Δεν θα αισθανόμουν ότι πέρασα από σπόντα»

Βαγγέλης Στεργιόπουλος

Έχουν περάσει τρεις μήνες από ένα έμφραγμα που τον ταλαιπώρησε. Κι όμως, ο άνθρωπος που είναι απέναντί μου δεν έχει την τυπική συμπεριφορά ασθενούς σε ανάρρωση. Ούτε προσεκτικές, αργές κινήσεις, ούτε χαμηλών τόνων κουβέντα, ούτε κανενός είδους προφύλαξη.

Βρίσκω έναν άνθρωπο καθισμένο στο γραφείο του, στο σπίτι του, πολύ θυμωμένο. Μόλις έχει ακούσει στο δελτίο ειδήσεων τα τελευταία νέα γύρω από το ασφαλιστικό νομοσχέδιο κι είναι καταπέλτης.

«Είναι η χειρότερη κυβέρνηση που πέρασε από τη μεταπολεμική Ελλάδα. Κανένα έλεος για τον εργαζόμενο, για τον συνταξιούχο, για το φουκαρά. Λέγανε για το ΠΑΣΟΚ και ξεχνάνε πόσοι φουκαράδες έφαγαν γλυκό ψωμί από το ΠΑΣΟΚ».

Δεν έχω να του πω τίποτε, ούτε και προτίθεμαι να του ανεβάσω κι άλλο την αδρεναλίνη.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 30.9.1992, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Θυμώνετε πολύ, κ. Παπαδόπουλε. Κάνει να θυμώνετε τόσο;

Μα πώς να μη θυμώνω! Είναι χώρα αυτή στην οποία ζούμε; Είναι πόλη αυτή εδώ στην οποία ζούμε; Στην οποία μας έχουν καταδικάσει να ζούμε; Πρέπει να είμαι ευχαριστημένος δηλαδή με αυτά που βλέπω να γίνονται γύρω μου;»

Ωραία. Αντί να θυμώνετε, θα θέλατε να μου πείτε με τι θυμώνετε;

Δεν θυμώνω εγώ. Με θυμώνουν.

Ποιοι;

Με θυμώνει ο Καραμανλής. Που είναι ο καταστροφέας της Αθήνας. Όλα αυτά τα χαώδη που συμβαίνουν στην πόλη μας από εκείνον έχουν ξεκινήσει. Με το νόμο της αντιπαροχής. Που έδωσε μια και γκρέμισε όλα τα νεοκλασικά κτίρια, όλη εκείνη την υπέροχη εικόνα. Έφταναν στο σημείο οι δεξιοί να μιλάνε με θαυμασμό για το «τραμ του Τρίτση» και ξεχνάνε ποιος ήταν αυτός που ξήλωσε τα τραμ με το έτσι θέλω: ο Καραμανλής.

Σας θυμώνει, με άλλα λόγια, η Δεξιά.

Όχι μόνο. Με θυμώνουν και οι ηγέτες της Αριστεράς, οι οποίοι ενώ είναι υπεύθυνοι για τον ερχομό του Μητσοτάκη, δεν έχουν παραδεχτεί το λάθος τους και λένε συνεχώς άλλα των άλλων. Και με θυμώνει ασφαλώς και το ΠΑΣΟΚ, που ενώ είχε τη δυνατότητα, όπως μας είχε υποσχεθεί, να καθιερώσει την απλή αναλογική για να έχουμε μονίμως δημοκρατικές κυβερνήσεις, κοίταζε επί οκτώ χρόνια αλαζονικά την Αριστερά, σκεφτόταν την αυτοδυναμία και το αποτέλεσμα το είδαμε.

Τι άλλο σας θυμώνει;

Με θυμώνει η τηλεόραση, αυτός ο φασισμός του μέσου.

Στο επάγγελμά μας;

Η αμορφωσιά. Κάποια παιδάκια που βγαίνουν για πέντε λεπτά στο γυαλί και τον επόμενο χρόνο διδάσκουν σε σχολές δημοσιογραφίας. Κι αν πάρεις να δεις τα χειρόγραφά τους, είναι μέσα στις ασυνταξίες.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 30.9.1992, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Άλλα;

Με θυμώνουν εκείνοι οι διανοούμενοι που υπέγραψαν εκείνο το χαρτί εναντίον του ΠΑΣΟΚ το 1989 και που τώρα δεν τους βλέπω να κινούνται. Με ενοχλεί ο τρόπος με τον οποίο παραβιάζεται η ιδιωτική ζωή των ανθρώπων. Τότε με τον Παπανδρέου. Γιατί, τι έκανε ο Αντρέας; Ερωτεύθηκε! Υπάρχει ομορφότερο πράγμα από τον έρωτα; Σου ξαναδίνει ζωή. Και του την ξανάδωσε. Τώρα πάλι με τη Δαμανάκη».

Αν όμως θυμώνετε τόσο πολύ με όλα αυτά τα στραβά με τα οποία είναι φτιαγμένη η ζωή…

Δηλαδή να μη θυμώνω με το οικολογικό, με το νέφος…

Να θυμώνετε, αλλά πιο μαλακά. Διότι αυτή τη στιγμή κάτι πληρώσατε με την υγεία σας.

