Οι μνημονιακές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. της περιόδου 2010-2014 μετά το διαβόητο -και τόσο καταστροφικό για τις ελληνικές τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και ορισμένους ιδιώτες- PSI θεωρούσαν ότι το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, με το οποίο «φόρτωσαν» τη χώρα τα ίδια κόμματα την περίοδο 1974-2009, ήταν βιώσιμο (με την έννοια ότι σταδιακά θα μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ), παρά το γεγονός ότι εξαιτίας της εφαρμογής των μέτρων των μνημονίων και παρά το PSI από 301 δισ. ευρώ το 2009 ή 127% του ΑΕΠ ανέβηκε στα 320 δισ. ευρώ ή στο 180% στα τέλη του 2014. Αυτό το τελευταίο ποσοστό είναι και το κρίσιμο στοιχείο σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος.

Η εκτίναξή του στο 180% οφείλεται κυρίως στην καθίζηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, την οποία προκάλεσε η εφαρμογή των μέτρων των μνημονίων.

Η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. στην πρώτη επτάμηνη θητεία της υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις της και υποτιμώντας την ισχύ των δανειστών μας, με «πρωταγωνιστή» στα λάθη αυτά τον τότε υπουργό Οικονομικών, αναγκάστηκε να υποκύψει στους δανειστές και να απεμπολήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις και δεσμεύσεις της με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου.

Με την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται σ’ αυτό, δηλαδή με τη μεγάλη αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων και την περικοπή δαπανών, συνεχίζει την πολιτική λιτότητας και με βάση τις προβλέψεις της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ε.Ε. το δημόσιο χρέος θα φτάσει το 2017 τα 323 δισ. ή στο 179% του ΑΕΠ. Η διατήρηση του ποσοστού αυτού σ’ αυτό το επίπεδο οφείλεται στην ισχνή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2015-2017 (αν φυσικά επιτευχθεί ο προβλεπόμενος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2017).

Μετά τις εξελίξεις και τις εκτιμήσεις αυτές για την πορεία του δημόσιου χρέους την περίοδο 2010-2017, οι δανειστές μας στην αξιολόγηση του Μαΐου παραδέχτηκαν επιτέλους ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας δεν είναι βιώσιμο και ότι είναι ανάγκη να ελαφρυνθεί με μέτρα που θα εφαρμοστούν μετά τη λήξη του σημερινού προγράμματος το 2018.

Για το ποια θα είναι η «ελάφρυνση» αυτή έχουν δει τη δημοσιότητα σκέψεις όπως η παράταση της αποπληρωμής του μέχρι και το 2070, η αύξηση της περιόδου χάριτος για την πληρωμή των τόκων και, λιγότερο, η μείωση του επιτοκίου, αποκλείοντας κάθε συζήτηση για το «κούρεμα» του χρέους. Αν υλοποιηθούν κάποια από αυτά τα σενάρια ελάφρυνσής του, το ερώτημα που γεννιέται είναι κατά πόσο είναι εφικτή η σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας όλα τα χρόνια στα οποία θα ισχύσει αυτή η ελάφρυνση και από την αύξηση των δημόσιων εσόδων (με δεδομένο ότι παραπέρα μείωση των δημόσιων δαπανών, ιδιαίτερα σε καίριους τομείς, θα είναι καταστροφική), ώστε από τη μια μεριά να αυξηθεί το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές (αύξηση που εξαρτάται τόσο από την ανάπτυξη όσο και από τον πληθωρισμό) και από την άλλη να επιτευχθούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Είναι όλα αυτά δυνατά τα επόμενα χρόνια; Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η ελληνική οικονομία είναι πολύ στενά συνδεδεμένη και εξαρτημένη από την οικονομία των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ε.Ε., δηλαδή τους ρυθμούς ανάπτυξης της Ε.Ε. ως συνόλου.

Οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης για τα αμέσως επόμενα χρόνια, πριν από την απόφαση της Βρετανίας για την έξοδό της από την Ε.Ε., ήταν πολύ χαμηλοί. Οι προβλέψεις τώρα είναι για ακόμα χαμηλότερους ρυθμούς εξαιτίας του συγκλονιστικού αυτού γεγονότος.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας το τι θα συμβεί εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες. Πρώτα απ’ όλα πολιτικούς, δηλαδή ποιες θα είναι οι κυβερνήσεις τα χρόνια που έρχονται, ποια θα είναι η συνοχή τους, αν και κατά πόσο αυτοί που θα τις στελεχώσουν θα είναι τα κατάλληλα πρόσωπα και κυρίως αν θα έχουν ένα συγκροτημένο πρόγραμμα και θα είναι αποφασισμένες να το εφαρμόσουν.

Το τι όμως θα πράξουν οι κυβερνήσεις αυτές θα εξαρτηθεί από τους όρους τους οποίους θα επιβάλουν οι δανειστές προκειμένου να συμφωνήσουν στην ελάφρυνση του δημόσιου χρέους και κυρίως πόσο ουσιαστική θα είναι η ελάφρυνση αυτή. Αν οι όροι είναι ασφυκτικοί, όπως αυτοί που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα, τα περιθώρια αποτελεσματικής δράσης των όποιων κυβερνήσεων θα είναι πολύ περιορισμένα.

Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν είναι δύσκολο να γίνουν μακροχρόνιες προβλέψεις και είναι περίεργο πώς τις αποτολμά το ΔΝΤ, όταν είναι πασίγνωστο το πόσο έχει πέσει έξω στον τομέα αυτό. Εκείνο πάντως που μπορεί να λεχθεί είναι ότι, με βάση την εμπειρία των προηγούμενων 50 χρόνων, η συνεχής και επί πολλά χρόνια επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ανέφικτη και κατά συνέπεια χωρίς ένα γενναίο «κούρεμα» αντί για βιωσιμότητα θα έχουμε διαιώνιση ενός υψηλού δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.

*πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ

Via : www.efsyn.gr