Του Νίκου Χριστοδουλάκη*

Η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων στο Παρίσι δημιούργησε δύο νέα και αντιφατικά δεδομένα για το ζήτημα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Από τη μία πυροδότησε έναν νέο κύκλο οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας που θα κάνει τη μικρή ανάκαμψη ακόμα πιο αναιμική. Έτσι δυσκολεύει περαιτέρω η εξυπηρέτηση του χρέους και η ανάγκη για μια ουσιαστική αναδιάρθρωση γίνεται πιο επιτακτική. Από την άλλη, όμως, αποκαλύφθηκε ότι οι δανειστές δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν άνευ όρων τα ελληνικά αιτήματα και αυτό προδικάζει μια ακόμα πιο ανένδοτη στάση όταν τεθεί το μείζον θέμα της αναδιάρθρωσης. Σε ένα τέτοιο κλίμα και καθώς όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες εγκλωβίζονται στην ύφεση και αναζητούν πόρους για να την περιορίσουν, καμία χώρα δεν θα είναι διατεθειμένη να «χαρίσει τα δανεικά» στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τη δική της κρίση.

Για τους λόγους αυτούς, το ζήτημα αναδιάρθρωσης του χρέους πρέπει να τεθεί σε νέα βάση, διαφορετική τόσο από την αντίληψη που την βλέπει ως «επιβράβευση για τα όσα έχει κάνει μέχρι τώρα η κυβέρνηση», όσο και από τις ιαχές εσωτερικού ηρωισμού που επιζητούν μονομερή διαγραφή, χωρίς όμως να περιγράφουν και το τι θα επακολουθήσει. Ας δούμε συγκεκριμένα τις αδυναμίες τις μέχρι τώρα ακολουθούμενης πολιτικής.

Πρώτον, η τακτική της «επιβράβευσης» δεν είναι αξιόπιστη γιατί οι δανειστές γνωρίζουν καλά ότι, παρά την απηνή λιτότητα που υφίστανται μεγάλα στρώματα του πληθυσμού (όχι πάντως όλοι, αφού κάμποσοι μένουν ανέγγιχτοι από φόρους και μέτρα), ελάχιστες θεσμικές εγγυήσεις υπάρχουν ότι θα επικρατήσει δημοσιονομική σταθερότητα και στο μέλλον. Χαρακτηριστική είναι η αμηχανία της κυβέρνησης απέναντι στα αιτήματα που σωρηδόν καταφτάνουν για νέες παροχές και αναδρομικές καταβολές, ιδίως όταν προέρχονται από εκλογικά φίλιες κατηγορίες. Η σπουδή της να ικανοποιεί όσα δύναται και να απολογείται για τα υπόλοιπα εύκολα προδικάζει τι θα συμβεί στο αναιμικό πρωτογενές πλεόνασμα όταν δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία.

Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μια νέα μεγάλη διαγραφή του χρέους θα το κάνει εφεξής βιώσιμο και θα βγάλει αυτομάτως τη χώρα από την ύφεση, είτε με νέα Μνημόνια είτε χωρίς. Επισήμως, το πιο μεγάλο κούρεμα στην παγκόσμια ιστορία ήταν το PSI του 2012 που φαινομενικά έσβησε 110 δισ. ευρώ ελληνικού χρέους. Με τον τρόπο όμως που έγινε, η μεν ύφεση συνεχίστηκε ακάθεκτη, ενώ ακόμα και το χρέος έγινε πιο απειλητικό, φτάνοντας φέτος στο 175% του ΑΕΠ από 170% που ήταν το 2011, πριν τη ρύθμιση. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί την πιο κατάφωρη απόδειξη ότι μια στρατηγική αποχρέωσης δεν κρίνεται τόσο από την προσωρινή αριθμητική μείωση του χρέους, όσο μεγάλη και να είναι, αλλά κυρίως από τη μακροχρόνια ελάφρυνση της εξυπηρέτησής του και την επανεκκίνηση της ανάπτυξης.

Για να γίνει όμως ανάπτυξη και να προκύψουν θέσεις απασχόλησης, χρειάζονται μαζικές νέες επενδύσεις. Όσο και να ενισχύσει κανείς τις δημόσιες επενδύσεις, πάλι θα χρειάζονται πενταπλάσιες περίπου από τον ιδιωτικό τομέα και για να έρθουν αυτά τα κεφάλαια, πρέπει να έχει εκλείψει τόσο ο κίνδυνος δημοσιονομικής κατάρρευσης όσο και το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ. Αυτά ακριβώς επισείουν ως φόβητρο οι δανειστές για να επιβάλουν τη συνέχιση των Μνημονίων στην Ελλάδα και βρίσκουν ακόμα απήχηση στις αγορές και στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, παρά τις οικτρές αποτυχίες της πολιτικής που οι ίδιοι επινόησαν, εφάρμοσαν και συνεχίζουν.

