Εννιά μήνες μετά τις καταστροφικές πλημμύρες κι ενώ το ολλανδικό σχέδιο, που έχει παραγγείλει η κυβέρνηση, προβάλλει λύσεις ιδιωτικοποίησης του νερού, αποσπασματικών αντιπλημμυρικών έργων και αναδιάρθρωσης καλλιεργειών, αγνοώντας τα ιδιαίτερα εδαφικά και κλιματικά χαρακτηριστικά, 6 επιστήμονες σκιαγραφούν τα βασικά συστατικά ενός ολιστικού σχεδίου ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης περιφέρειας

«Πολυκρίση» είναι ο όρος που προτείνουν οι επιστήμονες που συγκρότησαν την Ομάδα Εργασίας της Θεσσαλίας, που για λογαριασμό της Νέας Αριστεράς ανέλαβαν να διατυπώσουν μια συνολική πρόταση για την κατεστραμμένη από τον «Ντάνιελ» περιφέρεια. Οι πλημμύρες είναι ένα μόνο στοιχείο αυτής της πολυκρίσης, που δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως φαινόμενο συγκυριακό, μας λένε οι ειδικοί, προτείνοντας ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα μπορούσε να αναδείξει τη Θεσσαλία οικουμενικό παράδειγμα ανασυγκρότησης, δίκαιης και ριζοσπαστικής πράσινης μετάβασης. Στο πολυσέλιδο κείμενο εργασίας, εκτός της κριτικής στο κυβερνητικό σχέδιο και της αξιολόγησης της πρότασης της Περιφέρειας Θεσσαλίας, η επιστημονική ομάδα σκιαγραφεί τα βασικά συστατικά αυτού του σχεδίου με έμφαση στον δημοκρατικό σχεδιασμό με συμμετοχή των πληγέντων και όλων των ενδιαφερομένων, μια ριζικά διαφορετική διαχείριση των υδάτων, τη συγκρότηση ενός οργανισμού τεχνικής υποστήριξης αγροτών, συνεταιρισμών και μικρομεσαίων και ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα επιδιώκει μεταξύ άλλων τη δημογραφική ανανέωση και την «αγροτική αντιστροφή» του πληθυσμού. Τα κείμενα που ακολουθούν δίνουν το αδρό περίγραμμα της πρότασης.

Τέσσερις πυλώνες ενός νέου παραγωγικού μοντέλου

Του Χαράλαμπου Κασίμη*

 Η Νέα Αριστερά προτείνει ένα μοντέλο παραγωγικής ανασυγκρότησης στο πλαίσιο μιας αντίληψης ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος της Θεσσαλίας που θα δίνει έμφαση στην αποκατάσταση των ζημιών από τις πλημμύρες, στη συγκράτηση του πληθυσμού, στην ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού, στη θωράκιση της ανθεκτικότητας των υποδομών και των τοπικών οικοσυστημάτων και στον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας προς όφελος του παραγωγού.

Η πρότασή μας βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες στρατηγικών προτεραιοτήτων και κατευθύνσεων, που αναφέρονται:

 Πρώτον, στην ποιοτική προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική αναβάθμιση του μοντέλου της μαζικής παραγωγής των εμπορεύσιμων αγροτικών προϊόντων, όπου η μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και η ορθολογική χρήση των υδάτινων πόρων είναι και εφικτές και επιτακτικές (βαμβάκι και άλλες πρωτεϊνούχες καλλιέργειες) και θα συνοδεύονται από την ενίσχυση της κάθετης ολοκλήρωσης των παραγωγικών, διατροφικών συστημάτων με ισχυρές αγροσυνέργειες και διακλαδικές συνδέσεις που θα παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία.

