Ο Παναγιώτης Μένεγος γράφει για το ελληνικό πρωτάθλημα που ο Νόμος του Ισχυρού επικράτησε λίγο παραπάνω απ’ ότι στην κανονική ζωή.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο άλλαξε μια για πάντα. Με τη δημιουργία της Premier League και την κοσμογονία του Champions League το έτος-ορόσημο 1992 έχασε σιγά σιγά τον λαϊκό του χαρακτήρα κι έγινε μεγαλοαστικό θέαμα, τουλάχιστον στις προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες. Αναγορεύθηκε σε τηλεοπτικό προϊόν-φιλέτο, ιδανικό για τις συνδρομητικές τηλεοράσεις που το ξεζούμισαν, μετατράπηκε σε ουδέτερο έδαφος επιβάλλοντας την πολιτική ορθότητα και σχεδόν απαγορεύοντας την κοινωνική διαμαρτυρία, πέρασε οριστικά στα χέρια των μάνατζερ και των πολυεθνικών, διαμορφώνοντας παράλληλα και μια παραοικονομία εκκωφαντικών τζίρων για την οποία όλοι κάνουν πώς δεν ακούνε τον ήχο του πλυντηρίου (που ξεπλένει). Όμως, η αλήθεια είναι ότι έγινε πιο λαμπερό από ποτέ, εξελίσσοντας δραματικά το ρόλο του ποδοσφαιριστή ως σταρ – ο Ντέιβιντ Μπέκαμ δεν είναι το μόνο, αλλά είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Την ίδια εποχή, ή μάλλον λίγα χρόνια αργότερα, ακριβώς στα μισά της δεκαετίας του ’90, στην Ελλάδα έγινε η αντίθετη επιλογή: η μπάλα πέρασε de facto στα χέρια του υποκόσμου.

Φυσικά, στην Ελλάδα η ποδοσφαιρική διαφθορά δεν ανακαλύφθηκε το καλοκαίρι του 1996 όταν – κατά δήλωσή του- ο Θωμάς Μητρόπουλος πήγε στις εκλογές της ΕΠΟ στην Αλεξανδρούπολη με μια βαλίτσα 1 εκατομμυρίου δολαρίων για να αγοράσει την ομοσπονδία για λογαριασμό του Ολυμπιακού και του Σωκράτη Κόκκαλη. Με σκοπό να αλλάξει τους συσχετισμούς, κόβοντας την κορδέλα για το χτίσιμο της πρώτης Παράγκας, της αληθινής της πρόστυχης. Και στα ‘80s o Βαρδινογιαννισμός θριάμβευε, και πιο πριν συναντάμε κρούσματα, μόνο που η σύγκρισή τους με την εποχή των πακιστανικών τηλεφώνων είναι σαν να βάζεις το σημερινό πορνό δίπλα στο «Βαθύ Λαρύγγι». Όμως πριν δεν υπήρχε Champions League. Δεν υπήρχε η «ψύχωση» να είσαι οπωσδήποτε πρωταθλητής για να παίρνεις τα λεφτά των ομίλων, να φέρνεις τον Τζιοβάνι και να γράφουν οι φυλλάδες για τον «πρόεδρο που επειδή είναι πάνω απ’ όλα οπαδός δε λογαριάζει το χρήμα». Στην πιο αθώα εποχή, μπορεί να περίσσευε κανένα σπόρι-πρωτάθλημα για την Λάρισα, τον ΠΑΟΚ ή τη διαστημική ΑΕΚ του ’91-93. Στη νέα εποχή, μια ολόκληρη οργάνωση εξυπηρετώντας (δηλαδή εξασφαλίζοντας τα φράγκα του) τον ισχυρό άρχισε να ελέγχει ολόκληρο το σύστημα, φτάνοντας ακόμα και στα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα. Βάζοντας στην εξίσωση και το στοίχημα, η ελληνική ποδοσφαιρική Καμόρα – εμείς τη λέγαμε Παράγκα – είχε βρει και το λιπαντικό για να κινεί τα γρανάζια της.

