του Νίκου Γραικούση*

Αν θέλουμε να εισάγουμε στην πολιτική ζωή του τόπου ένα εναλλακτικό και αξιόπιστο σχέδιο για την έξοδο από την κρίση, αυτό είναι εφικτό μόνο μέσα από την αφήγηση ενός νέου μοντέλου κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης.

Την προσπάθεια την  ξεκινήσαμε στο ‘’Δίκτυο της Ανανεωτικής και Οικολογικής Αριστεράς’’ για να δείξουμε, σε όποιον θέλει να δει, το πώς δουλεύουμε  για μια πολιτική αλλαγή που θα ξεκινά από εμάς τους ίδιους βασισμένη σε ένα Νέο Πρότυπο Ζωής, που πρώτοι εμείς υποχρεούμαστε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας.

Η βασική ιδέα που φέρνουμε είναι ότι η λύση στα προβλήματα της κοινωνίας δεν μπορεί να έρθει από τα επάνω, έστω και με την καλή πρόθεση και θέληση φωτισμένων ή λαοπρόβλητων ηγεσιών, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τα κάτω.

Η λύση, η όποια λύση βρίσκεται στα χέρια του καθενός από εμάς και είναι θέμα συνειδητοποίησης και οργάνωσης  για να επιβληθεί μια κοινωνική και πολιτική αλλαγή με τρόπο φυσικό και άμεσο, μέσω της ανάλογης συμπεριφοράς μας και πάντα σύμφωνα με τα συμφέροντα μας.

Για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει να αναθεωρήσουμε πολλά δεδομένα που είχαμε ως αυτονόητα στο παρελθόν και να δούμε τα πράγματα από μια άλλη οπτική γωνία.

Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με το νόημα της ύπαρξης ενός φορολογικού συντελεστή φυσικών προσώπων της τάξης του 100%.

Το σημερινό ‘’αυτονόητο’’ είναι πως ένας τέτοιος συντελεστής είναι νομικά αδύνατο να υπάρξει, αλλά επί της ουσίας είναι και ‘’άδικος’’ διότι στερεί την ελευθερία του ‘’πλουτίζειν’’ σε όποιον το επιλέξει και το επιθυμεί.

Είναι και ‘’αντιπαραγωγικός’’ διότι στερεί το κίνητρο σε κάποιον να δημιουργεί πλούτο τόσο για τον ίδιο όσο και για τον κοινωνικό του περίγυρο.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο πλούτος μια κοινωνίας σε κάθε χρονική στιγμή είναι δεδομένος.

Και ουδέποτε μοιράζεται ισότιμα.

Έτσι ο ορισμός του πλούσιου σε μια νεοφιλελεύθερης αντίληψης κοινωνία, δεν είναι αυτός που κατέχει τα αναγκαία, αλλά αυτός που κατέχει περισσότερα από τους άλλους.

Πλούτος και φτώχεια είναι μεγέθη απόλυτα συνδεδεμένα, αφού για να υπάρχει ένας πλούσιος πρέπει να υπάρχουν αρκετοί φτωχοί.

Η λογική του φυσικού δικαίου, του οικονομικού Δαρβινισμού, που θεωρεί ότι η διανομή του πλούτου εξαρτάται από τις φυσικές δεξιότητες που απαιτούνται για την απόκτησή του, είναι η λογική του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που βιώνουμε στις μέρες μας.

Είναι η έκφραση του νόμου της ζούγκλας σε οικονομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.

Πολιτισμός όμως σημαίνει  την επιβολή κοινών κανόνων και περιορισμών από τους ίδιους τους ανθρώπους στους εαυτούς τους και την ανάπτυξη τεχνικών ικανών ώστε να μην επηρεάζονται από τα φυσικά φαινόμενα και από τα δικά τους φυσικά ένστικτα.

Η έλλογη και συνειδητή  προσπάθεια μιας κοινωνίας να αναπτύξει τεχνικές που θα επιτρέπουν τη διανομή του πλούτου σε αυτούς που πραγματικά  τον παράγουν, σύμφωνα με τη συμμετοχή και τις ανάγκες τους, είναι μια πολιτισμική πάνω από όλα διαδικασία, που έρχεται σε αντίθεση με τους νόμους και τις επιταγές της ‘’ελεύθερης αγοράς’’.