Δεύτερον, στη γεωργία εντατικού μοντέλου, με βάση την παραγωγή προϊόντων έντασης κεφαλαίου και εργασίας (θερμοκήπια, κηπευτικά) και δενδρωδών καλλιεργειών (όπως τα οπωροφόρα και ακρόδρυα) στη βάση μιας πολιτικής αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών και στροφής στην επανατοπικοποίηση της παραγωγής, στην ενίσχυση των προϊόντων ποιότητας, ταυτότητας, οργανικής γεωργίας, με βραχείες αλυσίδες αξίας, χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, λειτουργικές διακλαδικές συνδέσεις και προέκταση μέχρι τη γαστρονομία και τον τουρισμό.

Τρίτον, στην ενίσχυση της κτηνοτροφίας, με το βάρος στην αιγοπροβατοτροφία και την τυροκομία, και δευτερευόντως την αγελαδοτροφία, με τη στήριξη ενός ειδικού τομεακού προγράμματος. Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαίος ο ανασχεδιασμός της πολιτικής σχετικά με το είδος των κτηνοτροφικών φυτών και με την αναγκαία μείωση της χρήσης υδάτινων πόρων.

Τέταρτον, σε ένα σχέδιο ανάπτυξης της υπαίθρου στη βάση ενός νέου οράματος, κατά τα πρότυπα του σχεδίου της οικολογικής μετάβασης και δημογραφικής ανανέωσης της Ισπανίας, που θα ενσωματώνει την πράσινη μετάβαση, τη δημογραφική ανανέωση, την προοπτική μιας νεωτερικής «αγροτικής αντιστροφής» αστικού πληθυσμού προς τον αγροτικό χώρο.

Οι δυνατότητες που δίνει η νέα στρατηγική της Ε.Ε. και η τάση αύξησης της διεθνούς ζήτησης για προϊόντα με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα και προϊόντα που ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού, όπως τα δημητριακά, τα φρούτα και τα φρέσκα λαχανικά, το λάδι και οι ελιές, μπορούν, υπό συνθήκες, να διευρύνουν τις προοπτικές ανάπτυξης του αγροδιατροφικού συστήματος της χώρας και της Θεσσαλίας σε όλο το μήκος της αλυσίδας αξίας του – από την πρωτογενή παραγωγή μέχρι τη γαστρονομία.

Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής εξασφαλίζεται και η χρηματοδότηση αυτού του σχεδίου.

Η προώθηση αυτής της στρατηγικής βασίζεται στη δημιουργία ενός τύπου παραγωγού που θα είναι νέος, εκπαιδευμένος, καινοτόμος, εξωστρεφής, ενταγμένος σε συλλογική μορφή οργάνωσης, που θα σέβεται το περιβάλλον, θα παράγει πιστοποιημένα και ασφαλή προϊόντα και, με την κατάλληλη επιστημονική, διοικητική και πολιτική υποστήριξη, θα μπορεί να ανταποκριθεί με επιτυχία στις προκλήσεις της νέας εποχής.

*Ομότιμος καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, υποψήφιος ευρωβουλευτής Νέας Αριστεράς

Η διαχείριση των υδάτων στη μετά «Ντάνιελ» εποχή

Του Νικήτα Μυλόπουλου*

Η τραγική ειρωνεία της αποτυχίας των πελατειακών πολιτικών στη Θεσσαλία φαίνεται αφ’ ενός στην τεράστια ποσοτική συρρίκνωση των υδατικών πόρων και στην ταυτόχρονη ποιοτική τους υποβάθμιση και αφ’ ετέρου στις επιπτώσεις από την κλιμάκωση των πλημμυρών. Για δεκαετίες ένα λόμπι λαϊκιστών πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων υπονόμευσε τις απαραίτητες επενδύσεις σε ορεινή υδρονομία, ταμιευτήρες και φράγματα εντός λεκάνης απορροής, αντιπλημμυρικά έργα, αρδευτικά δίκτυα κ.λπ. Στο όνομα έργων-φετίχ του περασμένου αιώνα (εκτροπή Αχελώου) που δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν, εκτός των άλλων λόγω της ευρωπαϊκής και ελληνικής νομοθεσίας, η Θεσσαλία στερήθηκε έναν ορθολογικό και βιώσιμο σχεδιασμό υδραυλικών έργων και διαχείρισης του νερού της. Ισως είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα έλλειψης υδατικής πολιτικής στη χώρα μας, με εντονότατα τα σημάδια της λειψυδρίας και ορατό τον κίνδυνο ερημοποίησης, στον βαθμό που κυριαρχούν οι ίδιες λογικές.

