Γιώργος Βοϊκλής

Αβάσταχτο φορτίο

τα φέρετρα νεκρών συντρόφων

που σήκωσε στην πλάτη του

στοιχειώνουν τη ζωή του.

 

Στις 22 Μαϊου συμπληρώθηκαν 54 χρόνια από την δολοφονική επίθεση εναντίον του Γρηγόρη Λαμπράκη, ανεξάρτητου βουλευτή της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), που είχε ως συνέπεια το θάνατό του τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 27 Μαϊου 1963.

Ένα μήνα περίπου νωρίτερα, στις 10 Απριλίου 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, -που ήταν γιατρός και αθλητής – για πολλά χρόνια Βαλκανιονίκης- είχε πάρει μέρος στην πορεία ειρήνης που οργάνωσε στο Λονδίνο η  Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη. Στη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, είχε πάρει επίσης μέρος σε επεισόδιο αποδοκιμασίας της  βασίλισσας Φρειδερίκης, που βρίσκονταν εκεί σε ανεπίσημη επίσκεψη.

Δέκα ημέρες αργότερα, στις 21 Απριλίου 1963, ξεκίνησε μόνος του την πρώτη –απαγορευμένη από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή- πορεία ειρήνης από τον Μαραθώνα στην Αθήνα, κατεβαίνοντας τα σκαλιά του τύμβου των Μαραθωνομάχων.

Η δολοφονία του, από το παρακράτος της Δεξιάς και του παλατιού, και η πάνδημη κηδεία του στην Αθήνα, στις 28 Μαϊου, στάθηκε η αφετηρία ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων: Ανοιχτή διαφωνία του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή με το παλάτι, παραίτησή του και αναχώρησή του για το Παρίσι, νίκη του Γεωργίου Παπανδρέου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 και στις επόμενες, τον Φεβρουάριο του 1964.

Για το Γρηγόρη Λαμπράκη και τη δολοφονία του έγραψε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος στο περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» (τ.66, Ιούνιος 1963):

«Υπάρχουν οι μεγάλες αποδείξεις που βεβαιώνουν πως το έθνος υπάρχει. Τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη υπήρξαν μια τέτοια απόδειξη. Μια λαμπρή απόδειξη που βεβαιώνει πως η χειμαζόμενη αυτή χώρα, η έκθετη στην ασέβεια και στην καταδρομή, η καταπατημένη απ’ τα ίδια της τα σαπρόφυτα, διατηρεί ανέπαφες τις μεγάλες της ρίζες. Πως υπάρχει και πως αντιστέκεται και πως στο βάθος της είναι γεμάτη με ωραίους χυμούς, έτοιμους να τροφοδοτήσουν τους κορμούς αιωνόβιων δέντρων. Πως μέσα της κλείνει μιαν αυτοτελή ζωή, μιαν αυτοτελή μοίρα, έναν αυτοτελή ήλιο».

Στην πρώτη επέτειο της δολοφονίας του, στις 22 Μαϊου του 1964, το Κεντρικό Συμβούλιο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη -που είχε στο μεταξύ συγκροτηθεί και στην οποία ένα χρόνο αργότερα εντάχθηκε και η Νεολαία της ΕΔΑ- μου ανέθεσε να μιλήσω στο πρώτο Πολιτικό Μνημόσυνο του Γρηγόρη Λαμπράκη, στην κεντρική λέσχη της οργάνωσης, στην οδό Πειραιώς. Με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από αυτό το, καθοριστικό για τη δική μου διαδρομή γεγονός, καταγράφω τις αναμνήσεις μου από τη γνωριμία μου με τον Γρηγόρη Λαμπράκη και από τα βιώματά μου από τα γεγονότα εκείνης της εποχής.

Προσωπική μαρτυρία

Ι. Μία συνάντηση

Το Γρηγόρη Λαμπράκη τον συνάντησα, για πρώτη και τελευταία φορά, το Φλεβάρη του 1962.

Μια Παρασκευή βράδυ, κάνοντας κοπάνα απ’ το νυχτερινό Γυμνάσιο που πήγαινα τότε, είχαμε πάει, με δύο συμμαθητές και συντρόφους στη Νεολαία της ΕΔΑ, τον Δημήτρη Ταλαγάνη και τον Δημήτρη Ιατρόπουλο, σε μία εκδήλωση της Επιτροπής Ειρήνης, στα γραφεία της, -στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας Πατησίων και Χαλκοκονδύλη γωνία- που ήταν ομιλητής ο Γρηγόρης Λαμπράκης.

Μου έκανε φοβερή εντύπωση κατ’ αρχάς το παρουσιαστικό του. Ήταν αθλητικός, ρωμαλέος και καλοντυμένος, με κουστούμι και γραβάτα. Μου έκανε επίσης εντύπωση η αυτοπεποίθησή του, η δύναμη που ακτινοβολούσε η παρουσία του. Πιο πολύ όμως μου έκανε εντύπωση ο λόγος του. Η απλότητά του.

