του Κώστα Σπυρόπουλου

Όταν άκουσα από επίσημα χείλη «δεν ήξερα καν ότι υπάρχει μακεδονική γλώσσα» θυμήθηκα τρεις ιστορίες.

Η πρώτη στα 1953. Ο πατέρας μου, δάσκαλος, υπηρετούσε στη Μακεδονία ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Δέχτηκε από τον συνταγματάρχη μια διαταγή, η οποία στα οικογενειακά τραπέζια έμεινε ως «τα 4 έψιλον»: «Ένοπλος, ένστολος, έφιππος, επικεφαλής και των τριών διμοιριών του λόχου», έπρεπε να πάει στο χωριό Βεύη, με σκοπό την «ίδρυσιν δημοτικού σχολείου, εις το οποίον θα φοιτήσωσι, άπαντες οι κάτοικοι ηλικίας 6 -65 ετών». – Ήταν αγράμματοι, πατέρα;- Όχι, δε μιλούσαν γρι ελληνικά».

Η δεύτερη στα 1993. Διαβάζοντας στα ΝΕΑ ότι οι κάτοικοι του χωριού Βεύη έχουν αναστατωθεί γιατί έφυγε από το χωριό με δυσμενή μετάθεση η διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου, ζήτησα από την Πόπη Τσαπανίδου, ανταποκρίτρια τότε του Antenna στη Θεσσαλονίκη, να πάρει συνεργείο και να πάει να καλύψει το θέμα. «Να, σκέφτηκα, το σχολείο που ίδρυσε ο ανθυπολοχαγός δάσκαλος πατέρας μου ρίζωσε και ζει 40 χρόνια». – «Καλέ, πού με στείλατε;» τηλεφωνεί το ίδιο απόγευμα η Πόπη με το χαρακτηριστικό της τρόπο. «εδώ δε μιλάει κανείς ελληνικά!». Δεμιλάειιι;- κόκαλο εγώ, καθώς τόχα πάρει και οικογενειακά. «Καταλαβαίνουνε, είμαι σίγουρη, αλλά αρνούνται να μιλήσουνε. Τη δασκάλα την έδιωξαν γιατί  είχε κάνει ένα πρόγραμμα με τα δικά τους τραγούδια». -Τα δικά τους; -Ναι, τα μακεδονίτικα».

Απογοητευμένος διηγήθηκα και τις δύο ιστορίες στον Χρόνη Μίσιο. Γελώντας τρανταχτά ο Χρόνης, με εκείνον τον τρόπο που είχε να νομίζεις ότι θα πλαντάξει από το κλάμα, μου είπε την τρίτη ιστορία.

1949, Γράμμος. «Ήμουν καπετάνιος σ’ ένα τάγμα αποκλειστικά, σχεδόν, με Σλαβομακεδόνες, άντρες, αγόρια και κορίτσια. Μίλαγαν τα δικά τους, αλλά το δικό μου το …κήρυγμα το άκουγαν μια χαρά. Είχαν σφίξει τα πράγματα και μια βραδιά δεν άντεξα και τους είπα: Σκασμός γμτ την παναγία σας. Από εδώ και πέρα θα μιλάτε μόνο ελληνικά! Με πλησιάζει ένας άντρας, καμιά πενηνταριά χρονώ. Τι να σου πω, ντράπηκα. Θα ΄μουν δε θα ‘μουν 19 χρονώ – τέτοιο θράσος. «Δε μου λές καπετάνιο. Στο χωριό σου, όταν θέλετε να σταματήσει το μουλάρι για να μη πέσει στο γκρεμό, τι του λέτε;» – Τι του λέμε; Με κοροϊδεύεις κι από πάνω; «Του φωνάζετε μπρρρρρ, για να σταματήσει. Εμείς εδώ, άμα του πούμε μπρρρ θα συνεχίσει να περπατάει και θα γκρεμοτσακιστεί. Πρέπει να του πούμε Ζντόοος για να σταματήσει. Ζντόοος. Έτσι είναι καπετάνιο μου. Τα πρώτα λόγια της μάνας σου δεν τα ξεχνάς. Είτε είσαι άνθρωπος, είτε μουλάρι».

Μια τέταρτη ιστορία με έναν επιφανή εθνικό γλωσσολόγο, που έγινε ρεζίλι σε συνέδριο όταν ένας από τα Σκόπια και ένας από τη Φλώρινα μίλησαν στη γλώσσα τους, ενώ ο Μίστερ Λεξικό έλεγε ότι τέτοια γλώσσα δεν υπάρχει, δεν τη γράφω. Ακούω ότι πάει για Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Via : www.protagon.gr