Ο Θεσσαλικός Κάμπος υφίσταται σήμερα τις συνέπειες της μακροχρόνιας επιθετικής πολιτικής που ακολουθήθηκε στον τομέα της γεωργίας, όπου τα συνεχόμενα αρνητικά υδατικά ισοζύγια έχουν οδηγήσει στην εξάντληση, εκτός των ανανεώσιμων, και μεγάλου μέρους των μόνιμων υδατικών αποθεμάτων. Ετσι οδηγηθήκαμε στη μειωμένη απορροή του Πηνειού με σημαντική ποιοτική υποβάθμιση των νερών του, στη χαοτική πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, ιδιαίτερα στον ανατολικό υδροφορέα (Κάρλας) λόγω της υπεράντλησης, στην υφαλμύρινση που προχωράει σε εκτεταμένο μέτωπο κ.λπ. Επομένως, η περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι γνωστή εδώ και πολλά χρόνια. Η διαχείριση των υδατικών πόρων στη Θεσσαλία απαιτεί τον συνυπολογισμό πολλών παραγόντων και συνιστωσών και πρέπει να συμπεριλάβει τεχνικές, περιβαλλοντικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους, εντός του ενιαίου πλαισίου μελέτης, πολλές εκ των οποίων απουσιάζουν από την προσέγγιση της κυβέρνησης (master plan των Ολλανδών).

Η ανυπαρξία σχεδίου διαχείρισης υδατικών πόρων στέρησε την περιοχή από τις προτάσεις των επιστημόνων που επέμεναν για εξοικονόμηση στη χρήση νερού με μέτρα και τεχνικές διαχείρισης της ζήτησής του, αλλά και με αλλαγή των συστημάτων άρδευσης και περιορισμό των απωλειών στα δίκτυα, μέτρα και έργα που θα μπορούσαν να αποφέρουν εξοικονόμηση έως και του 50% της υδατικής κατανάλωσης. Αν σε αυτά προστεθούν τα δίκτυα μικρών λιμνοδεξαμενών στην ορεινή ζώνη και την πεδιάδα, τα έργα ταμίευσης της 1ης αναθεώρησης των Σχεδίων Διαχείρισης που δεν προχώρησαν, μέθοδοι επανάχρησης του νερού στην ύδρευση και τη βιομηχανία, η μεταστροφή των υδροληψιών από τα υπόγεια στα επιφανειακά νερά, και, τέλος μια σοβαρή, ολιστική μελέτη για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών με σχεδιασμό νέων μιγμάτων που να ταιριάζουν περισσότερο με το περιβάλλον και να αποφέρουν ικανές εμπορικές ωφέλειες, το επίμονο και διαρκές υδατικό έλλειμμα, όλα αυτά τα χρόνια των μεγάλων υποσχέσεων, θα είχε μηδενιστεί.