Η θέσπιση ενός φορολογικού συντελεστή φυσικών προσώπων της τάξης του 100%, θα σήμαινε την  βούληση της κοινωνίας ότι ο προσωπικός πλούτος έχει ανώτατο όριο, όπως επίσης και ότι και η φτώχεια έχει κατώτατο όριο.

Μεταξύ αυτών των ορίων ο κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να αναπτύξει την προσωπικότητά του και να ξεδιπλώσει όλες τις ικανότητές του για την παραγωγή πλούτου τόσο για τον ίδιο όσο και για τον οικογενειακό και κοινωνικό του περίγυρο.

Η ύπαρξη προσωπικού πλούτου πέραν αυτών των ορίων προκαλεί κοινωνικό  πρόβλημα, διότι η ύπαρξή του σημαίνει φτώχεια στην αντίπερα όχθη.

Αυτή η καινοτομία μαζί με την υιοθέτηση της λογικής της  προοδευτικής φορολογίας, φανερώνει μια άλλη αντίληψη των πραγμάτων και δημιουργεί νέους οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς απέναντι στον πλούτο, τους τρόπους της δημιουργίας του και τη χρησιμότητα του.

Άλλωστε με αυτόν τον τρόπο θα είχε και νόημα η όλη προσπάθεια προσωπικού πλουτισμού.

Σήμερα ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών που έχουν επιλέξει να πλουτίζουν όλο και περισσότερο ανάγεται στο ποιος θα πεθάνει πλουσιότερος.

Με την θέσπιση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή, η όλη διαδικασία αποκτά ένα νόημα και ταυτόχρονα κοινωνικοποιείται.

Ο πλούτος πέραν ενός ορίου επιτρέπεται μεν, κοινωνικοποιείται δε και ο επιτυχημένος επιχειρηματίας αυτού του επιπέδου είναι αναγνωρισμένο και καταξιωμένο μέλος της κοινωνίας, ενώ η προσφορά του μετριέται με όρους κοινωνικής προσφοράς.

Η ανταπάντηση στα παραπάνω θα μπορούσε να είναι ότι η όλη αναφορά γίνεται για τα φυσικά πρόσωπα και όχι για τα νομικά.

Και ότι με κατάλληλο συνδυασμό φορολογικών εφαρμογών, η φορολογία των νομικών προσώπων θα ακύρωνε στην πράξη τα όποια οφέλη από την εφαρμογή ενός συντελεστή 100% στα φυσικά πρόσωπα.

Το κύριο όμως ζητούμενο στην παραπάνω διαδικασία, δεν είναι η μεταφορά πόρων από κάποιους που έχουν σε κάποιους άλλους που δεν έχουν, αλλά η αλλαγή της νοοτροπίας και της  οπτικής γωνίας που έχουμε για τον πλούτο, τον πλουτισμό, την παραγωγή και την κατανάλωση υλικών πόρων.

Είναι μια επαναστατική τομή στη δομή του υπάρχοντος συστήματος και ταυτόχρονα μια εξελικτική προώθηση του.

Όσον αφορά τη φορολογία νομικών προσώπων θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο, αφού λάβουμε σοβαρά υπόψη τις παραινέσεις του Gabriel Zucman στη έρευνα του πάνω στη φορολογία των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και στους φορολογικούς παραδείσους.

Η ζύμωση και η συνειδητοποίηση του περιεχομένου και της χρησιμότητάς μια φορολογικής πολιτικής σύμφωνα με την παραπάνω λογική, είναι το βασικό ζητούμενο στο πρώτο αυτό στάδιο της διαδικασίας, που αφορά  την αρχή της αφήγησης ενός διαφορετικού Πρότυπου Ζωής το οποίο επαγγελλόμαστε.

*Ο Νίκος Γραικούσης είναι μέλος του Δικτύου Ανανεωτικής Αριστεράς