Η μόνη διέξοδος που έχει η Ελλάδα είναι να υιοθετήσει ένα δικό της πρόγραμμα προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων, όχι πλέον ως συμμόρφωση στην κηδεμονία της τρόικας, αλλά ως ένα εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανάταξης συμβατό με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ισχύουν για όλους. Ο ταχύτερος δρόμος για να εμπεδώσει μακροχρόνια τη δημοσιονομική αξιοπιστία είναι η Ελλάδα, με την ευκαιρία της αναθεώρησης, να εισάγει συνταγματικούς κανόνες για αυτοπεριορισμό του ελλείμματος και του χρέους. Με μια ανάλογη κίνηση το 2011, η Ισπανία ματαίωσε την επιβολή Μνημονίου και την εγκαθίδρυση του ΔΝΤ ως δημοσιονομικού τοποτηρητή, σε πλήρη αντίθεση με την αμέριμνη υποδοχή που του επιφύλαξε εδώ η τότε ελληνική κυβέρνηση.

Εάν αυτά γίνουν, η Ελλάδα μπορεί σε πρώτη φάση να κερδίσει μια μείζονα μετάθεση δανειακών υποχρεώσεων για αρκετά χρόνια και μια περαιτέρω μείωση του κόστους εξυπηρέτησης. Σε δεύτερη φάση μπορεί να πετύχει απευθείας ελάφρυνση μέσω διμερών διαπραγματεύσεων με τις πιο πλούσιες χώρες (π.χ. Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία) και να αξιοποιήσει ορισμένα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται σήμερα στην Ευρωζώνη. Το πιο σημαντικό είναι ότι, λόγω της παρατεταμένης ύφεσης, το δημόσιο χρέος της Ιταλίας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου είναι πλέον κοντά στο επίπεδο που πυροδότησε την ελληνική κρίση το 2010, ενώ ακολουθεί σύντομα και η Γαλλία.

Για να αποφύγουν νέες περιπέτειες, οι ευρωπαϊκές αρχές θα χρειαστεί να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό ανάληψης και διαχείρισης ενός μέρους του χρέους της κάθε απειλούμενης χώρας, ενώ παράλληλα η ύφεση θα αντιμετωπίζεται από ένα κεντρικό χρηματοδοτικό εργαλείο. Εκεί οδηγούν σταδιακά οι αποφάσεις και τα «υπερόπλα» του Ντράγκι σε συνδυασμό με την επενδυτική πρωτοβουλία 300 δισ. ευρώ του Γιούνκερ. Μη θεωρηθεί όμως ότι ο μηχανισμός αυτός θα γίνει για χάρη της Ελλάδας και θα οδηγήσει πάραυτα σε μια γενναιόδωρη κατάργηση χρέους. Η χώρα μας θα μπορέσει να επωφεληθεί μόνο αναλογικά από τον μηχανισμό αυτό και μόνο αν στο μεταξύ έχει μπει σε μια τροχιά δημοσιονομικής σταθεροποίησης και ανάκαμψης που θα απομακρύνει οριστικά τον κίνδυνο νέας υποτροπής. Αυτός είναι απαραίτητος όρος για να μειωθεί το ενδεχόμενο μιας νέας μεγάλης χρηματοδότησης προς την Ελλάδα, την οποία κανένα κράτος δεν θέλει πλέον να σκεφτεί και κανένα Κοινοβούλιο δεν πρόκειται να εγκρίνει.

Με λίγα λόγια, η Ελλάδα μπορεί να διαπραγματευτεί μια ουσιαστική ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους και να πετύχει την απεμπλοκή της από τις αποτυχημένες συνταγές των Μνημονίων, όχι όμως και από την ανάγκη μιας μακροχρόνιας δημοσιονομικής προσαρμογής. Ίσως τίποτα από αυτά δεν ακούγεται «ηρωϊκό», αλλά μην ξεχνάμε ότι οι μεγαλόσχημες ρητορείες είναι συνήθως τα πιο εύκολα θύματα της πραγματικότητας. Δωρεάν αναδιάρθρωση χρέους κανείς δεν θα μας χαρίσει.

* Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία που διοργάνωσε πρόσφατα η ΔΗΜ.ΑΡ. για την αναδιάρθρωση χρέους

Via : www.avgi.gr