του Στάθη Λουκά

Η σημερινή πολυσύνθετη οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και οικολογική κρίση, μας βάζει μπροστά σε τεράστια ερωτηματικά και τεράστιες προκλήσεις, που ζητούν απάντηση. Και ίσως η πιό σημαντική από αυτές τις προκλήσεις είναι εκείνη που σχετίζεται με την οικολογική κρίση, την οικονομική μεγέθυνση και την εργασία, αλληλένδητες με τη διαδικασία διάσωσης της Χώρας.

Η πρόκληση ευρίσκεται στο να συγκεράσουμε την οικολογική αντίθεση – δηλ. την κάτω από διάφορες πλευρές οικολογική κρίση – με το ρόλο και την αξία της εργασίας και την καταπολέμηση της διαφθοράς, την ανάπτυξη. Γιατί αν συλλογιστούμε οποιαδήποτε παραγωγική διαδικασία, έστω και αν η διαμεσολάβηση γίνεται μέσα από σύγχρονες σύνθετες μηχανές, πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για μια σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης.

«Η εργασιακή διαδικασία είναι μόνο διαδικασία μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης» (Μαρξ, Γ΄ βιβλίο του Κεφαλαίου). Και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε: δεν μπορεί να υπάρξουν, από τη μεριά μας, ασάφειες ότι οι «πράσινες πολιτικές» δεν είναι παρά η οικολογική αναδιάρθρωση παραγωγικών διαδικασιών και κοινωνικών καταναλωτικών συμπεριφορών. Δηλαδή: συνδυασμός αλλαγών στη (βασανιστική) ζήτηση και στην αντίστοιχη ποιοτική  αναγκαία προσφορά ενέργειας, προϊόντων και υπηρεσιών.

Είναι πολύ δύσκολο να έχουμε μεγέθυνση, χωρίς να ευνοηθεί η αύξηση της κατανάλωσης. Ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε την «παγίδα», ή τη «ξόβεργα», είναι η διαδικασία – βασανιστική – της αναδιάρθρωσης των παραγωγικών διαδικασιών και των καταναλωτικών συμπεριφορών. Από την αναδιάρθρωση αυτή, βέβαια, δεν μπορεί να ξεφύγει η συζήτηση και το κίνημα ενάντια στον εξανδραποδισμό, συνολικά, του ηλεκτρικού ενεργειακού συστήματος και εκείνο του φυσικού αερίου. Στην αναδιάρθρωση εμπεριέχεται και, κατά κάποιον τρόπο, η «νοσταλγία» για ισότητα. Αυτό είναι, βέβαια, ένα από τα βασικά καθήκοντα της Αριστεράς, που πρέπει να κάνει προσπάθεια να συνθέσει αιτήματα «ευαίσθητα» και προοδευτικά, που σχετίζονται με την εργασία και την ύπαρξη σε αυτό εδώ τον πλανήτη.

Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για την αριστερά και το οικολογικό κίνημα: να μπορέσει να συνδυάσει την οικολογική αντίθεση με την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, που έχει χάσει μεν πολιτική ένταση, αλλά εκ των πραγμάτων έρχεται στην επιφάνεια λόγω της παρατηρούμενης διάστασης μεταξύ Καπιταλισμού (ιδίως στην χρηματιστηριακή του έκφραση) και Δημοκρατίας, Κεφαλαίου και Εργασίας.

Και εδώ είναι ο χώρος, η διάσταση γύρω από την οποία μπορεί να δημιουργηθεί η σύγκλιση των διαφόρων νέων και παλιών εμπειριών της πλατιάς αριστεράς. Αυτή η διάσταση από μόνη της δεν φτάνει, βέβαια, αλλά είναι αναγκαία. Ο τελευταίος ηγέτης της Αριστεράς που προσπάθησε να συλλογιστεί πάνω σ’αυτά τα αιτήματα και τις αντιθέσεις ήταν ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, με τη γνωστή του ομιλία για την «austerità» (εγκράτεια ) ή με άρθρα, πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις που σχετίζονται με «Ποσότητα και ποιότητα της ανάπτυξης: γιατί, και τι πράγμα να παράγεται». Αντικρύζοντας το θέμα της ενέργειας, ο Μπ. σχολιάζει: «Ας πάρουμε την παραδειγματική περίπτωση της ενέργειας. Υπάρχει κανείς που σκέπτεται να το λύσει αντιμετωπίζοντάς το μόνο με τους όρους των kW ισχύος και των τ.ι.π. (τόννων ισοδύναμων πετρελαίου); Ή μήπως η περίπτωση της ενέργειας δεν είναι τέτοια, – είτε πρόκειται για εξοικονόμηση ενέργειας είτε πρόκειται για το να εκμεταλλεφθούν οι Α.Π.Ε. (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) – που να απαιτεί μια πολιτική ικανή να απαντάει θετικά στα ερωτηματικά: γιά την τελική κατανάλωση της ενέργειας (και κατά συνέπεια για τί πράγμα χρησιμεύει η ενέργεια), για την ασφάλεια κατά τη χρήση της, για τη ρύπανση του περιβάλλοντος, για την προστασία της υγείας;».

