Για την αυξημένη σεισμικότητα που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας μιλά στο topontiki.gr, ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος Δρ. Σεισμολογίας – Μέλος Συμβουλίου Διοίκησης Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου.

O κ. Παπαδόπουλος εξηγεί το φαινόμενο ενώ αναφέρεται αναλυτικά στη δυνατότητα των επιστημόνων να προβλέπουν τους σεισμούς αλλά και στα εμπόδια που συναντούν στην προσπάθεια να δίνουν αξιόπιστες εκτιμήσεις. Επίσης μιλά για τους «σεισμούς – έκπληξη» και για τις …δημοσιογραφικές διαπιστώσεις της Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου, αφήνοντας αιχμές για την επιστημονική της αξία. Επιπλέον, αναφέρεται στους απελπιστικά αργούς ρυθμούς του πρώτου κύκλου του προσεισμικού ελέγχου των δημόσιων κτηρίων αλλά και στις κινδυνολογικές δηλώσεις συναδέλφων του στα ΜΜΕ.

Πού οφείλεται η υψηλή σεισμική δραστηριότητα του τελευταίου διαστήματος;

Η υψηλή σεισμικότητα της χώρας μας που βιώνουμε όλοι αυτό οφείλεται σε μεγάλης κλίμακας γεωδυναμικά φαινόμενα και συγκεκριμένα, στη σύγκρουση της αφρικανικής με την ευρασιατική τεκτονική πλάκα κατά την οποία τρίβονται και δημιουργούνται ρωγμές στα πετρώματα. Όσο μεγαλύτερο το σπάσιμο των πετρωμάτων, τόσο μεγαλύτερο το μέγεθος του σεισμού. Η χώρα μας στην ουσία, μέσα στο γεωλογικό χρόνο, συνθλίβεται κυριολεκτικά ανάμεσα στις δύο αυτές τεκτονικές πλάκες.

Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά υπάρχει ένα νέο ρήγμα στην Εύβοια που έδωσε πρόσφατα δυνατό σεισμό

Πράγματι στη νότια Εύβοια και συγκεκριμένα στην περιοχή Ζάρα και Νέα Στύρα όπου θυμίζω είχαμε δύο δυνατούς σεισμούς στις 29 Νοεμβρίου του 2022, με ένα σεισμό το ξημέρωμα και ένα το βράδυ, που έγινε ιδιαίτερα αισθητός και στην Αττική, γνωρίζουμε ότι προήλθαν ότι από μία περιοχή η οποία δεν είχε σεισμικό παρελθόν.  Δεν γνωρίζαμε να έχουν γίνει σεισμοί στη συγκεκριμένη περιοχή της νότιας Εύβοιας στο παρελθόν και δεν γνωρίζαμε ότι υπάρχει ενεργό ρήγμα εκεί. Τώρα, με τα σεισμικά φαινόμενα έχουμε περισσότερες γνώσεις για την περιοχή ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί και σε άλλες περιοχές της χώρας υπήρξαν  στο παρελθόν γεγονότα, δηλαδή σεισμοί δυνατοί που έγιναν εκεί όπου δεν είχαμε καμία γνώση για το παρελθόν.

Ένα τέτοιο παράδειγμα, είναι ο καταστροφικός σεισμός της Πάρνηθας που προήλθε από το γνωστό πλέον ρήγμα της Φυλής, τον Σεπτέμβριο του 1999 με μέγεθος 5,9 Ρίχτερ και πολλά καταστροφικά αποτελέσματα όπως είναι γενικότερα γνωστό. Δηλαδή 143 θύματα και πολλές καταρρεύσεις. Ως το Σεπτέμβριο του 1999 υπήρχε βέβαια το ρήγμα στην επιφάνεια της γης ωστόσο αρκετοί επιστήμονες πίστευαν ότι είναι μάλλον ανενεργό.  Για αυτό το λόγο, εκείνος ο σεισμός αποτέλεσε μία έκπληξη και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα υπάρξουν και άλλες τέτοιες εκπλήξεις στο μέλλον, γιατί δεν έχουμε πλήρη γνώση των ρηγμάτων, δεν έχουμε πλήρη εικόνα των πιθανών μελλοντικών εστιών.