Μίλησε για την Ειρήνη και τη Δημοκρατία με λόγια διαφορετικά απ’ αυτά των καθοδηγητών μας, με λόγια καθημερινά, που έμπαιναν κατευθείαν στην ψυχή μας. Περισσότερο όμως κι απ’ αυτά, έμειναν στη μνήμη μου αυτά που μας είπε όταν μας πλησίασε μετά το τέλος της ομιλίας του -προφανώς επειδή ήμασταν οι μικρότεροι σε ηλικία στο ακροατήριό του, δεν είχαμε κλείσει ακόμη τα 17- και μας μίλησε για λίγα λεπτά. Μας ρώτησε για την οικογένειά μας, για τη δουλειά μας, για το σχολείο μας, για τα όνειρά μας. Η σύντομη κουβέντα μας τέλειωσε με μια συμβουλή του:

-Αν και καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο για σας, θέλω να προσπαθήσετε με όλες σας τις δυνάμεις να σπουδάσετε, να μορφωθείτε. Γιατί μόνο έτσι θα τα έχετε καλά με τον εαυτό σας και θα μπορέσετε να προσφέρετε περισσότερα στον αγώνα για την κοινωνική προκοπή.

Τα λόγια του τα είχα σαν ευαγγέλιο σε όλη την κατοπινή διαδρομή μου. Γιατί δεν ήταν μόνο λόγια. Ο ίδιος ήταν το ζωντανό τους παράδειγμα καθώς, όπως ήξερα από πριν, αν και από φτωχή αγροτική οικογένεια, είχε σπουδάσει γιατρός και δεν έπαιρνε χρήματα από τη φτωχολογιά του Πειραιά που κάθε απόγευμα σχημάτιζε ουρά στο ιατρείο του.

ΙΙ. Η πρώτη Πορεία Ειρήνης

grigoris-lamprakis

Πέρασε περισσότερο από ένας χρόνος από εκείνο το αξέχαστο βράδυ.

Η Κυριακή 21 Απριλίου 1963, μέρα της πρώτης, απαγορευμένης, Πορείας Ειρήνης, ήταν η μέρα της  πρώτης σύλληψής μου.

Είχαμε κλείσει ραντεβού, με τα άλλα παιδιά του «Γραφείου» της οργάνωσης των Νυχτερινών Γυμνασίων της Νεολαίας ΕΔΑ, κατά τις 10 το πρωί στο τέρμα Αμπελοκήπων. Το σχέδιο ήταν: κάποιες ομάδες να ξεκινήσουν από εκεί και κάποιες άλλες από τον τύμβο του Μαραθώνα.

Ξύπνησα πρωί – πρωί και ετοιμάστηκα.

Μόλις είπα στη μάνα μου για πού ετοιμάζομαι, μου έβαλε τις φωνές.

-Δεν έχεις να πας πουθενά! Δεν έχω καμιά όρεξη να σε μαζεύω απ’ τα νοσοκομεία.

Ο πατέρας μου, απ’ τον οποίο ζήτησα υποστήριξη, συμφώνησε μαζί της.

-Δίκιο έχει. Είσαι πολύ μικρός ακόμη για τέτοιες περιπέτειες.

Δεν τους άκουσα. Έφυγα, για πρώτη φορά παρά τη θέλησή τους.

Όταν έφτασα στους Αμπελόκηπους είχαν ξεκινήσει τα επεισόδια. Στο σημείο που είχαμε κλείσει ραντεβού δεν βρήκα κανένα γνωστό. Από κει δίπλα ξεκινούσε μια άλλη ομάδα. Μπήκα ανάμεσά τους και ξεκινήσαμε για την οδό Μεσογείων. Μας έπιασαν πριν περάσουμε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μας έβαλαν σε μια κλούβα και μας πήγαν στα Πατήσια. Μας έκλεισαν στο προαύλιο της Λεοντείου σχολής. Εκεί βρήκα και τους δικούς μου, που είχαν έρθει με την προηγούμενη κλούβα.

Μέχρι το μεσημέρι το προαύλιο είχε γεμίσει ασφυκτικά.

Αυτή, η πρώτη μου σύλληψη, δεν είχε καμία σχέση με τις επόμενες. Ήταν πραγματικό πανηγύρι. Συνθήματα, τραγούδια, ακόμη και χοροί, όλη τη μέρα. Το μόνο πρόβλημα ήταν η πείνα, αλλά, προπαντός, η δίψα. Γιατί είχαν κλείσει το νερό στις βρύσες της αυλής και στις τουαλέτες. Ευτυχώς, κάποιος από μια πολυκατοικία που το πίσω μέρος της έβλεπε στην αυλή του σχολείου, μας έριξε το λάστιχο που πότιζε τις γλάστρες και ήπιαμε νερό.

Όταν άρχισε να σουρουπώνει οι διαμαρτυρίες έγιναν πολύ πιο έντονες. Τότε ξεδιάλεξαν μερικούς και τους έβαλαν ξανά στις κλούβες. Τους υπόλοιπους μας άφησαν ελεύθερους.

