Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι και τη δεκαετία του 1990, Ευρωπαϊκή Ενωση και ΗΠΑ δημιούργησαν ένα χωρίς προηγούμενο νομικό σύστημα για την προστασία του περιβάλλοντος.

Το νομικό σύστημα έφερε φόρους, τέλη, αυξημένο κόστος στις πρώτες ύλες και γραφειοκρατικές διαδικασίες αδειοδότησης. Ενοχλούσε όλους το ίδιο, οπότε δεν δημιουργούσε κάποιο ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 το νομικό σύστημα δημιούργησε μια απρόσμενη τροχοπέδη ανάπτυξης.

Ενόχλησε τη βιομηχανία των ΗΠΑ και της Ε.Ε. διότι αποτελεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των λοιπών χωρών της νεοσύστατης παγκόσμιας αγοράς που δεν έχουν παρόμοια νομοθετικά βαρίδια. Πώς έγινε αυτό; Τρεις παράγοντες συντέλεσαν.

Πρώτος παράγοντας: Οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις φόρτωσαν την ευρωπαϊκή βιομηχανία με υποχρεώσεις που ανέβασαν το κόστος παραγωγής «μας».

Δεύτερος παράγοντας: Η έλλειψη περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στην ασιατική και τη νοτιοαμερικανική βιομηχανία διατήρησαν χαμηλό το κόστος παραγωγής «τους».

Τρίτος παράγοντας: Η διεθνοποίηση των αγορών έφερε αντιμέτωπη την ευρωπαϊκή βιομηχανία με τη βιομηχανία των ασιατικών και των νοτιοαμερικανικών αγορών.

Απλοποιώντας το παραπάνω πλαίσιο, μπορούμε να πούμε ότι μετά το 2000 διεξάγεται ένας οικονομικός πόλεμος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (www.oecd.org) και των αναδυόμενων οικονομιών των χωρών των BRICs (Brasil, Russia, India, China).

Τι σχέση έχει ο παραπάνω πόλεμος με την περιβαλλοντική προστασία στην Ευρώπη και τη CETA; Απλό. Προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική η βιομηχανία των χωρών του ΟΟΣΑ έναντι της βιομηχανίας των χωρών των BRICs, απαιτείται μείωση του κόστους παραγωγής.

Η μείωση του κόστους παραγωγής απαιτεί ελάφρυνση φόρων και τελών, χαμηλότερο κόστος πρώτων υλών και εργασίας, εύκολη και οικονομική αδειοδότηση. Ολα τα παραπάνω με τη σειρά τους απαιτούν μείωση της νομοθεσίας. Ποιας νομοθεσίας; Εκείνης που επί τρεις δεκαετίες (1970-2000) οι χώρες του ΟΟΣΑ φόρτωσαν στη βιομηχανία.

Και εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: Οχι τι πρέπει να κάνουν οι χώρες του ΟΟΣΑ. Είναι προφανές ότι απαιτείται νομοθετική απορρύθμιση (περιβαλλοντική, ασφαλιστική, εργασιακή και φορολογική) προκειμένου να μειωθεί το κόστος παραγωγής.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι «ποιος» θα κάνει την απορρύθμιση. Οι κυβερνήσεις των χωρών του ΟΟΣΑ; Οχι. Γιατί υπάρχουν δύο δυσεπίλυτα προβλήματα:

Πρώτο, πώς καταργείς εν μια νυκτί νομοθεσία τριάντα ετών και δεύτερο, πώς πείθεις τον κόσμο ότι αυτό είναι απαραίτητο. (Το υπερβολικό κρατικό χρέος, η λογική της ΤΙΝΑ και τα διαρθρωτικά προγράμματα είναι σίγουρα μία επιλογή. Δεν είναι όμως όλες οι χώρες του ΟΟΣΑ σαν την Ελλάδα.)

Η λύση είναι να αναθέσεις την απορρύθμιση σε έναν τρίτο, ώστε και να μην αναλάβεις το πολιτικό κόστος και να μπορείς να του χρεώσεις την ενδεχόμενη πολιτική αποτυχία.

Μέσω συμφωνιών όπως η TTIP, η CETA και η TISA ενώνεις νομοθετικά τη βιομηχανία των χωρών του ΟΟΣΑ έναντι της βιομηχανίας των χωρών των BRICs (ενιαίο μέτωπο) και της δίνεις το δικαίωμα να καταργήσει μέσω αγωγών τη νομοθεσία (απορρύθμιση).

Γλιτώνεις τον κόπο και το διοικητικό κόστος, αρνείσαι την πολιτική ευθύνη, αποπροσανατολίζεις την κοινωνική κατακραυγή. Βγαίνεις αλώβητος δηλώνοντας απλά ότι «η παγκοσμιοποίηση είναι μια αναπόδραστη διαδικασία» (Σταθάκης, «Εφ.Συν.», 22.10.2016).

Τέτοιες πολιτικές αφενός οδηγούν σε νομοθετικές εξομοιώσεις προς τα κάτω, αφετέρου παραπλανούν ως προς την ύπαρξη εναλλακτικών. Διότι εναλλακτική υπάρχει: Μια εσωτερική αγορά με σεβασμό στο περιβάλλον και την εργασία και υψηλούς δασμούς σε προϊόντα προερχόμενα από αγορές με χαμηλή οικολογική ευαισθησία.

* Διδάσκει στο μεταπτυχιακό σεμινάριο «Νομικά Περιβάλλοντος» των Τμημάτων Βιολογίας και Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Σπούδασε νομικά στα Πανεπιστήμια της Κολονίας, του Μάρμπουργκ και της Αθήνας και έχει δημοσιεύσει το βιβλίο «Εφαρμογές μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας, κρατική ρύθμιση και αυτορρύθμιση»

Via : www.efsyn.gr