Υπάρχει δυνατότητα πρόβλεψης σεισμών; Σε τι βαθμό;

Εξαρτάται σε τι χρονικό ορίζοντα αναφερόμαστε. Εάν σε χρονικό ορίζοντα αρκετά μακροπρόθεσμο, δηλαδή σε επίπεδο μερικών ετών, τότε τα σεισμολογικά δεδομένα που έχουμε είναι επαρκή για να κάνουμε καλές προσεγγίσεις για τις περιοχές στις οποίες αναμένεται με υψηλή πιθανότητα ισχυρός σεισμός στα επόμενα λίγα χρόνια.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει και η βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη, δηλαδή εντός μερικών ημερών ή εβδομάδων. Φυσικά αυτή η πρόβλεψη είναι παρά πολύ δύσκολη και προς το παρόν δεν υπάρχει μια πάγια μέθοδος. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, οι έρευνες συνεχίζονται, υπάρχουν κάποια πρόδρομα φαινόμενα πριν από τον σεισμό, όπως για παράδειγμα οι προσεισμοί, ένα φαινόμενο που «υπόσχεται» πολλά για να μπορέσουμε να πετύχουμε την πρόγνωση σε βραχυχρόνιο ορίζοντα. Κι έχουμε ένα πρόσφατο, καλό παράδειγμα στη χώρα μας.

Έχουμε προσεισμούς που προηγήθηκαν περίπου 4 μήνες του σεισμού στο Αρκαλοχώρι. Ο σεισμός του Αρκαλοχωρίου στην Κρήτη θυμίζω ότι έγινε 27 Σεπτεμβρίου του 2021. Τέσσερις μήνες πριν, είχαμε συστηματική αύξηση της σεισμικότητας που αποδείχτηκε ότι ήταν προσεισμοί. Στο μέλλον, αυτού του είδους η έρευνα θα γίνει πιο συστηματική, πιο εξαντλητική έτσι ώστε να μπορέσουμε να προβλέψουμε τους κύριους ισχυρούς σεισμούς, από τους μικρότερους που προηγούνται.

Είχατε δηλαδή καταλήξει πως πρόκειται για προσεισμούς στο Αρκαλοχώρι και τι έγινε στη συνέχεια; Ειδοποιήθηκε η Πολιτεία;

Στην περίπτωση του Αρκαλοχωρίου, είχαμε μια γνώση ελλιπή. Γιατί όταν αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε πως πρόκειται για προσεισμούς δίχως να είμαστε βέβαιοι, δεν είχε ολοκληρωθεί το φαινόμενο. Πλήρη γνώση είχαμε μετά τις 27 Σεπτεμβρίου, δηλαδή μετά τον ισχυρό σεισμό.

Παρόλα αυτά επειδή είχαμε έστω και υποψία του φαινομένου, το οποίο ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου, ολοκληρώθηκε σχεδόν 4 μήνες μετά, στις 21 Ιουλίου συγκλήθηκε τότε εκτάκτως η Επιτροπή Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου και παρότι δεν είχαμε την βεβαιότητα ότι πρόκειται για προσεισμούς οι οποίοι θα καταλήξουν σε ισχυρό σεισμό, εντούτοις είπαμε ότι πρέπει να ληφθούν προληπτικά μέτρα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο στη διάρκεια των προσεισμών να έχουμε την απόλυτη βεβαιότητα, εκεί επικεντρώνονται σήμερα διεθνώς οι μεγάλες προσπάθειες της έρευνας. Να μπορούμε δηλαδή να διαγνώσουμε ότι πρόκειται για προσεισμούς στη διάρκεια του φαινομένου, πριν εκδηλωθεί ο κύριος σεισμός.

Η Επιτροπή Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου συγκλήθηκε και πρόσφατα με αφορμή τους σεισμούς στην Εύβοια. Εσείς παραθέσατε τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να γίνει. Ωστόσο στη συνέχεια ανακοινώθηκαν απλώς κάποιες διαπιστώσεις και οι γνωστές προτροπές για επαγρύπνηση χωρίς πανικό. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν έγινε καν γνωστό εάν επρόκειτο για τον κύριο σεισμό. Ποια είναι η αξία αυτής της Επιτροπής;

