Μιλήσαμε με έναν από τους καλύτερους Έλληνες μπασκετμπολίστες της γενιάς του για τις αναμνήσεις από την Τσεχοσλοβακία, την αγάπη του για τον Παναθηναϊκό, την εμπειρία από την Κίνα και το περιστατικό με το πανό για την τραγωδία στα Τέμπη.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ- WATKINSON

Το ματς μεταξύ του Ιωνικού και της ΑΕΚ για την 17η αγωνιστική της Basket League ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Ήμασταν μόλις τέσσερις μέρες μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη που οδήγησε στον θάνατο 57 ανθρώπους. Οι οπαδοί των γηπεδούχων σήκωσαν ένα πανό, το οποίο ανέγραφε: Δεν ήταν ανθρώπινο λάθος, αλλά ούτε και ατύχημα, την κρατική δολοφονία βαφτίσατε δυστύχημα. Τέμπη 1/3/23 Θύρα 3.

Οι διαιτητές απαίτησαν να κατέβει το πανό από τις εξέδρες προκειμένου να ξεκινήσει το ματς. Ο αρχηγός του Ιωνικού, Λουκάς Μαυροκεφαλίδης, αποφάσισε να αναλάβει δράση. «Ήμουν στο ζέσταμα και είχα παρατηρήσει το πανό. Όλος ο κόσμος είχε αγανακτήσει εκείνες τις μέρες. Όταν άκουσα πως οι διαιτητές ήθελαν να κατέβει, τότε μίλησα με τον πρώτο προπονητή της ομάδας, τον Άγγελο Τσίκληρα. Θεωρήσαμε ότι δεν ήταν σωστό να κατέβει. Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, τον ρώτησα: “να πάω να τους πω να αφήσουν το πανό εκεί που είναι;”. Τότε μου χαμογέλασε και μου απάντησε καταφατικά. Τότε πήγα στους οπαδούς και τους είπα “παιδιά μην το κατεβάσετε. Κι αφήστε τους να λένε”» θυμάται ο ίδιος.

Οι διαιτητές τελικά αποχώρησαν για 20 λεπτά. Επέστρεψαν και το ματς ξεκίνησε κανονικά. Με το πανό να μένει στη θέση του. Η είδηση πήρε διαστάσεις αμέσως. Αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενε να συμβεί. «Στο ημίχρονο ήρθε ο General Manager της ομάδας και μου είπε: “Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχει συμβεί. Πρέπει να βγεις να μιλήσεις”. Και εγώ τον ρώτησα: “για το ματς;”. “Όχι για το πανό” μου απάντησε».Ο 39χρονος μπασκετμπολίστας θεωρεί πως είναι μια κίνηση που θα έκανε ο οποιοσδήποτε στη θέση του. «Δεν μας ένοιαξε καθόλου, παρόλο που μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να επιφέρει μεγάλη τιμωρία στην ομάδα. Τη στιγμή, μάλιστα, που προσπαθούσαμε για τη σωτηρία. Ως αρχηγός, αλλά κυρίως ως άνθρωπος, στήριξα αυτή τη θέση. Όταν ξύπνησα το πρωί της τραγωδίας και διάβασα τι συνέβη, έπαθα σοκ. Τόσα νέα παιδιά. Και σε μια εποχή που όλα γίνονται ηλεκτρονικά. Και εγώ πολλές φορές τα παιδάκια μου τα έστελνα στο Κιλκίς, την πόλη καταγωγής μου, με το τρένο. Δε θέλω καν να το σκέφτομαι» σημειώνει.

Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Λουκάς Μαυροκεφαλίδης, ένα παιδί που μετανάστευσε σε ηλικία των τεσσάρων ετών από την Τσεχία στην Ελλάδα, έχει πάρει θέση. Τόσο για αυτά που συμβαίνουν εντός, όσο και για αυτά που συμβαίνουν εκτός παρκέ. Τον συναντήσαμε ένα απόγευμα στο Barolo στο Ψυχικό. Το ραντεβού μας ήταν για τις 17:00. Εκείνος, όμως, είχε φτάσει αρκετά λεπτά πριν και μας περίμενε.

