του Αντώνη Λιάκου

Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της η εκπαίδευση ήταν μια άσκηση στην ουτοπία και στο ιδεώδες. Επεδίωκε την καθολική και αρμονική ανάπτυξη της προσωπικότητας, τη χειραφέτηση από τους πνευματικούς καταναγκασμούς, την καλλιέργεια της νοημοσύνης και της ανεξάρτητης σκέψης, του χαρακτήρα και των αρετών. Στην εκπαίδευση προβάλλονταν σχεδιασμοί κοινωνικής αρμονίας, καλλιέργειας της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Καρδιά των σχεδιασμών ήταν η εμπιστοσύνη στις ανθρώπινες ιδιότητες, και μάλιστα πριν καταστραφούν, όταν ακόμη άνθιζαν στην παιδική ηλικία. Ο δάσκαλος, ως φιγούρα και έννοια, παρέπεμπε σε μια κοινότητα οικειότητας στην οποία η γνώση δεν ήταν συσσώρευση πληροφοριών και δεξιότητες αλλά φωτισμός του νου. Οι παιδαγωγοί και οι εκπαιδευτικοί μεταρρυθμιστές θεωρούνταν οι δημιουργοί μιας καινούργιας κοινωνίας, φορείς ελπίδας. Η παράδοση του Κοραή, του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, του Παπανούτσου.

Πού φτάσαμε σήμερα; Η εκπαίδευση θεωρείται όχι κοινωνικό αγαθό αλλά υπηρεσία. Εκπαιδευτικό ιδεώδες έγιναν η ανταγωνιστικότητα, η μέτρηση, οι αλλεπάλληλες εξετάσεις, το κομμάτιασμα της γνώσης, η ψευδώνυμη αριστεία, η απόκτηση δεξιοτήτων, η προσαρμοστικότητα στην αγορά. Η εκπαίδευση καταλήφθηκε και καταλύθηκε από τεχνοκράτες, μάνατζερς, επιχειρηματίες, καθηγητές των πολιτικών διαδρόμων. Εγινε δεξαμενή του άγχους, και των απωθημένων των μεσαίων τάξεων, επιδίωξης κυριαρχίας και διάκρισης, απύθμενου ανταγωνισμού. Ο κυνισμός νίκησε το ιδεώδες, η πειθαρχία την ελευθερία, η υστερία την ελπίδα. Ο τεχνοκρατισμός και ο διευθυντισμός αντικατέστησαν την κοινότητα, ο αποκλεισμός την ενσωμάτωση. Η γνώση άδειασε από το ανθρωπιστικό της περιεχόμενο.

Στη μεταπολεμική Ελλάδα η γνώση, ως αίτημα και μαζί ως επιδίωξη κοινωνικής αναβάθμισης, απέκτησε διαστάσεις κοινωνικού κινήματος που διέτρησε το περιοριστικό πολιτικό πλαίσιο και συναίρεσε πολλά και διαφορετικά αιτήματα, διαπερνώντας οριζοντίως ιδεολογίες. Από τις κινητοποιήσεις των μαθητών νυχτερινών σχολείων και το κίνημα του 15% για την Παιδεία έως τις μεταρρυθμίσεις του Παπανούτσου, από τις φοιτητικές αντιδικτατορικές οργανώσεις έως το Πολυτεχνείο 1973, δημιουργήθηκε μια ισχυρή παράδοση που συνεχίστηκε και εν πολλοίς έδωσε τον τόνο στη Μεταπολίτευση. Το καλό μαζί με το κακό, το ιδεώδες μαζί με το ιδιοτελές. Ηταν σαν μια επανάσταση που δεν γεννήθηκε, αλλά κακοφόρμισε, δημιουργώντας θανάσιμες επιπλοκές στο μητρικό σώμα.

Επειτα έφτασε η ώρα των χειρουργών. Αν τα μνημόνια αποτελούσαν εργαλεία πειθάρχησης και μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, η εκπαίδευση επιλέχθηκε ως το πρώτο πεδίο σύγκρουσης. Το δράμα όμως είναι ότι δεν ήρθε το καλό να αντικαταστήσει το κακό, αλλά ούτε το κακό να αντικαταστήσει το καλό. Αυτό άλλωστε είναι και το δράμα της ελληνικής κοινωνίας στην κρίση που διέρχεται. Δεν ήταν ένας υγιής οργανισμός που του έδωσαν κακό φάρμακο, ούτε οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις είναι ένα καλό φάρμακο για έναν άρρωστο οργανισμό. Ο νόμος Διαμαντοπούλου ήταν ένας κακός νόμος, που στηρίχθηκε σε ιδεολογήματα άσχετα με την πραγματικότητα, παρασιτικές έννοιες-συνθήματα που απορρόφησαν και εξέφρασαν τα καταστροφικά άγχη της μεσαίας τάξης, μεταμορφώνοντάς τα σε μίσος απέναντι στον προηγούμενο εαυτό της. Γι’ αυτό άλλωστε και ο προεξάρχων ρόλος των πρώην αριστερών. Το αντίθετο στρατόπεδο εξέφραζε μεν αγωνίες για ένα δημόσιο αγαθό που χάνεται, αλλά όχι μια σύλληψη του καινούργιου, δηλαδή των μεγάλων αλλαγών της εποχής και τη σύνθεσή τους με τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της Παιδείας. Γι’ αυτό και κανένα, μα κανένα από τα κρίσιμα ζητήματα της εκπαίδευσης δεν αντιμετωπίστηκε. Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις ήταν ένας ξένος κορσές, όπως αυτοί που προτείνονται διά πάσαν νόσον, οπουδήποτε της Γης, από τους τεχνοκράτες των διεθνών οργανισμών.

