Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό, Ευγένιος Ντελακρουά

γράφει ο Δημήτρης Σούρδης

Μία από τις πλέον αναπάντεχες εξελίξεις του περασμένου αιώνα ήταν η ανάδειξη του εθνικισμού ως του πλέον καθοριστικού κοινωνικού παράγοντα. Παρά τις δύο μεγάλες ταξικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα, οι εθνικές διαμάχες καθόρισαν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να καθορίζουν το πολιτικό γίγνεσθαι.

Αυτό που σήμερα κατανοούμε ως εθνικισμό, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις (εξ αιτίας της ασάφειας και της ρευστότητας των στοιχείων που περιλαμβάνει η έννοια του έθνους), συμπυκνώνεται στην αναγωγή της ενότητας και αυτοδιάθεσης του έθνους σε υπέρτατη αξία, στην οποία οφείλουν να υποτάσσονται όλες οι υπόλοιπες αξίες σε περίπτωση σύγκρουσης. Ως ιδεολογία εμφανίζεται στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα όπου η βιομηχανική επανάσταση έχει επιφέρει σαρωτικές κοινωνικές αλλαγές που αφαίρεσαν την βάση των περισσοτέρων συλλογικών ταυτοτήτων που είχαν διαμορφωθεί και διατηρηθεί επί αιώνες, καλύπτοντας έτσι την ανάγκη για μία νέα σταθερή διαφοροποιητική συλλογική ταυτότητα.

Όλοι οι μεγάλοι διανοητές του 19ου και των αρχών του 20ου θεώρησαν τον εθνικισμό ως ένα παροδικό, συγκυριακό φαινόμενο και προέβλεπαν ότι μελλοντικά θα ατονήσει και ότι δεν θα έχει κάποια σημαντική βαρύτητα. Τα αίτια για αυτήν την υποτίμηση βρίσκονται μάλλον στα ερμηνευτικά  σχήματα της φιλελεύθερης και σοσιαλιστικής παράδοσης που είχαν την αφετηρία τους στον διαφωτισμό.  Το πλαίσιο είναι γνωστό.  Ο διαφωτισμός εκφράζει τις δυνάμεις του «φωτός» (όπως π.χ. ορθολογισμός, γνώση, ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη κ.λπ.) που αντιμάχονται αυτές του «σκότους» (όπως π.χ. θρησκεία, καταπίεση, ιεραρχία, εκμετάλλευση,  προνόμια κ.λπ.). Οι αξίες του διαφωτισμού επικαλούνται οικουμενικές ομοιότητες μεταξύ των ανθρώπων και όχι  διαφορές. Η ανάγκη για μία σταθερή διαφοροποιητική συλλογική ταυτότητα δεν έχει χώρο σε αυτά τα σχήματα. Η «τάξη» απεδείχθη ανεπαρκής λόγω των υποδιαιρέσεων, των διακυμάνσεων στο χρόνο και κυρίως λόγω της αστάθειας αφού αναφέρεται σε σχέσεις και όχι σε ιδιότητες.

Στην γένεσή του ο εθνικισμός στηρίχθηκε σε υπαρκτές διαφορές που απεδείχθησαν πολύ πιο ισχυρές απ’ όσο εκτίμησαν οι διανοητές της εποχής. Η εθνική ταυτότητα απεδείχθη ως η ισχυρότερη βάση για την δημιουργία μίας νέας συλλογικής ταυτότητας που κάλυψε το κενό και κυριαρχεί μέχρι σήμερα.  Μετά από μία σύντομη περίοδο υποχώρησης στην Δύση, βιώνουμε σήμερα μία ισχυρή επανάκαμψη των εθνικισμών. Παρά την άμβλυνση των πραγματικών διαφορών μεταξύ των εθνών με την πάροδο των ετών (τουλάχιστον στην Δύση), η θέληση για διαφορετικότητα ενισχύθηκε. Όσο περισσότερο μοιάζει κανείς με τον διπλανό του, τόσο επιχειρεί να αναδείξει την διαφορετικότητά του.

Με την εξασθένηση όμως των ουσιαστικών εθνικών διαφορών, οι εθνικές συλλογικές ταυτότητες δεν είναι πλέον συγκεκριμένες και δεν αντλούν το περιεχόμενό τους από τον τρόπο ζωής, αλλά αποτελούν ένα είδος πίστης και καθίστανται ως εκ τούτου επικίνδυνες. Σε αυτή την βάση καθίσταται αδύνατη οποιαδήποτε συγκρότηση χωρίς αποκλεισμό των άλλων, έναν αποκλεισμό επικίνδυνο αφού συντελείται στην βάση της υποτίμησης και του μίσους. Απέναντι σε αυτήν την απόκλιση θα πρέπει να αντιτάξουμε την παροχή ευκαιριών για την δημιουργία πραγματικής διαφοράς. Στα καθ’ ημάς η κατάλληλη εκμετάλλευση της ιδιαιτερότητας της χώρας μας στον χώρο και κυρίως στον χρόνο, καθιστά ευκολότερα πραγματοποιήσιμη την δημιουργία πραγματικών διαφορών.