….. που ήταν όλα του ποίηση του και ας έγραφε πεζογραφήματα

«Το έπ’ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».

Αλεξάνδρα Τσόλκα*

Ήταν ένα με σκληρό εξώφυλλο βιβλιαράκι, μικρού μεγέθους, σε ροζ απόχρωση, που ένας άνδρας με μούσια και μαύρα μακριά ρούχα βρίσκονταν στην μέση όλου αυτού του παλ! 8 χρονών ήμουνα! Διάβαζα Ιούλιο Βερν, Λουΐζα Άλκοτ,  Έκτορα Μαλό, Πηνελόπη Δέλτα και Άλκη Ζέη. Στη βιβλιοθήκη της θείας μου, κοιτάω τα μικρά της βιβλία με τα χτυπητά εξώφυλλα. Ακόμα θυμάμαι! «Ο τροπικός του Καρκίνου», «Ουδέν νεώτερο από το δυτικόν Μέτωπο»,  «Η κυρία Βου – Περλ Μπακ»! Και αυτό, το ροζ, με τον σαν παπά απ έξω! Το άνοιξα! Δεν μου επιτρεπόταν! Αυτά ήταν βιβλία για μεγάλους!

Όρθια με έπιασαν, ακίνητη, να το διαβάζω, από το μεσημέρι, χωρίς ήχο, μέχρι που νύχτωσε, χωρίς φως! Διάβαζα για έναν που σκύβει στην κλειδαρότρυπα και κοιτά να γδύνεται μια κοπέλα. Διάβαζα για την λαγνεία και τον πόθο! Διάβαζα για παθιασμένα «θέλω» και ανέφικτα! Τιμωρήθηκα μετά από συνοπτικές δικαστικές διαδικασίες, του τύπου «τι κατάλαβες; Αφού είναι καθαρεύουσα!», «ξέρεις τι είναι φόνος, δηλαδή;», «γιατί βιάζεσαι να μεγαλώσεις;»… Τον θεώρησα ως το προσωπικό μου απαγορευμένο καρπό της γνώσης! Αυτός θα ήξερε, όλα όσα ξέρουν οι μεγάλοι! Εκεί μέσα θα λένε όσα πρέπει ξέρω για να ενηλικιωθώ. Θα δείτε εσείς! Θα μεγαλώσω, θα βάφομαι, θα φοράω μίνι, θα κερδίζω τα αγόρια στο ξύλο, θα καπνίζω και θα διαβάζω Παπαδιαμάντη! Μόνο!…

Και μεγάλωσα! Και ο Παπαδιαμάντης ήταν εκεί και με περίμενε! Και πια δε με γοήτευε τόσο γιατί ήθελα τους Αμερικανούς και του Λατινοαμερικανούς και τους καινούργιους Ρώσους και τον Κούντερα και τον Κανταρέ και αυτή η καθαρεύουσα!

Και μετά μεγάλωσα κι άλλο! Και τώρα πάντα όποτε πιάνω στα χέρια μου τα βιβλία του, νιώθω 8 χρονών, όρθια, ώσπου να νυχτώσει, να χάνομαι σε λέξεις με όμορφο ήχο, με περίτεχνη σύνταξη, με περιγραφή πλήρη, με χαρακτήρες σαν αληθινούς, στολισμένους μ’ αυτή τη γλώσσα του συγγραφέα τη σα τραγούδισμα και μυρωδιές φεύγουν απ τις σελίδες, στάχυα, θάλασσα, χώμα μετά την βροχή ή ζεστό απ τον πυρακτωμένο ήλιο και ήχοι, τζιτζίκια, πατήματα πάνω στα βότσαλα, ανάσες σα κραυγές, αγκομαχητά σα πυρηνικές βόμβες.

Ο Άγιος των γραμμάτων με δικά του λόγια:

«Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα απο το ελληνικόν Σχολείον εις τώ 1863, αλλά μόνον τώ 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα είς Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα είς την πατρίδα. Κατά τον Ιούλιον του 1872 υπήγα είς το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τώ 1873 ήλθα εις Αθήνας καί εφοίτησα εiς την Δ΄ του Βαρβακείου. Τώ 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους, καί εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τώ 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τώ 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» έργον μου εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τώ 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των εθνών» εις τώ «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά καί εφημερίδας…». Ο Άγιος των γραμμάτων, ο κοσμοκαλόγερος της λογοτεχνίας, ο ιερός λόγος της υψηλής τέχνης της γραφής, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

«…Σ’ αυτή την εποχή που βρεθήκαμε, να σε χαρώ … Μεγάλο κεσάτι, μεγάλη δυστυχία στον κόσμο! … Ο παράς, δεν ξέρω πού πάει και χώνεται, και δε βγαίνει στο μεϊντάνι …»