Μιλήσαμε για τις αχνές του αναμνήσεις από την Τσεχοσλοβακία, τον ρατσισμό που βίωσε στην Ελλάδα, την παιδική του αγάπη με τον Παναθηναϊκό, την κόντρα με την ΕΟΚ που παραλίγο να κάνει κακό στην καριέρα του και για πολλά ακόμη. Αυτός είναι ο Λουκάς Μαυροκεφαλίδης σε πρώτο πρόσωπο.

 Η Τσεχία, ο ρατσισμός και η αγάπη για τον Παναθηναϊκό
Φωτογραφικό ντοκουμέντο από την υπογραφή του πρώτου επαγγελματικού συμβολαίου του Λουκά Μαυροκεφαλίδη με τον ΠΑΟΚ. © Action Images / Eurokinissi

Γεννήθηκα στις 25 Ιουλίου 1984 στην Τσεχία (σ.σ. τότε Τσεχοσλοβακία). Η μαμά μου ήταν Τσέχα και ο μπαμπάς μου, εγγονός κομμουνιστών πολιτικών προσφύγων που έφυγαν από την Ελλάδα για να γλυτώσουν από τον Εμφύλιο Πόλεμο.

Ο πατέρας μου γεννήθηκε εκεί, μεγάλωσε εκεί, παντρεύτηκε εκεί και όταν ήμουν στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο Κιλκίς, την πόλη από την οποία καταγόταν. Οι εικόνες που έχω από την Τσεχία είναι πολύ αχνές. Το μόνο που θυμάμαι είναι οι διαδηλώσεις στα σύνορα για τη διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας, όταν περνούσαμε με το αυτοκίνητο.

Στο σπίτι μιλούσαμε «τσεχοελληνικά». Μερικές λέξεις στα ελληνικά και μερικές στα τσέχικα. Η μητέρα μου μού έμαθε τη γλώσσα, την οποία μιλάω πολύ καλά μέχρι σήμερα. Στο σχολείο, όμως, στο Κιλκίς, αντιμετώπισα ρατσισμό. Με έλεγαν Τσέχο. Με πείραζε πάρα πολύ. Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ την Ελλάδα. Μου έλεγε συνέχεια για τις κουβέντες που είχε με τους Έλληνες φίλους του στην Τσεχία. Είχε έναν ρομαντισμό, δεν υπήρχε τίποτα εθνικιστικό.

Το ύψος το πήρα από τον προπάππου μου που ήταν δύο μέτρα. Όταν ήμουν μικρός δοκίμασα να παίξω ποδόσφαιρο και χάντμπολ που είναι πολύ διαδεδομένο στο Κιλκίς. Αλλά δεν ήμουν καλός. Ερωτεύτηκα το μπάσκετ. Σε αυτό φταίει και ο πατέρας μου που έβαλε μια μπασκέτα στην αυλή για να παίζω. Προσπαθούσε κι εκείνος να με ωθήσει προς το άθλημα.

Η πρώτη εικόνα που έχω από αγώνα μπάσκετ είναι από την τηλεόραση, όταν είχα δει τον Νίκο Γκάλη να παίζει σε ένα ντέρμπι Άρη – ΠΑΟΚ. Ο Νίκος Γκάλης ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να αγαπήσω τον Παναθηναϊκό αργότερα. Όταν ξεκίνησα το μπάσκετ στις ακαδημίες, ήταν η χρόνια που έφυγε από τον Άρη. Αν είχε μείνει δηλαδή, θα ήμουν Άρης σήμερα.

