spring

από τον ΕΥΓΕΝΙΟ ΑΡΑΝΙΤΣΗ

Παλιά ρωτούσαμε πότε θα έρθει η άνοιξη – ρητορικό ερώτημα: η άνοιξη θα ερχόταν σίγουρα· τώρα ρωτάμε, επίσης ρητορικά, πότε θα έρθει η ανάπτυξη. Όντως  η ανάπτυξη δεν έρχεται. Δυστυχώς, αυτή είναι και η μόνη διαφορά ανάμεσα στις δύο ελπίδες, όλες οι άλλες έχουν χαθεί. Εννοώ από τη μνήμη των ανθρώπων.

Προσέξτε πόσο ανεπηρέαστη μένει η μελαγχολική διάθεση των κατοίκων αυτής της χώρας -φημισμένης κάποτε για τις συγκινήσεις που ενθάρρυναν οι κύκλοι των εποχών, με κορυφαίες εκείνες της Μεγάλης Εβδομάδας-, από τις ετοιμόρροπες γιορταστικές σκηνοθεσίες που φωταγωγούν τις ερήμους της τηλεοπτικής και καταναλωτικής χυδαιότητας. Για όσους δεν είναι εντελώς οκνηροί σε τέτοιες παρατηρήσεις, το γεγονός του Πάσχα μοιάζει τόσο απροκάλυπτα ξένο και άσχετο με οτιδήποτε μας απασχολεί δίνοντας τον τόνο στη θλιβερή και αγχώδη ρουτίνα της επιβίωσης, ώστε γεννιέται αμέσως η εντύπωση ενός κακόγουστου αναχρονισμού, επανεπικαιροποιημένου με το στανιό, ίσα ίσα για να έχει κάτι να δείξει η τηλεόραση τη Μεγάλη Παρασκευή, όταν το παραλήρημα του Μνημονίου κοπάζει.

Έτσι, αποκτούν και οι Επιτάφιοι το τηλεοπτικό τους επετειακό μερίδιο, ίσως και το διαδικτυακό, μολονότι είναι ηλίου φαεινότερον ότι οι κάτω των 40 ετών όχι μόνον δεν ενδιαφέρονται για τα λουλούδια και τις ανοιξιάτικες εκπλήξεις αυτής της ερωτικής μέρας, αλλά παρακολουθούν τα παράξενα έθιμα των ντόπιων (αφού οι ίδιοι αισθάνονται ξένοι) με παροιμιώδη αδιαφορία – ούτε καν υπό το πρίσμα φολκλορικής ατραξιόν. Οπως όλα, έτσι και το Πάσχα, το κατ’ εξοχήν, υποτίθεται, τελετουργικό του νοήματος της ζωής, δεν παρουσιάζει γι’ αυτούς κανένα απολύτως νόημα.

Φυσικά, ο Τύπος δυσκολεύεται να αγνοήσει αυτή την ομόφωνη αδιαφορία εφ’ όσον είναι πασιφανής και κραυγαλέα, κι έτσι σπεύδει να τη χρεώσει -πού αλλού;- στη διαβόητη οικονομική κρίση, στην οποία εύκολα αποδίδονται τα πάντα. Έχοντας ξεχάσει ότι η φτώχεια, μια φορά κι έναν καιρό, όχι μόνον δεν μεσολαβούσε σαν κακός αγωγός ζωτικών συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά επιδρούσε απ’ την ανάποδη, δηλαδή ευεργετικά, στο αυθόρμητο μοίρασμα των συγκινήσεων και στη σύσφιγξη δεσμών αλληλεγγύης μεταξύ προσώπων που η ένδεια υποχρέωνε να εξαρτώνται το ένα απ’ το άλλο με τρόπο κάθε άλλο παρά ανάλογο εκείνου της σημερινής κανιβαλικής βουλιμίας. Απόδειξη, η συμπεριφορά των φτωχών στρωμάτων πριν από τη δεκαετία του ’70, όταν μπορούσες ακόμη να θαυμάσεις έναν ανοιξιάτικο κήπο με μηδενικό πάγιο. Τώρα, η τηλεόραση αντιμετωπίζει τους πιστούς της σαν έναν λαό σκλάβων που αγωνιούν μόνον για την τιμή του αρνιού και για το αν αυτό θα είναι ντόπιο. Αφού δεν είμαστε πια εμείς ντόπιοι, ας είναι τουλάχιστον το αρνί.

Via : www.enet.gr