ÐÁÏ ÏÓÖÐ Ïëõìðéáêüò  Ðáíáèçíáéêüò  ðïäüóöáéñï  óðüñ ãÞðåäï ÊáñáéóêÜêçò  ðïäïóöáéñéóôÞò  áèëçôÞò  íôÝñìðé  óïõðåñ ëßãê SUPER LEAGUE ðñùôÜèëçìá

Αν είσαι σε ηλικία που σου επιτρέπεται να πίνεις αλκοόλ, είναι απολύτως ανόητο να συζητάς αν «ο Ολυμπιακός από το ’96 και μετά έπρεπε να είχε πάρει 16, 13 ή 10 πρωταθλήματα», αν «το 2004 ήταν το πρωτάθλημα του Δούρου και το 2010 του Πατέρα», αν «συνιστά ντροπή το πρωτάθλημα στα χαρτιά του Βάλνερ», αν «άξιζε να το πάρει η ομάδα του Κυράστα, του Μαρκαριάν» και πάει λέγοντας. Όλα φιλτραρισμένα από την φαντασιακή πρέζα του αθλητικού τύπου, φτιάχνουν στο μυαλό μας τους συμψηφισμούς που μας βολεύουν και γράφουν την ιστορία όπως μας συμφέρει. Άλλες, κι όχι οι επεμβάσεις στη «χρυσή βίβλο των πρωταθλητών», είναι οι μεγαλύτερες συνέπειες αυτής της κατάστασης που τη χαρίζει απανωτά επεισόδια καφρίλας εδώ και 15 μέρες είναι άλλες.

rizoupoli

Ένα γελαστό μαγιάτικο απόγευμα στην Ριζούπολη, κάπου στα 2003

Πρώτα πρώτα, ότι στο ελληνικό ποδόσφαιρό επικράτησε λίγο παραπάνω απ’ ότι συμβαίνει στην κανονική ζωή ο Νόμος του Ισχυρού. Όσο η Παράγκα γινόταν ουρανοξύστης, προσκυνούσαν σταδιακά όλοι. Οι πολιτικοί άρχοντες, οι ομάδες-δορυφόροι, οι αστυνομικές αρχές και φυσικά οι δημοσιογράφοι (τα τελευταία χρόνια κι επειδή φοβούνται τα χαντάκια). Ο Σωκράτης Κόκκαλης επέβαλλε μαεστρικά μια νέα ποδοσφαιρική αφήγηση, την οποία ακολούθησε προκλητικά άγαρμπα ο Βαγγέλης Μαρινάκης. Το ελληνικό πρωτάθλημα (και σε αυτό βοήθησε η κρίση που διέλυσε οικονομικά τους υπόλοιπους βοηθώντας την προηγούμενη κακοδιαχείρισή τους) δεν είναι πια υπόθεση 14, 16 ή 18 ομάδων. Είναι ο Ολυμπιακός εναντίον όλων των άλλων. Μια συνταγή-υγρό όνειρο απόλυτης συσπείρωσης που κινητοποιεί από τον Πέτρο Μαντούβαλο και τον Παναγιώτη Φασούλα μέχρι τη θύρα 7 και τον Τάκη Τσουκαλά. Και το χειρότερο είναι ότι όσο περνούσαν τα χρόνια και το χάσμα του Ολυμπιακού με τους υπόλοιπους μεγάλωνε (με την εξαίρεση ενός φεγγαριού πράσινης πολυμετοχικότητας και κόκκινης αλλαγής σκυτάλης) οι αντίπαλοι –διοικήσεις και οπαδοί- δε θέλανε να ανατρέψουν το σκηνικό, αλλά είτε να το υιοθετήσουν είτε να το αντιγράψουν. Γι’ αυτό δεν είναι αναμάρτητοι, αλλά σε έναν βαθμό συμμέτοχοι. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο, εδώ και πολλά πολλά χρόνια, δε μετράει τόσο να νικάς, όσο να το επιδεικνύεις.