Ο νέος υπουργός Παιδείας δεν είναι επαγγελματίας της πολιτικής, από υπουργείο σε υπουργείο. Είναι ένας φιλόσοφος, με βάθος σκέψης, με άποψη για την Παιδεία, συμφωνείς – δεν συμφωνείς. Το πρώτο δείγμα γραφής ήταν προς την κατεύθυνση φρεναρίσματος της καταστροφής και ανασυγκρότησης της εκπαιδευτικής κοινότητας. Και η εκλογή διευθυντών σχολείων από τον σύλλογο των διδασκόντων και η προσπάθεια επανεγκατάστασης της εμπιστοσύνης και της δημοκρατίας στην ανώτατη εκπαίδευση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλά προσοχή! Το καλό δεν είναι αμιγές κακού. Η ανασυγκρότηση της δημοκρατίας πρέπει να είναι συνεχώς σε εγρήγορση, όχι μόνο απέναντι στις κατσαρόλες των βορείων προαστίων που υπερασπίζονται τη φασολάδα γιατί ενδιαφέρονται για το φιλέτο, αλλά και απέναντι στην κατάληψή της από τα εσωτερικά συντεχνιακά συμφέροντα και τις κομματικές λογικές, που έως εδώ δεν αποφεύχθηκαν. Προπαντός χρειάζεται τολμηρή ανασυγκρότηση του υπάρχοντος, όχι επιστροφή στην προ καταστροφής περίοδο.

Οι δύο πρώτες βαθμίδες πρέπει να γίνουν πεδία πειραματισμών προς την κατεύθυνση της σφαιρικής εκπαίδευσης, αλλά το πώς θα αποσπασθούν τα παιδιά και το σχολείο από το άγχος των οικογενειών, το πώς θα υποκινηθεί η δημιουργικότητα στον δάσκαλο, είναι μέγα ζήτημα. Η εγκύκλια εκπαίδευση έχει βουλιάξει στο τέλμα εδώ και δεκαετίες. Εχει πάψει να αναρωτιέται τι είδους πολίτες δημιουργεί. Τον αναστοχασμό τον αντικατέστησαν τεχνοκρατικές αξιολογήσεις και μετρήσεις. Η ανώτατη εκπαίδευση θέλει τολμηρό ανασχεδιασμό πανεπιστημίων, σχολών και τμημάτων. Καμιά μεταρρύθμιση δεν μίλησε έως τώρα για τον πυρήνα της διδασκαλίας, για το πρόσωπο με πρόσωπο σεμινάριο, για την κατάργηση των αμφιθεάτρων, για τη δυνατότητα των φοιτητών να χτίζουν ελεύθερα το πρόγραμμά τους, για τον συνδυασμό επιστημονικών πεδίων.

Η Ελλάδα έχει την τύχη να έχει μεγάλο και υψηλής ποιότητας επιστημονικό δυναμικό. Χρειάζεται να ενσωματωθεί στο πανεπιστήμιο, υπερβαίνοντας τη διάκριση ανάμεσα στους εντός με προνόμια και στους εκτός με προσόντα αλλά χωρίς πρόσβαση. Το Πανεπιστήμιο πρέπει να επικοινωνεί συνεχώς με την έρευνα, η εκπαίδευση με τον πολιτισμό. Η δημοκρατία στο πανεπιστήμιο έχει έννοια όταν δεν κατακερματίζεται σε μικρές τυχαίες μονάδες. Είναι περιττή σπατάλη η Ακαδημία με τη σημερινή μορφή της, και θα άξιζε να μεταμορφωθεί σε ένα μεγάλο ερευνητικό κέντρο διεθνούς εμβέλειας, στρατολογώντας νέους ερευνητές. Το υπουργείο Παιδείας πρέπει να προχωρήσει με τολμηρά βήματα, διεμβολίζοντας τις πολιτικές και παραταξιακές γραμμές προς μεγάλες συνθέσεις με άξονα ποια Παιδεία θέλουμε. Τα μεγάλα έργα είναι μπροστά μας, αφορούν την ανασυγκρότηση της χώρας, τη συγκρότηση νέου παραδείγματος. Σε αυτά θα κριθούν η κυβέρνηση και το καινούργιο πνεύμα που θέλει να φέρει. Πόλεμος κινήσεων χρειάζεται, όχι χαρακωμάτων.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.