Θυμάμαι το πρώτο παιχνίδι που έπαιξα κόντρα στον Παναθηναϊκό, με τη φανέλα του ΠΑΟΚ ακόμη. Καθόμουν στον πάγκο και έλεγα από μέσα μου: υποστήριζα σαν τρελός αυτή την ομάδα και τώρα είμαι αντίπαλός της. Μετά από χρόνια, όταν ήρθε η πρόταση από το Τριφύλλι, αποφάσισα να αφήσω στην άκρη την καριέρα μου στο εξωτερικό και επέστρεψα στην Ελλάδα. Ρε γαμώτο, σκέφτηκα, είχε φτάσει η ώρα να εκπληρώσω το παιδικό μου όνειρο.

Ο Kevin Garnett, ο Ολυμπιακός και η κόντρα με την ΕΟΚ

«Η τότε διοίκηση της ΕΟΚ μού έκανε μεγάλο πόλεμο. Με έτρεξαν μέχρι και στα διεθνή αθλητικά δικαστήρια. Η ποινή που ήθελαν να μου επιβληθεί είχε να κάνει με αποκλεισμό όχι από την εθνική ομάδα αλλά από τους συλλόγους. Θα μου δημιουργούσαν πολύ μεγάλο πρόβλημα. Τελικά δικαιώθηκα». © Θανάσης Σταυράκης / AP

To 2006 επιλέχθηκα στη θέση 53 του draft του NBA από τους Μinnesota Timberwolves. Τότε στην ομάδα ήταν ο MVP της προηγούμενης σεζόν, Kevin Garnett. Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Διαφορετικό στιλ από μας. Κάναμε μαζί προπονήσεις. Ήταν πολύ ανταγωνιστικός. Ακόμη και στην προπόνηση με τα βάρη που τον παρακολουθούσα, ήθελε να κάνει τις ασκήσεις πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Στην προπόνηση παίζαμε στην ίδια ομάδα. Η μπάλα πήγαινε πάντα σε αυτόν. Είναι αυτό το one man show, ένα star system που πουλάει στην Αμερική. Εδώ στην Ευρώπη είναι διαφορετικά τα πράγματα. Υπάρχουν παίκτες θρύλοι αλλά βγαίνουν πάντα μέσα από την ομάδα.

Μετά από αυτή την εμπειρία, επέστρεψα στην Ευρώπη αλλά για λογαριασμό της Βίρτους Ρόμα. Εκεί είχα την τύχη να γνωρίσω τον Dejan Bodiroga που ήταν ο «ξένος» Γκάλης για μένα. Παίξαμε μαζί στην τελευταία του χρονιά. Ήταν ένας θρύλος στα μάτια μου. Όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά στο ξενοδοχείο και μου έσφιξε το χέρι, ένιωσα να με διαπερνά ένα ρεύμα. Δεν πίστευα πως θα τον είχα συμπαίκτη. Ήταν 37 χρονών και  έκανε σε όλους πλάκα.

Ύστερα, επέστρεψα στην Ελλάδα για τον Ολυμπιακό. Δεν είμαι ο πρώτος παίκτης που, ενώ μικρός υποστήριζε μια ομάδα, η ζωή τον έφερε να παίξει στον αιώνιο αντίπαλο. Υπάρχουν αθλητές – σημαίες που πανηγύριζαν μια νίκη ή ένα πρωτάθλημα της αντίπαλης ομάδας στο ποδόσφαιρο. Από ένα σημείο και έπειτα, όμως, το επαγγελματικό μπαίνει πάνω από όλα. Ειδικά όταν έχεις να φροντίσεις και μια οικογένεια από πίσω.

Ο Ολυμπιακός εξάλλου εκείνη την περίοδο είχε φοβερή ομάδα. Έρχονταν πρώτης κλάσης Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι μπασκετμπολίστες. Το πιο σημαντικό ήταν πως είχε μια πολύ καλή ελληνική βάση. Οι ντόπιοι παίκτες συσπειρώνουν τα αποδυτήρια. Ο ξένος, η αλήθεια είναι πως εάν χάσει έναν τελικό, θα φύγει και δε θα τον νοιάζει. Ο Έλληνας θα το κουβαλήσει και το καλοκαίρι.

