεσμα εικόνας για γιωργοσ τσιακαλοσ

Η απροθυμία ή η αδυναμία των κυβερνώντων να κατανοήσουν την έννοια του «κοινωνικού-και-δημόσιου-αγαθού» αποτελούσε πάντοτε πηγή κοινωνικής αδικίας και πρόξενο φτώχειας, που θα μπορούσαν να αποφευχθούν εάν υπήρχαν η σχετική γνώση και η ανάλογη βούληση. Δυστυχώς στο παρελθόν έλειπαν και τα δύο, και οι κυβερνήσεις επέμεναν να αντιλαμβάνονται τη φτώχεια των πολιτών απλώς ως έλλειψη ή ανεπάρκεια προσωπικού εισοδήματος, και συνεπώς (αντιλαμβάνονταν) την αντιμετώπισή της αποκλειστικά ως θέμα πολιτικής επιδομάτων. Η αντίληψη αυτή παραμένει κυρίαρχη και σήμερα, και βαθαίνει ακόμη περισσότερο την «ανθρωπιστική κρίση», καθώς η δυνατότητα παροχής επιδομάτων ουσιαστικά έχει εκμηδενιστεί. Ας δούμε περί τίνος πρόκειται.

Οι περισσότεροι θεωρούμε ότι τη ζωή μας τη ζούμε με την άνεση (ή τη δυσκολία) που μας επιτρέπουν (ή επιβάλλουν) το προσωπικό μας εισόδημα και η προσωπική μας περιουσία. Συνήθως πιστεύουμε ότι είναι αποκλειστικά ο ατομικός (ή οικογενειακός) μας πλούτος αυτός που καθορίζει τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε λιγότερα ή περισσότερα αγαθά. Η αλήθεια όμως είναι ότι στις αναπτυγμένες κοινωνίες υπάρχει και ένας άλλος πλούτος –αόρατος για τους πολλούς- που κάνει καλύτερη τη ζωή ενός ανθρώπου, εφόσον έχει τη δυνατότητα να κάνει χρήση του: είναι ο κοινωνικός πλούτος, δηλαδή αυτός που επενδύεται από την οργανωμένη κοινωνία σε διάφορους τομείς, όπως είναι σχολεία, θέατρα, δρόμοι, γέφυρες, νοσοκομεία και ό,τι άλλο δημιουργείται από την κοινωνία (συνήθως από το κράτος). Ο κοινωνικός πλούτος στον οποίον έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες χωρίς καμιά εξαίρεση ονομάζεται δημόσιος. Αντίθετα, δεν είναι δημόσια τα κοινωνικά αγαθά, όταν για την απόλαυσή τους τίθενται κάποιες προϋποθέσεις (οικονομικές, βιολογικές, κοινωνικές, πολιτισμικές κλπ.), στις οποίες ορισμένοι πολίτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Και βεβαίως δεν είναι δημόσια τα κοινωνικά αγαθά που από την αρχή προορίζονται μόνο για έναν περιορισμένο αριθμό ανθρώπων (αν και είναι περισσότεροι εκείνοι που πληρούν τις προϋποθέσεις για να τα απολαύσουν). Στην τελευταία περίπτωση μιλούμε για αγαθά πολυτελείας.

Οι κοινωνίες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος του κοινωνικού πλούτου που προσφέρουν και ως προς τον τρόπο που τον μοιράζουν. Αδικες είναι οι κοινωνίες που χρησιμοποιούν τον κοινωνικό πλούτο για χρηματοδότηση αγαθών πολυτελείας, δίκαιες είναι αυτές στις οποίες ο κοινωνικός πλούτος απολαμβάνεται από όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, και κοινωνίες δικαιοσύνης και ισότητας είναι εκείνες στις οποίες ο κοινωνικός πλούτος έρχεται να αντισταθμίσει την ανισότητα των εισοδημάτων και της περιουσίας (με επένδυσή του σε δομές και υπηρεσίες που αφορούν κυρίως τους φτωχούς).