Ομως η πρόταση της Νέας Αριστεράς για τη διαχείριση των νερών δεν σταματάει εδώ. Επεκτείνεται και στη μετά «Ντάνιελ» εποχή, όπου οι λύσεις είναι εφικτές και προσιτές. Σε μια νέα συνθήκη, μετά την καταστροφή, πολλά μπορούν να αρχίσουν από την αρχή και να αναδειχθεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο θα συμπεριλάβει, εκτός της οικονομίας, το περιβάλλον και τις αντοχές του. Η διάνοιξη των ποταμών και οι νέες χρήσεις γης, ακριβώς όπως ορίζονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία (στις πλημμυρικές ζώνες και όχι μόνο), η ορεινή υδρονομία, οι απαιτούμενες αναδασώσεις και μια νέα προσέγγιση στη γεωργία και την κτηνοτροφία -χρησιμοποιώντας λύσεις δόκιμες που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία- είναι δυνατόν να αλλάξουν το υπόδειγμα και να ξαναζωντανέψουν τον τόπο και τους ανθρώπους του με όρους αξιοπρέπειας. Ετσι, η Θεσσαλία θα μπορούσε να μετατραπεί, από παράδειγμα προς αποφυγή, σε ένα νέο μοντέλο πράσινης και αξιοβίωτης περιφέρειας.

Η Θεσσαλία, μετά την καταστροφή, με την ανατροπή της σημερινής πολιτικής, προσφέρεται ως ένα οικουμενικό υπόδειγμα για τον τρόπο που η κλιματική κρίση, μέσω μιας δίκαιης και ριζοσπαστικής πράσινης μετάβασης, μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία συγκρότησης ενός νέου κόσμου, σε ευκαιρία επανίδρυσης της δημοκρατίας.

*Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υποψήφιος ευρωβουλευτής

Η Θεσσαλία της πολυκρίσης

Του Θανάση Ζαχαρόπουλου*

Οι πλανητικές προκλήσεις που βιώνουμε -τεχνητή νοημοσύνη, πόλεμοι και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, κλιματικές, οικονομικές, δημοσιονομικές και διατροφικές κρίσεις, τεράστιες χωρικές και κοινωνικές ανισότητες- λαμβάνουν χώρα σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα το οποίο υποβαθμίζει την παραγωγή, κυριαρχείται από το χρηματιστικό κεφάλαιο, διαμορφώνει ένα σφιχτό ολιγοπώλιο επιχειρηματικών κολοσσών που ελέγχουν ασφυκτικά τα κεφάλαια, τις τεχνολογίες και τα δεδομένα, συγκροτώντας έτσι ένα οργουελιανού επιπέδου εξουσιαστικό αυταρχικό σύστημα με την απόλυτη υποταγή των κρατών που υποστηρίζουν την αναπαραγωγή του. Μέσα σε αυτό το σκοτεινό διεθνές πλαίσιο, η υποβάθμιση της Ε.Ε. οικονομικά και γεωπολιτικά προσδιορίζει δυσοίωνο το μέλλον της χώρας μας, επιβαρυμένης δε, και από τα δικά της δομικά προβλήματα προμηνύεται ακόμα σκοτεινότερο.

Σε αυτό το περιβάλλον, εκδηλώθηκαν οι πλημμύρες. Οι πλημμύρες στη Θεσσαλία δεν ήταν κάποιες πιο έντονες βροχοπτώσεις, αλλά η πρώτη μεγάλης κλίμακας χωρική έκφραση της κλιματικής κρίσης. Αν σκεφτούμε ότι αφ’ ενός το μεγάλο μέρος της αγροδιατροφής της χώρας καλύπτεται από γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή του Θεσσαλικού Κάμπου που έχει πληγεί και αφ’ ετέρου οι πληγέντες πληθυσμοί είναι κυρίως τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα (αγρότες, μικροεπαγγελματίες και μικροεπιχειρήσεις), οδηγούμαστε στο να διαγνώσουμε τις διαφορετικές κρίσεις ως ενιαίο σύστημα πολυκρίση,ς αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε ριζικά τα αίτια και τα αποτελέσματα των πλημμυρών.