Η ζωή του, ούτε εκείνη του αναγνωρισμένου λόγιου υπήρξε, ούτε εύκολη έγινε ποτέ. Σαν καλλιτέχνης ενός καιρού τραγικού ακολούθησε την πορεία της νεότερης Ελλάδας, με πόνο, δουλειά, πικρία, πίστη και μια τόσο περίεργη αίσθηση του χιούμορ, όλο λεπτή ειρωνεία και έναν τρυφερό σαρκασμό, λέω αυθαίρετα, αν μπορεί ποτέ να υπάρξει τέτοιο πράγμα!  Έζησε μόνος του πάντα, σε μικροσκοπικές, στενάχωρες κάμαρες. Ήταν πάντα απένταρος, μη ικανός να συλλάβει την ίδια την έννοια του χρήματος, ενώ όποτε πληρώνονταν έδινε τα πάντα σε αγαθοεργίες, τόσο στην Αθήνα, όσο και στην πατρίδα του, την Σκιάθο, ενώ στέλνει πάντα λεφτά στις αδελφές και στην οικογένεια του στο νησί! Δεν ήταν κοινωνικός και επουδενί κοσμικός, με τους πέτρινους δημοσιογράφους και λογίους που δούλευαν όπως αυτός σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Ανένταχτος πάντα, διαφορετικός, ντυμένος τόσο φτωχικά, σχεδόν σα ζητιάνος έβρισκε ευχαρίστηση να γράφει, να μεταφράζει, να ψέλνει στην εκκλησιά του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης, να πίνει στο καπηλειό συνέχεια, στου Καρχιμάνη, όσο είχε λεφτά, αλλιώς έβαζε βερεσέ…

«… Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς…».

Ήταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς  Εμμανουήλ. Ο πατέρας ήταν παπάς και έτσι έγινε το «Παπαδιαμάντης». Παιδί στο νησί του, ήταν ευτυχισμένος. Σε εκείνη την εποχή, στο νησί, το φως των παιδικών χρόνων γυρνάει πάντα στα κείμενα του κάποτε. Έμαθε στο σχολείο του νησιού, να γραφεί να διαβάζει, τις πρώτες αρχές των μαθηματικών. Γράφουν οι βιογράφοι πως πιο πολύ απ’ τα γράμματα τότε, του άρεσε να ζωγραφίζει. Παίζει και εκείνος, παιδί σε ένα κομμάτι του χρόνου για πάντα, κυνηγητό και κρυφτό και πόλεμο με τον ξάδελφό του, τον συγγραφέα στο μέλλον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο ή μοναχό Νήφωνα αργότερα. Ο Διανέλλος είναι ο καλύτερος του φίλος. Μαζί θα πάνε για προσκύνημα, περισυλλογή και δοκιμές ασκητισμού στο Άγιον Όρος. Κάποτε θα συγκατοικήσουν, ώσπου ο Διανέλλος, θα ερωτευτεί, θα παντρευτεί, θα φύγει…

«Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη».

Ο πάπας πατέρας, στέλνει τον Αλέξανδρο στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός, κρυφά, θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί από το αποστειρωμένο περιβάλλον και την στείρα προσέγγιση της γνώσης. Τα παρατάει. Μαθαίνει μόνος του αγγλικά και γαλλικά σε άριστο επίπεδο. Κάνει μαθήματα για να μπορέσει ίσα ίσα να αντέχει. Ο εκδότης της «Ακρόπολης» Βλάσης Γαβριηλίδης θα τον πείσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Μετά θα γράφει για πάντα ιστορίες μεταξωτές, όλο πόνο, αλήθεια, εικόνες, χαρακτήρες, ανθρώπους ζωντανεμένους αλλά ποτέ δε θα τις δει σε βιβλίο! Τι τραγικά ειρωνικό, ε!

«… Για ν’ αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είναι, πρέπη νάχει μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είναι αυτός μ’ ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι…»

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης γράφει πως ο Παπαδιαμάντης ήταν «μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα, ξεθωριασμένο ημίψηλο, με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα, ένα είδος κολάρου, συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο». Αυτό το παλτό του ‘χε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Οι άλλοι λογοτέχνες της εποχής, που ο ίδιος απόφευγε, τον παρομοίαζαν με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον Λουκιανό, τον Ντίκενς και τους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς. «Δεν μοιάζω με κανέναν! Είμαι ο εαυτός μου», είπε ο ίδιος όταν τα έμαθε όλα αυτά!

«… Η αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος, και διά τούτο δεν την λέγουσι ποτέ οι φρόνιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά την ομολογούσιν οι μεθυσμένοι, οι τρελοί, οι άρρωστοι και τα μικρά παιδία…».