Με τις εθνικές ομάδες ξεκίνησα από πολύ μικρός. Έχω περάσει από όλα τα στάδια. Από την εθνική εφήβων, την εθνική νέων, την εθνική ανδρών. Ακόμη και από την εθνική ενόπλων, με την οποία κατακτήσαμε, μάλιστα, και το χρυσό. Ένα καλοκαίρι, λοιπόν, κι ενώ η ομάδα ξεκινούσε την προετοιμασία για το Eurobasket, εγώ δήλωσα πως δεν μπορώ να ακολουθήσω γιατί η μητέρα μου αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και θεώρησα πως έπρεπε να μείνω μαζί της.

Η τότε διοίκηση της ΕΟΚ μού έκανε μεγάλο πόλεμο. Με έτρεξαν μέχρι και στα διεθνή αθλητικά δικαστήρια. Η ποινή που ήθελαν να μου επιβληθεί είχε να κάνει με αποκλεισμό όχι από την εθνική ομάδα αλλά από τους συλλόγους. Θα μου δημιουργούσαν πολύ μεγάλο πρόβλημα. Τελικά δικαιώθηκα. Δεν ασχολήθηκα περαιτέρω και την επόμενη χρονιά επέστρεψα στην εθνική. Δυστυχώς, όμως, δεν κατάφερα να έχω την πορεία που θα ήθελα με τη φανέλα της.

Η Κίνα και οι μπασκετμπολίστες που ζούσαν 11 μήνες στο ξενοδοχείο

«Υπήρχε ένας συμπαίκτης μου που ήταν από την ίδια πόλη και έπρεπε να ζει στο ξενοδοχείο. Και η οικογένειά του, να φανταστείς, ζούσε λίγα χιλιόμετρα μακριά. Και τον ρωτούσα: “καλά δε σου λείπουν τα παιδιά σου;”. Και μου απαντούσε: “είναι η δουλειά μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι. Αυτά μου λένε να κάνω, αυτά κάνω”».

Έχω παίξει στον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ. Στον Άρη δε θα αγωνιζόμουν ποτέ εξαιτίας του γεγονότος πως ξεκίνησα την καριέρα μου από τον ΠΑΟΚ. Ποτέ μη λες ποτέ, βέβαια, σε αυτή τη ζωή. Μετά την αποχώρησή μου, λοιπόν, από την ΑΕΚ, πήγα για μερικούς μήνες στην Κίνα.

Είχα περάσει έναν σοβαρό τραυματισμό και είχα μείνει χωρίς ομάδα τον Δεκέμβριο. Το μόνο αρνητικό ήταν πως δεν πρόλαβα τη γέννηση της πρώτης μου κόρης. Την είδα 10 μέρες αργότερα. Η ζωή στο Τσινγκτάο που έμενα, μια πόλη 9 εκατομμυρίων κατοίκων που για τα δικά τους δεδομένα ήταν μικρή, δεν είναι ωραία για έναν Ευρωπαίο. Σκέψου πως δε γνώριζε κανείς Αγγλικά, έτσι και εγώ είχα πάντοτε δίπλα μου έναν μεταφραστή σε ό,τι κι αν έκανα.

Το επίπεδο των ξένων αθλητών που έπαιζαν στο πρωτάθλημα ήταν πολύ υψηλό. Δε συνέβαινε το ίδιο και με τους Κινέζους. Εκείνοι, σε αντίθεση με μας, ζούσαν επί 11 ολόκληρους μήνες μέσα σε ένα ξενοδοχείο και δεν έβγαιναν ποτέ πέρα από τους αγώνες. Είχαν έναν μήνα μόνο για να περάσουν με τις οικογένειές τους.

Υπάρχει μεγάλος έλεγχος. Υπήρχε ένας συμπαίκτης μου που ήταν από την ίδια πόλη και έπρεπε να ζει στο ξενοδοχείο. Και η οικογένειά του, να φανταστείς, ζούσε λίγα χιλιόμετρα μακριά. Και τον ρωτούσα: «καλά δεν σου λείπουν τα παιδιά σου;». Και μου απαντούσε: «είναι η δουλειά μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι. Αυτά μου λένε να κάνω, αυτά κάνω».