Panathinaikos -  Olympiakos  / Παναθηναικός -  Ολ

Το ελληνικό πρωτάθλημα, μοιραία, έχει περάσει πια στην περίοδο της αυτοδικίας.Τρία περιστατικά τους τελευταίους 11 μήνες: στην Τούμπα και στη Λεωφόρο στήθηκαν σκηνικά Ριζούπολης για να κερδίσουν ο ΠΑΟΚ και ο Παναθηναϊκός τον Ολυμπιακό (ανεξάρτητα με το τι συνέβη στο χορτάρι) και προχθές στο ΟΑΚΑ επικράτησε το ΑΕΚτζίδικο δόγμα «ή περνάμε ή δεν τελειώνει». Η ιστορία θυμίζει λίγο τους κινηματογραφικούς vigilantes που αποφασίζουν, μη έχοντας εμπιστοσύνη στις διεφθαρμένες αρχές, να πάρουν το νόμο στα χέρια τους και να εκδικηθούν οι ίδιοι τον «κακό». Σε μερικές κυνικές οπαδικές συνειδήσεις (που δεν ενδιαφέρονται για ηθικολογίες) αυτός είναι και ο μόνος τρόπος.  Πάλι με κυνικούς όρους, δύσκολο να πεις ότι έχουν άδικο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το ποδόσφαιρο που παίζεται στην Ελλάδα, παρά τη βιομηχανία των 13 αθλητικών εφημερίδων, των άπειρων sites και των δύο συνδρομητικών πλατφορμών, δεν ενδιαφέρει κανέναν σοβαρό άνθρωπο. Αυτό δεν είναι αφορισμός, αλλά συμπέρασμα από τα νούμερα των εισιτηρίων. Οι Ολυμπιακοί παρά τους σίγουρους τίτλους δε γεμίζουν το Καραϊσκάκης γιατί ο Μαρινάκης χρόνο με το χρόνο αποδυναμώνει την ομάδα κάνοντας την transit αγοραπωλησιών. Οι Παναθηναϊκοί ψήνονται λίγο με τους πιτσιρικάδες, αλλά δε βλέπουν όραμα σε ένα τριτοκοσμικό γήπεδο και με τον Γιάννη Αλαφούζο να κάνει πολύ φασαρία και καθόλου επένδυση. Οι ΠΑΟΚτζηδες παραμένουν μυθιστορηματικά αυτοκαταστροφικοί, αλλά κι απογοητευμένοι «αφού ούτε με τον Ιβάν, άραγε με ποιον;». Και οι ΑΕΚτζηδες, ναι μεν «έρχονται» και σολντάρουν το ΟΑΚΑ, όμως ξέρουν κατά βάθος ότι η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο «να πολεμάς το τέρας μέχρι να γίνεις σαν κι αυτό», μάλλον έχει ξεπεραστεί. Αν βάλεις στο σέικερ κι έναν υπουργό που προφανώς, ανεξαρτήτως προθέσεων, περισσότερο ενημερώνεται παρά κατέχει το αντικείμενο «Επαγγελματικό Ποδοσφαίρο», καταλαβαίνεις ότι το έργο «αγώνες χωρίς κόσμο» που θα παιχτεί ποιος ξέρει για πόσες Κυριακές ακόμα δεν είναι ούτε μέτρο καταστολής ούτε μέτρο πρόληψης, αλλά η νομοτέλεια της αδιαφορίας για το ένα θέαμα-τσίρκο. Αν δεν ήταν έτσι, νομίζω πρώτο θέμα στην αθλητική επικαιρότητα θα ήταν οι κινήσεις των κατόχων διαρκείας για επιστροφή των χρημάτων που έδωσαν για να πίνουν τον κυριακάτικο καφέ τους στα γήπεδα και όχι στις πλατείες.

Via : popaganda.gr