Έφτασα στο σπίτι αργά το βράδυ ταλαιπωρημένος, πεινασμένος, αλλά και περήφανος. Είχα δώσει την πρώτη μου μάχη!

Με υποδέχτηκε ο πατέρας μου. Όταν του αφηγήθηκα όσα είχαν συμβεί, μου είπε, μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης κρυμμένο κάτω απ’ το μουστάκι του:

-Πήρες, λοιπόν, το βάφτισμα του πυρός. Καιρός να σου παραδώσω τη σκυτάλη. Ελπίζω μόνο η δική σας διαδρομή να μην είναι τόσο οδυνηρή όσο η δική μας.

-Ωραία συμβουλή του δίνεις… μπήκε στη μέση, όπως συνήθως, η μάνα μου, ενώ μου σερβίριζε τη μερίδα μου από το μεσημεριανό φαγητό.

Την Δευτέρα το βράδυ, στο προαύλιο του σχολείου, είδαμε σε μια εφημερίδα τη φωτογραφία του Γρηγόρη Λαμπράκη να κατεβαίνει από τον Τύμβο του Μαραθώνα κρατώντας μπροστά του, με ολάνοιχτα τα χέρια, το μαύρο πανό με τη λέξη «ΕΛΛΑΣ».

-Σαν σταυραετός με ανοιχτά τα φτερά του είναι… είπε κάποιος.

-Σαν το Χριστό πάνω στο σταυρό… είπε κάποιος άλλος.

ΙΙΙ. Η κηδεία

%ce%bb%ce%b1%ce%bc%cf%80%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%b7%cf%82-%ce%ba%ce%b7%ce%b4%ce%b5%ce%af%ce%b1

Ένα μήνα αργότερα, στις 27 Μαϊου, στις 11 το βράδυ, μετά το σχολείο, περιμέναμε στο σταθμό Λαρίσης το τραίνο που μετέφερε τη σωρό του από τη Θεσσαλονίκη. Μόλις έφτασε, σηκώσαμε το φέρετρό του στους ώμους μας και το μεταφέραμε μέχρι τη νεκροφόρα, που περίμενε έξω απ’ το σταθμό.

Την άλλη μέρα, τον συνόδεψα, μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες λαού, στη θριαμβευτική διαδρομή του από τη Μητρόπολη μέχρι το πρώτο νεκροταφείο φωνάζοντας: «Ο Λαμπράκης ζει».

Κι ένοιωθα πως ζει πραγματικά μέσα μου. Πως συνεχίζω το δρόμο του.

 

IV. Ο επικήδειος

Ένα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1964, το Γραφείο Διαφώτισης της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη μου αναθέτει να πω τον επικήδειο του Γρηγόρη Λαμπράκη στο πολιτικό του μνημόσυνο, που θα γινόταν στην κεντρική λέσχη της οργάνωσης – στην Ομόνοια, στην αρχή  της οδού Πειραιώς- στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την πρώτη επέτειο της δολοφονίας του.

Με επέλεξαν, προφανώς, γιατί ήμουν ένα από τα νεώτερα σε ηλικία στελέχη. Σε ηλικία 19 ετών γραμματέας της οργάνωσης Περιστερίου.

Αισθάνομαι ανήμπορος να ανταποκριθώ σε ένα τέτοιο καθήκον και ζητάω βοήθεια.

Μου στέλνουν τον Σωτήρη Πέτρουλα.

Είναι η πρώτη φορά που τον γνωρίζω από κοντά.

Η στάση του είναι εντελώς διαφορετική από την συνηθισμένη των «καθοδηγητών». Αρχίζει να συζητάει φιλικά μαζί μου, να με ρωτάει για την οικογένειά μου, για τη δουλειά μου, για το τι θέλω να κάνω στη ζωή μου.

-Τα ίδια με ρώτησε και ο Γρηγόρης Λαμπράκης πριν δεκαπέντε μήνες… του λέω.

-Ώστε τον γνώρισες προσωπικά; με ρωτάει.

Του λέω για την συνάντηση και την ολιγόλεπτη συζήτησή μας, καθώς και τα σχετικά με την κηδεία του.

-Μα τότε εμένα δεν με χρειάζεσαι. Θα πεις αυτά που έζησες κι αυτά που ένοιωσες στη συνάντησή σας, όταν διάβαζες για τη δολοφονία του, όταν σήκωσες το φέρετρό του στο Σταθμό Λαρίσης κι όταν ακολουθούσες τη νεκροφόρα στη διαδήλωση της κηδείας του.

Έτσι κι έγινε. Και η ομιλία μου προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο ακροατήριο, που το αποτελούσαν στελέχη της οργάνωσης. Ανάμεσά τους κι ο Σωτήρης

Ένα χρόνο περίπου αργότερα, στο τέλος Ιουλίου του 1965, εκφωνούσα, με βάση τις δικές του οδηγίες, τον επικήδειο του Σωτήρη Πέτρουλα, που δολοφονήθηκε  στις 21 Ιουλίου του 1965.