Απέναντι στον μεθοδολογικό κατακερματισμό των κρίσεων ως δήθεν ασύνδετων παραμέτρων, ως συγκυριακή και κατά περίπτωση αναγκαία αρνητική επίπτωση της τεχνολογικής προόδου, οφείλoυμε να αλλάξουμε τον παραδοσιακό τρόπο αντίληψης της πολιτικής και να προσεγγίσουμε ολιστικά την πολυκρίση ως ενιαίο σύστημα αιτιών και επιπτώσεων. Η αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών της Θεσσαλίας ως κάτι συγκυριακό οδηγεί αφ’ ενός στη μερική αποζημίωση των πληγέντων χωρίς σχεδιασμό και υλοποίηση υποδομών ανθεκτικότητας και μείωσης της ευαλωτότητας των τοπικών οικοσυστημάτων και αφ’ ετέρου στην επενδυτική αξιοποίηση της γης (υφαρπαγή) από τις μεγάλες πολυεθνικές και τα funds (π.χ. πρόταση των «Ολλανδών»).

Οι πρόσφατες πλημμύρες είναι μια ευκαιρία να προβληματιστούμε για να κατανοήσουμε τα πραγματικά αίτια και να αναζητήσουμε έναν ριζικά διαφορετικό αναπτυξιακό δρόμο για να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες. Ενα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα θα πρέπει να μπει, σε προτεραιότητα, στη δημόσια συζήτηση και στο πλαίσιό του να δρομολογηθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση. Σήμερα, το ζήτημα δεν είναι να ανασυγκροτήσουμε το παλιό, αλλά να μετασχηματίσουμε το δυναμικό σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, με υψηλότερη προστιθέμενη αξία και ανθεκτικότητα στο ανταγωνιστικό πλαίσιο του 21ου αιώνα.

Με αφορμή λοιπόν τη Θεσσαλία, προσεγγίζοντας τις πλημμύρες ως ένα στοιχείο της πολυκρίσης, τίθενται νέα μεθοδολογικά ζητήματα ολιστικού χαρακτήρα στη διάγνωση των κοινωνικών αναγκών, στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή πολιτικών και στρατηγικών ανάπτυξης και ανοίγει η συζήτηση για την αναγκαιότητα ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος.

*Περιφερειολόγος-μηχανικός

Δημοκρατικός σχεδιασμός, κινητοποίηση επιστημόνων, θεσμοί λαϊκής εκπροσώπησης

Του Πέτρου Λινάρδου – Ρυλμόν*

Η κλιματική αλλαγή τελειώνει οριστικά την ελπίδα αναζωογόνησης κάποιου είδους σοσιαλδημοκρατίας, μια ελπίδα η οποία επανεμφανίζεται στη χώρα μας τα τελευταία 50 χρόνια, που ο νεοφιλελευθερισμός έχει βγάλει όμως εκτός ημερησίας διατάξεως σε όλη την Ευρώπη από το τέλος της δεκαετίας του ‘70. Χάρη στη δημιουργία από τον ΟΗΕ του IPCC (Διακυβερνητικού Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή), γνωρίζουμε ότι θα έπρεπε να μηδενιστούν ώς το 2050 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ώστε να υπάρχει ο στόχος να περιοριστεί η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη, σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, στους 2 ή καλύτερα τον 1,5 βαθμό (ο οποίος σήμερα έχει ήδη ξεπεραστεί).

Η υπερθέρμανση προκαλεί σε όλο τον πλανήτη καταστροφικές πλημμύρες όπως αυτή της Θεσσαλίας, εκτεταμένες πυρκαγιές και θυελλώδεις ανέμους, με επίσης καταστροφικές επιπτώσεις για τους ανθρώπους, τις υποδομές και τις οικονομικές δραστηριότητες. Παράλληλα με τη μείωση των εκπομπών με την αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δηλαδή με μια ολική ενεργειακή μετάβαση, πρέπει παντού να σχεδιαστούν έργα και θεσμικές παρεμβάσεις για να προετοιμαστούν οι τοπικές και περιφερειακές κοινωνίες, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν ακραίες καταστάσεις. Ταυτοχρόνως, αναγκαστικά, με τη συνεχιζόμενη ζημιά που προκαλεί σχετικά με τις κοινωνικές ανισότητες και τις ελλιπέστατες υπηρεσίες, ο συνδυασμός πελατειακού κράτους και νεοφιλελευθερισμού.