Μα να μη θυμώνω με τα δάση που πεθαίνουν, τη συγκοινωνία που είναι άθλια και η κυβέρνηση αδιαφορεί και μας γράφει στα παλιά της τα παπούτσια… Με την Αθήνα που χάνεται, καίγεται, πνίγεται, πεθαίνει. Πού είναι οι αυλές, τα λουλούδια, οι γλάστρες; Την πρόλαβα εγώ αυτή την Αθήνα. Την ξέρω. Θέλεις να σου πω για το κυκλοφοριακό χάος; Που θα είχα πεθάνει όταν έπαθα το έμφραγμα, αν δεν με έτρεχε ο γιος μου με το τζιπάκι του. Πότε θα έφτανε το 166, πότε θα με πρόφταιναν; Να μη θυμώνω; Να μετά πώς παθαίνονται τα εμφράγματα.

[…]

Εδώ που κάθεστε στο γραφείο σας, τριάντα χρόνια μετά την «Άπονη ζωή» και τρεις μήνες μετά την περιπέτεια της υγείας σας, πώς βλέπετε τα πράγματα και εσάς; Εκτός από εκείνα που σας θυμώνουν…

Ότι πέρασα ωραία. Τώρα που ήμουν κοντά στο θάνατο, σκέφτηκα ότι τελικά έζησα πολλές ζωές. Ερωτεύθηκα, με ερωτεύθηκαν, έκανα δυο παιδιά, έγραψα χίλια τραγούδια που πολλά από αυτά έκαναν τους ανθρώπους να ερωτευθούν, να ξεκουραστούν, να γαληνέψουν, να κλάψουν, ακόμη και να γράψουν. Όταν έχω γράψει χιλιάδες κομμάτια στην εφημερίδα, αναρίθμητα χρονογραφήματα, βιβλία, θεατρικά έργα, δεν θα αισθανόμουν ότι πέρασα από σπόντα. Κι ήμουν ένα παιδί που όταν μεγάλωνε δεν ήξερε αν θα εξασφαλίσει το ψωμί του. Αυτό ήταν το όνειρό μου, να έχω να φάω.

Ποιητής ή στιχουργός;

Εγώ γράφω τραγούδια. Οι ταμπέλες δεν με αφορούν. Σημασία έχει αν υπάρχει ποίηση στο ποίημα ή στο στιχούργημα που είναι το τραγούδι. Εγώ έχω γράψει τραγούδια που έχουν πολλή ποίηση και αληθινή ποίηση. Όταν γράφεις ένα ποίημα, δεν δίνεις λογαριασμό στον αναγνώστη. Γράφεις ό,τι θες εσύ. Αυτό που γράφεις μπορεί να είναι χιλιάδες στίχοι, μπορεί και τέσσερις. Στο τραγούδι, όμως, έχεις απέναντί σου τον ακροατή. Κι αυτό που γράφεις πρέπει να έχει συγκεκριμένη διάρκεια. Δίνεις λογαριασμό στον απέναντί σου και θέλεις ετούτο δω το πράγμα να του το φυτέψεις μέσα του. Εκείνη τη στιγμή. Κι εγώ το ’χω κάνει αυτό το πράγμα. Να βγαίνει το τραγούδι σε ένα κομμάτι χαρτί που να μπαίνει στην ψυχή του άλλου κι αυτό το τραγούδι να μένει αιώνιο. Ήμουν τυχερός, διότι είχα πίσω μου πράγματα. Την Κατοχή, την παγωνιά, την πείνα, τη γειτονιά. Ήμουν αυτό που λέει ο Ελύτης «από καλή γενιά». Κι επιπλέον, βγήκα στη δεκαετία του ’60. Τότε που μύριζε άνοιξη ολόκληρο το ελληνικό τραγούδι. Ολόκληρη η Ελλάδα.

Θα βγαίνατε σήμερα; Αποκλείεται να υπάρχει κάπου ένας Λευτέρης Παπαδόπουλος, στην ηλικία τη δική σας όταν εσείς γράφατε την «Άπονη ζωή»;

Δηλαδή 27 ετών. Γεννημένος το 1965. Πιθανόν να υπάρχει, αλλά θα έχει διαφορετικά βιώματα. Κάποτε ένα παιδί με ρώτησε για το σύνθημα «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Αν αυτός που λες γεννήθηκε το 1965, θα ήταν δύο ετών στη δικτατορία, εννέα στη Μεταπολίτευση, δεκάξι το 1981 όταν ήρθε η Δημοκρατία με το ΠΑΣΟΚ. Ναι, αυτό το παιδί δεν θα καταλάβαινε το σύνθημα.

Ποιο θα ήταν το βίωμά σας σαν ένα τέτοιο παιδί, αν αυτή τη στιγμή φτιάχναμε ένα φανταστικό, υποθετικό σενάριο;

Αν… τότε… τότε θα έγραφα για το σπαραγμό αυτής της κοινωνίας, της μοναξιάς, της ευτέλειας, της διάλυσης.

*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη το 1992 (είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 30 Σεπτεμβρίου 1992).

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ποιητής, στιχουργός και δημοσιογράφος, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 1935.

Πηγή : https://www.in.gr