Το άγχος για τα χρήματα και το κίνητρο για να συνεχίσει

«Εγώ θεωρώ πως δεν κοροϊδεύω κανέναν μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Κανονικά, όμως, δε θα έπρεπε να παίζω. Η δικιά μου γενιά ήταν φοβερή, έβγαλε πολλά ταλέντα. Τώρα είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα». © Γιώργος Ματθαίος / Eurokinissi

Μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, ήθελα να χαλαρώσω. Να μην έχω διπλά παιχνίδια μέσα στην εβδομάδα. Έλεγα μέσα μου πως είχε έρθει η ώρα να κόψω το μπάσκετ. Και πέρυσι το σκέφτηκα και κάθε καλοκαίρι το κάνω. Υπάρχουν πολλά πράγματα που με ξενερώνουν. Κάτι βρίσκεται όμως κάθε φορά και βρίσκω νέο κίνητρο.

Πιο πολύ να σου πω το κάνω για το σώμα μου. Αντί λοιπόν να πληρώνω γυμναστήριο, με πληρώνει εκείνο. Μπορεί να λέω πως έχω χορτάσει και δε θέλω άλλο, αλλά θα είναι δύσκολο. Από άλλους συναθλητές μου που έχω μιλήσει, μου έχουν πει πως μόλις σταμάτησαν έπαθαν μπλακ άουτ και προσπάθησαν να εμπλακούν πάλι με το μπάσκετ.

Υπάρχει άγχος, σίγουρα, για τα χρήματα. Πριν γεννηθεί η κόρη μου δεν είχα καμιά έννοια για το τι θα κάνω, να μη χάσω τα χρήματα. Όταν έγινε με έπιασε ένα τρέμουλο για το πώς θα εξασφαλίσω τα παιδιά μου.

Έχω βγάλει αρκετά χρήματα από το μπάσκετ. Τα περισσότερα ήταν στη Ρωσία. Έκανε πολύ κρύο αλλά έμενα στην Αγία Πετρούπολη, που είναι μια πολύ όμορφη πόλη. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν πολλά παιδιά που δεν παίζουν στις μεγάλες ομάδες και δυσκολεύονται βιοποριστικά να τα βγάλουν πέρα. Τα χρήματα είναι πολύ λίγα και οι ομάδες αφερέγγυες αρκετές φορές.

Εγώ θεωρώ πως δεν κοροϊδεύω κανέναν μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Κανονικά, όμως, δε θα έπρεπε να παίζω. Η δικιά μου γενιά ήταν φοβερή, έβγαλε πολλά ταλέντα. Τώρα είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Το ψάρι, όμως, βρωμάει από το κεφάλι. Δε γίνεται ο ΠΣΑΚ να ζητάει να μειωθεί ο αριθμός των ξένων στους πέντε από τους έξι και να έρχεται η νέα διοίκηση της ΕΟΚ και να τους πάει στους επτά. Είναι λες και άναψε το σπίρτο σε ένα πάτωμα που ήταν γεμάτο πετρέλαιο.

Δεν ξέρω αν τα παιδιά μου θα ασχοληθούν με το μπάσκετ. Σκέφτομαι να ακολουθήσω το παράδειγμα του πατέρα μου που δε με έπρηζε. Με πρόλαβε να παίζω μπάσκετ. Στα ματς της Αθήνας δεν ερχόταν αλλά όταν έπαιζα στη Θεσσαλονίκη ή κοντά σε αυτή ερχόταν να με δει. Δε με ζάλιζε ποτέ. Όταν έπαιζα καλά μου έλεγε μπράβο, όταν δεν ήμουν καλά μου έλεγε: «ήσουν χάλια». Ακόμη κι όταν ήμουν μεγάλος, με πείσμωναν αυτά τα λόγια. Είχε πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα το «ήσουν χάλια» του μπαμπά μου από οποιουδήποτε άλλου.

Πηγή : https://www.oneman.gr