Η εκπαίδευση είναι η πιο σημαντική περίπτωση κοινωνικού αγαθού, καθώς όσο περισσότερη εκπαίδευση –ποσοτικά και ποιοτικά- παίρνει κανείς, τόσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητά του πρόσβασης σε όλες τις άλλες μορφές κοινωνικού πλούτου, και, άρα, τόσο μικρότερη η πιθανότητα διολίσθησής του σε κατάσταση φτώχειας. Γι’ αυτό επιβάλλεται να είναι πραγματικά δημόσια σε όλες τις βαθμίδες, και η πρόοδος μιας κοινωνίας φαίνεται από τον βαθμό ανταπόκρισής της σε τούτη την ανάγκη. Με την έννοια αυτή, δύο ήταν οι προοδευτικές τομές στο χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης: η δωρεάν Παιδεία και η κατάργηση των εξετάσεων από το δημοτικό στο γυμνάσιο (και στη συνέχεια στο Λύκειο). Αντίθετα, η πιο εμφανής καθυστέρηση αφορά στην ύπαρξη διαγωνισμών για την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό άλλωστε διαχρονικά η υπόσχεση της Αριστεράς ήταν η ελεύθερη πρόσβαση όλων, όσοι είναι ικανοί για σπουδές, και όχι μόνον τόσων απ’ αυτούς, όσες είναι οι προκαθορισμένες –μικρές σε αριθμό- θέσεις.

Ξενίζουν συνεπώς δύο μέτρα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που ανακοινώθηκαν πρόσφατα: η μείωση του αριθμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια (που εντείνει τον χαρακτήρα τους ως αγαθό πολυτελείας και κάνει ακόμη ακριβότερη –περισσότερα φροντιστήρια!- τη δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτά) και ο περιορισμός των μεταγραφών για οικονομικούς λόγους στο 10%. Το δεύτερο (που αποτελεί επιστροφή στο νόμο του υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, Γιώργου Σουφλιά) ουσιαστικά συνιστά, αφενός, μέτρο απαγόρευσης των σπουδών σε παιδιά φτωχών οικογενειών και, αφετέρου, φτωχοποίησης οικογενειών μέσου εισοδήματος. Μέτρο απαγόρευσης, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης το ποσοστό των οικογενειών που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας είναι πάνω από 30%, και συνεπώς τουλάχιστον 2 από τα 3 παιδιά πάμφτωχων οικογενειών θα αποκλειστούν από τις σπουδές. Μέτρο φτωχοποίησης, καθώς οι σπουδές ενός παιδιού σε άλλη πόλη μειώνουν την οικονομική ευχέρεια μιας οικογένειας μέσου εισοδήματος σε τέτοιο βαθμό, ώστε η οικογένεια διολισθαίνει κάτω από το όριο της φτώχειας. Είναι αυτή η πρέπουσα αντιμετώπιση των φτωχών σε εποχή «ανθρωπιστικής κρίσης»;

Βεβαίως, πολλοί αντιτείνουν ότι τα πανεπιστήμια της Αττικής και της Θεσσαλονίκης δεν αντέχουν περισσότερους εισακτέους. Είναι όμως λογικό ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστήμια αυτών των περιοχών να ανέρχεται μόλις στο 40% του συνόλου, ενώ ο πληθυσμός τους ξεπερνά το 70% του πληθυσμού της χώρας (και γι’ αυτό η τεράστια ανάγκη μεταγραφών); Και επειδή προφανώς δεν είναι λογικό, πώς είναι δυνατόν να ανακοινώνεται η παραπέρα ανάπτυξη των περιφερειακών πανεπιστημίων;

Για ανθρωπιστική κρίση μιλούν πια όλοι. Ομως καλό είναι να θυμούνται ταυτόχρονα ότι η αριστερή αντιμετώπισή της θεμελιώνεται στην αύξηση του κοινωνικού πλούτου και στη διαχείρισή του με τρόπο που τον καθιστά δημόσιο και κοινωνικά δίκαιο. Κι αυτό συνιστά κόκκινη –κατακόκκινη!- γραμμή για την Αριστερά.

Ο Γιώργος Τσιάκαλος είναι ομότιμος καθηγητήςΠαιδαγωγικής του ΑΠΘ

Via : www.agelioforos.gr