CHRISTOPHER DEMBIK*

Η άνοδος του λαϊκισμού οφείλεται στην ανικανότητα των οικονομικών πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους. Η φιλελεύθερη ελίτ είχε καλλιεργήσει την ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση θα ευνοούσε την πλειοψηφία. Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση ευνόησε καταρχήν μια μειοψηφία. Αυτό είναι ολοφάνερο στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το ποσοστό εισοδήματος στα χέρια του πλουσιότερου 1% αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας σε επίπεδα 100 ετών πριν.

Ως αντίδραση, ο λαϊκισμός προσφέρει μια οικονομική απάντηση η οποία δεν είναι εκ φύσεως αντιφιλελεύθερη. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικά χαρακτηριστικά του λαϊκισμού: τον προστατευτισμό και τον κρατικό παρεμβατισμό.

Από οικονομικής άποψης, ο λαϊκισμός έχασε την αξιοπιστία του μετά τις εμπειρίες των δεκαετιών του ’20 και του ’30, καθώς οδήγησε στην εδραίωση δικτατορικών καθεστώτων και σε μια παγκόσμια σύγκρουση. Πιο πρόσφατα παραδείγματα από την Ουγγαρία και την Πολωνία δεν επιτρέπουν την εξαγωγή οριστικής κρίσης, αφού οι δυναμικές ανάπτυξης στις δύο αυτές χώρες εξαρτώνται στενά από την απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Παρ’ όλα αυτά, χάρη στην αποτυχία του φιλελεύθερου δόγματος, ορισμένες λύσεις που προτείνει ο λαϊκισμός, με έμφαση σε εκείνες που ενέπνευσε ο κεϊνσιανισμός, κερδίζουν νέα αποδοχή, ακόμα και από φορείς όπως ο ΟΟΣΑ.

Από αυτή την άποψη, η πολιτική φιλοσοφία που εξέφρασε η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι έχει ενδιαφέρον. Αποτελεί ριζική μεταστροφή από τη Μεγάλη Κοινωνία του Ντέιβιντ Κάμερον και τον Τρίτο Δρόμο του Τόνι Μπλερ και του Αντονι Γκίντενς, πρότζεκτ που απέτυχαν αμφότερα. Αντίθετα με τους προκατόχους της, οι οποίοι προώθησαν την ιδέα της ελάχιστης κρατικής συμμετοχής, η Τερέζα Μέι πιστεύει ότι το κράτος είναι η απάντηση, όχι το πρόβλημα.

Ο λαϊκισμός αποτυγχάνει οικονομικά από τη στιγμή που επιλέγει τον προστατευτισμό. Οι υποστηρικτές του τονίζουν το παράδειγμα της οικονομικής ανάπτυξης στις ΗΠΑ τον 19ο αιώνα προκειμένου να υπογραμμίσουν ότι ο προστατευτισμός δεν αποτελεί εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη. Το αμερικανικό παράδειγμα είναι χτισμένο πάνω στον μύθο του laissez-faire και του ελεύθερου εμπορίου, ωστόσο η πραγματικότητα διαφέρει ριζικά. Οι τέσσερις πρόεδροι που βρίσκονται αποτυπωμένοι στον βράχο του Ορους Ράσμορ ήταν όλοι υπέρμαχοι του προστατευτισμού. Μεταξύ 1812 και 1840, ο μέσος όρος των δασμών αυξήθηκε από το 25% στο 40%. Αυτά τα εμπόδια στο εμπόριο διατηρήθηκαν μέχρι τη στιγμή που ο ρόλος των ΗΠΑ ως γεωπολιτικής υπερδύναμης έκανε τη χώρα να υιοθετήσει μια νέα οικονομική προσέγγιση το 1945. Η αμερικανική εμπειρία, ωστόσο, δεν μπορεί να αναπαραχθεί σε άλλα μέρη του κόσμου. Η επιτυχία της εξηγείται εν μέρει από τη θεωρία περί μεγέθους των κρατών: τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα εξασφαλίζονται χάρη στο μεγάλο μέγεθος της χώρας και στις οικονομίες κλίμακας που αυτό συνεπάγεται. Οι εγχώριες εταιρείες παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα αν έχουν πρόσβαση σε μια μεγαλύτερη αγορά, κάτι που τον 19ο αιώνα οδήγησε στη δημιουργία ενός έντονα ανταγωνιστικού δευτερογενούς κλάδου στις ΗΠΑ. Αυτή η συνθήκη δεν ισχύει στη Γαλλία ούτε στην Πολωνία, και πολύ λιγότερο στην Ουγγαρία.

Ωστόσο, ένας συνετός προστατευτισμός ίσως να παρουσιάζει σαφή οικονομικά πλεονεκτήματα. Σήμερα, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν απόλυτα λογική για τους τομείς των start-up και των νέων τεχνολογιών στην Ευρώπη, ενώ θα μπορούσε να επεκταθεί σε στρατηγικής σημασίας κλάδους ακολουθώντας το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία ελέγχει και μπορεί να απαγορεύσει τις ξένες επενδύσεις (εκτός Ε.Ε.) σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, αν η συμμετοχή ξεπεράσει το 25%.

Ο λαϊκισμός σίγουρα δεν αποτελεί την καλύτερη απάντηση στην κρίση εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος απέναντι στους εκπροσώπους του και στα μειονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να βρεθεί στο επίκεντρο αντί του κράτους και να φέρει την οικονομική διαμάχη στη δημόσια αρένα.

* Ο κ. Christopher Dembik είναι επικεφαλής μακροοικονομικών αναλύσεων της Saxo Bank.

Via : www.kathimerini.gr