Λόγια (πριν 35χρόνια) που επιβεβαιώνονται, βασανιστικά,  την  τελευταία εικοσαπενταετία και ειδικά από την ενδιάμεση συμφωνία του Κιότο, ελπίζοντας να ξεπερασθούν εξελικτικά – από την προσεχή συνάντηση του Παρισιού – στην κατεύθυνση του καινούργιου ενεργειακού πρότυπου χωρίς «κεκαλυμμένες ενέργειες»,   που θυμίζουν νοσταλγία επιστροφής σε ένα – ξεπερασμένο από τα πράγματα – ενεργειακό πρότυπο. Αρκεί κανείς να παρατηρήσει τις ριζικές αλλαγές που γίνονται στις μεγάλες ευρωπαϊκές ενεργειακές ηλεκτρικές επιχειρήσεις.Ενώ κατά την ΙΕΑ το 2050 οι ΑΠΕ θα είναι η  βασική πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Η αποτροπή της ιδιωτικοποίησης  του ηλεκτρικού συστήματος δεν μπορεί από μόνη της να είναι πειστική ότι θα οδηγήσει σε διαφορετκό ενεργειακό πρότυπο. Πρόκειται για μια αναγκαία, αλλά όχι ικανή,  συνθήκη αν δεν συνοδεύεται σαν επιλογή διαπάλης από  τα παρακάτω τρία σημεία:

-α. Το τέλος  της εποχής των ορυκτών καυσίμων είναι κάτι το αναπόφευκτο. Ο δε περιορισμός της χρήσης τους  είναι επείγουσα αναγκαιότητα για να περιορίσουμε τις κληματικές αλλαγές – που είναι διάχυτες και στην ελληνική πραγματικότητα – και σύγχρονα τη συνολική και τοπική ρύπανση.

-β. Η μετάβαση σε άλλες πηγές ενέργειας θα απαιτήσει  αρκετές δεκαετίες και θα εμποδισθεί, όπως συμβαίνει με όλες τις καινοτομίες, για λόγους πολιτικούς, πολιτισμικούς και βασικά γιατί  θίγει παγιωμένα συμφέροντα

-γ. Είναι ανάγκη  να αξιοποιηθούν, με κατάλληλες πολιτικές επιλογές, εναλλακτικές ενεργειακές πηγές   που  είναι άφθονες, ανεξάνλητες και κατανεμημένες στη χώρα και στον πλανήτη.  Ενώ σύγχρονα δεν θα είναι επικίνδυνες για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, θα είναι ικανές να στηρίξουν την ανάπτυξη, να περιορίσουν τις ανισότητες και να ευνοήσουν τις ειρηνικές διαδικασίες.

Σημεία που θα συνοδεύονται από μια πολιτική εξοικονόμησης και αύξησης της παραγωγικότητας της ενέργειας. Η πολιτική αυτή θα ξεκινά από μιά αναδιάρθρωση «της οικοδομικής βιομηχανίας», θα διατρέχει τις παραγωγικές διαδικασίες και τα προϊόντα, κλπ., και θα καταλήγει στην αναδιάρθρωση της αρχιτεκτονικής του συστήματος μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας: αναγκαίαι συνθήκες για το πρότυπο της διάχυτης και αποκεντρομένης παραγωγής, που συνοδεέται και από επιλογές  έντασης εργασίας.

Περί αυτού μιλάει η τελική τοποθέτηση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (Ιpcc) του OHE,  που εκφράστηκε ποικιλοτρόπως (και διαδήλωση στη Νεα Υόρκη) για την αναγκαιότητα επιτάχυνσης του περάσματος στο νέο ενεργειακό πρότυπo. Βάζει δε σαν όριο τη δεκαετία του 2030, μια και μετέπειτα το κόστος για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, πέρα από τον κίνδυνο μή επιστροφής στην προηγούμενη ισοπρροπία,  θα ξεπεράσει το 5-6% του Παγκόσμιου Προϊόντος. Η δε συμφωνία μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ για τη μείωση των εκπομπών  θα διευκολύνει τις διαδικασίες, προς αυτή την κατεύθυνση, στη συνάντηση του Παρισιού.

Η σχέση ενέργειας-κλιματικές αλλαγές υποδεικνύει  σαν μια απάντηση – στην οικονομική και οικολογική κρίση – μια νέα οικονομική και «βιομηχανική» με καινοτομία   πολιτική, μεγάλης πολιτισμικής και κοινωνικής επίπτωσης. Σε τελευταία ανάλυση  ένα green «newDeal».