Αυτή η Επιτροπή συγκροτήθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας το 1992. Από τότε και συνεχώς μέχρι πρόσφατα αποτελείτο από πολύ ειδικούς επιστήμονες, με μια θητεία διετή. Σας μιλώ με πλήρη γνώση γιατί έχω διατελέσει και Πρόεδρος της Επιτροπής παλιότερα και μέλος της. Για πρώτη φορά στα χρονικά, επελέγη ένα νέο μοντέλο από το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. Δηλαδή ξανασυγκροτήθηκε η επιτροπή την 1η Δεκεμβρίου, πριν από ενάμιση μήνα, αλλά όχι με ειδικούς επιστήμονες, όχι με τους εμπειρότερους και τους καλύτερους, αλλά με εκπροσώπους ορισμένων επιλεγμένων φορέων. Από τον κάθε φορέα ζητήθηκε εσωτερικά να επιλέξουν έναν εκπρόσωπο.

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εκπρόσωποι, κατά τη δική μου κρίση είναι πράγματι καλοί και άξιοι. Σε άλλες περιπτώσεις όμως όχι. Αποφάσισε δηλαδή, η κάθε εσωτερική γραφειοκρατία του κάθε φορέα για το ποιος θα εκπροσωπήσει. Έτσι λοιπόν χάσαμε πολύ μεγάλη αξία από την Επιτροπή, διότι δεν απαρτίζεται από τους καλύτερους και εμπειρότερους. Και αυτό φαίνεται από τις μέχρι τώρα ανακοινώσεις που έκανε η Επιτροπή.

Έχω την εντύπωση ότι οι ανακοινώσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες που είχαμε. Δηλαδή δεν μπορεί μια Επιτροπή να κάνει δημοσιογραφικού τύπου διαπιστώσεις και να λέει «έχουν καταγραφεί 100 σεισμοί και ότι παρακολουθείται το φαινόμενο από τα σεισμογραφικά δίκτυα». Δεν είναι το έργο μιας εξειδικευμένης Επιτροπής που πρέπει να γνωματεύσει ώστε να πάρει μέτρα η Πολιτεία. Αυτές οι διαπιστώσεις είναι κατώτερες των προσδοκιών και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι πλέον στελεχωμένη με αυτό που εγώ λέω «καλύτερους και αξιότερους».

Να έρθουμε στο θέμα της Αντισεισμικής Θωράκισης. Στις μεγάλες ελληνικές πόλεις υπάρχουν ολόκληρες περιοχές με πολυκατοικίες του ’50 και του ’60, των οποίων ο κύκλος ζωής σύντομα ολοκληρώνεται. Τι γίνεται στην περίπτωση μιας ισχυρής σεισμικής δόνησης;

Είναι αλήθεια ότι το τυπικό κτήριο κατοικίας στην Ελλάδα είναι η πολυκατοικία. Τα κτήρια αυτά υφίστανται μια φυσική γήρανση άρα θέλουν συντήρηση και έναν έλεγχο ως προς την αντισεισμική τους επάρκεια. Ειδικότερα, τα δημόσια κτήρια. Διότι σε αυτά συγκεντρώνεται σημαντικός πληθυσμός κάθε μέρα και ειδικότερα σε ορισμένα κτήρια όπως είναι τα σχολεία, όπου συγκεντρώνεται ευαίσθητος πληθυσμός όπως είναι οι μαθητές.

Για αυτό το λόγο το πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ, το Υπουργείο Υποδομών πλέον, το 2001 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα υποχρεωτικού προσεισμικού ελέγχου των δημόσιων κτηρίων της χώρας, τα οποία ανέρχονται σε περίπου 80.000. Από το 2001 έως σήμερα, τα 22 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έχουν ελεγχθεί περίπου 25.000 κτήρια. Εύκολα καταλαβαίνει κάποιος ότι θα χρειαστούμε περίπου 70 με 80 χρόνια ακόμα για να ολοκληρωθεί ο κύκλος του προσεισμικού ελέγχου των υπολοίπων κτηρίων. Κάτι που δείχνει ότι αυτή η επιχείρηση καρκινοβατεί και δεν προχωρά με τον αναμενόμενο ρυθμό και το υπουργείο Πολιτικής Προστασίας θα πρέπει να αναλάβει δραστικές πρωτοβουλίες να επιταχυνθεί αυτό το έργο πολύ, ώστε να ολοκληρωθεί σε ρεαλιστικό χρόνο, διαφορετικά βαδίζουμε το κενό.