Η αμοιβή του από την εργασία του στην Ακρόπολη ήταν υπέρογκη για την εποχή μιας και έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα, ενώ συνεργαζόταν και με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, όπου τον χρυσοπλήρωναν για τα περιζήτητα κείμενα του! Κι όμως! Ήταν πάντα πάμφτωχός! Σπάταλος όποτε είχε, άσχετος με τη διαχείριση των χρημάτων, αδιάφορος για κάθε τι υλικό, μην μπορώντας να αντιλήφθεί τι είναι τα χρήματα, όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Καχριμάνη, όπου για είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια εκεί έτρωγε και έπινε, έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο στην οικογένεια του, μοίραζε στους φτωχούς, βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη και του ζητούσε και δεν υπολόγιζε την επομένη μέρα. Ο Παύλος Νιρβάνας, από εκείνους τους λογοτέχνες που θαύμαζαν τον Παπαδιαμάντη, έγραψε πως τον κάλεσαν να ξεκινήσει συνεργασία με την εφημερίδα Το Άστυ. Ο διευθυντής του προσέφερε 150 δραχμές μισθό το μήνα. «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό!» απάντησε ο Παπαδιαμάντης…

«…Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της…».

Πολύ και ενταντική δουλειά, γράψιμο τη νύχτα, ξενύχτι, πολύ ποτό από το οποίο εξαρτήθηκε κιόλας, πολύ τσιγάρο, καθημερινή κούραση εκτός ανθρωπίνων ορίων, κακή διατροφή, άγχος για την επιβίωση! Η υγεία του κουρελιάστηκε νωρίς! Όσοι τον θαύμαζαν και τον προστάτευαν, παρ’ ότι ο ίδιος, δεν ανταποκρινόταν στη φιλία τους, όπως οι Μαλακάσης, Δεληγιώργης, Νιρβάνας, Προβελέγγιος, διοργάνωσαν μια γιορτή στο Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» το 1908 για τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, με σκοπό να τον βοηθήσουν να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Ο Παπαδιαμάντης πλήρωσε τα χρέη του, αγόρασε μάλιστα και καινούρια, ωραία, ζεστά ρούχα, για πρώτη φορά στη ζωή του και δήλωσε έτοιμος να επιστρέψει στη Σκιάθο. Ο Παύλος Νιρβάνας, που ήταν γιατρός επέμενε πως πρέπει να εισαχθεί στο νοσοκομείο και να προσέξει την υγεία του. Τον Μάρτιο του 1908 εκείνος εγκατέλειψε για πάντα την Αθήνα, επιστέφοντας στο αγαπημένο του νησί. Δεν ήθελε να ξαναγυρίσει ποτέ στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως έγραψε και ενημέρωσε τους λόγιους φίλους του, εννοώντας πως συνέχισε πάντα να επιθυμεί την παρέα των ψαράδων, των αγροτών, των απλών ανθρώπων από εκείνους!

«…μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρώπινης αξίας…».

Πίσω στην Σκιάθο συνέχισε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής και να γράφει τα ωραιότερα και πιο ώριμα έργα της καριέρας του. Σε λίγο καιρό τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να κρατεί πένα. Κι όμως. Ευτυχισμένος ξυπνούσε πριν χαράξει, περπατούσε στην ακρογιαλιά και κάθε μέρα πήγαινε στην εκκλησία. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, λίγο πριν ξημερώσει 3 του νέου χρόνου. Τον έκλαψε όλο το νησί. Μόλις το τέλος του μαθεύτηκε, ολόκληρη η Ελλάδα πένθησε για τον κοσμοκαλόγερο που χάθηκε. Έζησε μοναχικός, ανέραστος και αφίλητος, φτωχός πάντα και ασθενικός. Οι λόγιοι που ακολούθησαν, άλλοι θα τον υμνήσουν όπως ο Παλαμάς, ο Ξενόπουλος, ο Άγρας, ο Ελύτης. Άλλοι, όπως ο Δημαράς θα τον απαξιώσουν ως λαογράφο και ηθογράφο και μόνο, άνευ λογοτεχνικής αξίας και αναχρονιστικό στη γλώσσα. Σήμερα ειδικοί και αναγνωστικό κοινό, υποκλίνονται στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που είναι ενάντια στο άδικο, στους πολιτικάντηδες, υπέρ των δικαιωμάτων της γυναίκας και της αξίας της σε έναν κόσμο που την εμπορεύεται. Είναι ακόμα και υπέρ του πολιτικού γάμου! Και η γλώσσα του είναι πάντα μια δαντέλα ήχων, νοημάτων, σύνταξης σαν ξεχασμένη μελωδία ενός λαού που αγάπησε την κρυφή μουσική των λέξεων του…

*Η Αλεξάνδρα Τσόλκα είναι Δημοσιογράφος,  Συγγραφέας