Τι λέτε για τις δηλώσεις συναδέλφων σας που προκαλούν εντυπωσιασμό π.χ. για επικείμενους ισχυρούς σεισμούς. Γιατί πιστεύετε ότι γίνονται, τι εξυπηρετούν, είναι «καμπανάκια κινδύνου» για να ακούσει κάποιο «αρμόδιο αυτί»;

Με την πολύχρονη εμπειρία μου έχω διαπιστώσει ότι πρώτον οι πολίτες σε αυτή τη χώρα ενδιαφέρονται καθώς και τα δημοσιογραφικά Μέσα. Η Πολιτεία ενδιαφέρεται θεωρητικά. Διότι για παράδειγμα εάν πάμε στην Καλιφόρνια ή την Ιαπωνία, θα δούμε ότι εκεί δουλεύουν συστηματικά ομάδες εργασίας ειδικών για να προσδιορίσουν ποιες είναι οι πιθανότητες σε ορισμένες περιοχές να έχουμε ισχυρούς σεισμούς τα επόμενα 10, 20 ή ακόμη και 30 χρόνια.  Εδώ δεν το κάνουμε αυτό. Έτσι, περιοριζόμαστε μόνο σε ατομικές εκτιμήσεις που κάνει ο α’ σεισμολόγος ή ο β’ σεισμολόγος.

Βεβαίως πρέπει να γίνονται αυτές οι εκτιμήσεις και βεβαίως πρέπει να δίνονται πληροφορίες και δημοσίως, χωρίς να ξεπερνάμε βέβαια τα όρια της κινδυνολογίας. Τι δεν έχει κάνει η Πολιτεία διαχρονικά: Δεν έχει συγκροτήσει ομάδες ειδικών έτσι ώστε να προσδιορίσει το επίπεδο κινδύνου μακροπρόθεσμα. Η αξία μιας τέτοιας πληροφορίας είναι πολλαπλή. Μπορούμε να θέσουμε σε προτεραιότητα τους πόρους που έχουμε στη διάθεσή μας για να οργανώσουμε μια αντισεισμική άμυνα. Οικονομικοί πόροι, ενόργανος εξοπλισμός, ανθρώπινο δυναμικό. Πώς μπορούν να κατανεμηθούν στην επικράτεια έτσι ώστε να δώσουμε προτεραιότητα στις περιοχές που έχουν υψηλότερη πιθανότητα. Δεύτερον, υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από την ασφαλιστική αγορά των κτηρίων. Οι εταιρείες ενδιαφέρονται πολύ να γνωρίζουν ποια είναι τα ασφάλιστρα που θα μπορέσουν να δώσουν στην αγορά έχοντας μια μακροπρόθεσμη εκτίμηση του κινδύνου.

Υστερούμε όμως δραματικά, όμως να μην μείνουμε όμως μόνο στα αρνητικά. Ευτυχώς, σε αυτή τη χώρα από το 1995 και ύστερα, έχουμε έναν σύγχρονο αντισεισμικό κανονισμό για φτιάχνουμε γερά σπίτια. Αυτό είναι ένα ευεργέτημα. Θα ρωτήσει βέβαια κάποιος έχουν όλα τα σπίτια στην Ελλάδα γίνει με τον αντισεισμικό κανονισμό; Όχι, υπάρχουν παρά πολλά, σχεδόν το 40% είναι χτισμένα με τον κανονισμό πριν του 1995 και άλλα πολλά σύμφωνα με τον κανονισμό του 1959 και τα οποία είναι τα πιο τρωτά. Εδώ είναι χρήσιμος ο νέος αντισεισμικός κανονισμός ο οποίος κατά την εκτίμησή μου πρέπει να επικαιροποιηθεί καθώς ο χρόνος περνά.

Τέλος, μια ακόμη θετική πρωτοβουλία που γίνεται στην Ελλάδα αφορά την επιμόρφωση που γίνεται από το Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας, η επιμόρφωση του ευρέως κοινού, η εκπαίδευση στα σχολεία και οι ασκήσεις. Όμως και αυτά πρέπει να εντατικοποιηθούν, έχουμε μια καλή βάση, πρέπει να τη συστηματικοποιήσουμε και να την εντατικοποιήσουμε ακόμη περισσότερο.

Πηγή : https://www.topontiki.gr