Η αντιμετώπιση αυτής της σύνθετης συγκυρίας, που έχει ονομαστεί «πολυκρίση», δεν μπορεί να αφεθεί στην πρωτοβουλία ιδιωτών και στην «αγορά». Ο δημοκρατικός σχεδιασμός σχετικά με ανάγκες που αφορούν τους πάντες και πρέπει να καλυφθούν άμεσα είναι μια ανάγκη που απαιτεί αφ’ ενός την κινητοποίηση του διαθέσιμου επιστημονικού δυναμικού, που είναι μεν υπαρκτό αλλά δεν αξιοποιείται πάντα καταλλήλως. Και αφ’ ετέρου τη δημιουργία θεσμών λαϊκής εκπροσώπησης που μπορούν να προτείνουν και να εγκρίνουν κατευθύνσεις και μεθόδους κάλυψης των αναγκών, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τόσο την κατανομή όσο και την πραγματικότητα αυτών των αναγκών, παράλληλα με την ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα, ειδικότερα της εκπαίδευσης ενηλίκων.

Το εξαιρετικό βιβλίο του Josiah Ober, The Rise and Fall of Classical Greece (2015) –ελληνική μετάφραση: Ανοδος και Πτώση της Κλασικής Ελλάδας– εξηγεί ότι τόσο η πνευματική όσο και η οικονομική άνθηση των ελληνικών πόλεων εκείνης της περιόδου, που ήταν μοναδική, οφειλόταν στο ότι η διάδοση και η παραγωγή της γνώσης δεν ήταν συγκεντρωμένες σε κάποιες ηγετικές φιγούρες, αλλά ήταν διάσπαρτες στο σύνολο των μελών του δήμου. Μπροστά στην ανάγκη ανανέωσης των γνώσεων που χρειάζονται οι εργαζόμενοι και οι πολίτες, μετά τις κλιματικές ανατροπές, αλλά και τις τεχνολογικές εξελίξεις, η αποφασιστική ενίσχυση των κοινωνικών διαδικασιών παραγωγής, διάδοσης και αξιοποίησης των γνώσεων μέσω των σχετικών θεσμών και εργαλείων είναι απαραίτητη.

*Οικονομολόγος, δημοσιογράφος

«Δίδυμο» φορέων σχεδιασμού και τεχνικής υποστήριξης αγροτών και μικρομεσαίων

Του Γεωργίου Σταμπούλη*

Πολλοί μιλούν για την ευκαιρία ενός νέου ξεκινήματος για τη Θεσσαλία, μετά τις καταστροφές. Μπροστά στον κίνδυνο της αρπαγής της γεωργικής γης αλλά και του αρδευτικού νερού από τα funds πρέπει να αντιτάξουμε αφ’ ενός ένα σχέδιο ανθεκτικής και δίκαιης ανάπτυξης για τη Θεσσαλία και αφ’ ετέρου τους θεσμούς σχεδιασμού, παρακολούθησης και αξιολόγησης σε συνδυασμό με την τεχνική υποστήριξη των επιχειρήσεων, των συνεταιρισμών και των αγροτών για την αποτελεσματική υλοποίησή του. Η αναδιοργάνωση του Δημοσίου και της Αυτοδιοίκησης αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της σύνθετης πραγματικότητας που προέκυψε μετά τις πλημμύρες στη Θεσσαλία.

Στην εποχή μας δεν επιτρέπεται να καλλιεργούμε την πλάνη ότι υπάρχουν εύκολες ή απλές λύσεις. Οι λύσεις είναι, όπως και τα προβλήματα, πολύπλοκες. Απαιτούν μελέτη, τεχνογνωσία, οργανωμένη και επαρκή σε χρόνο διαβούλευση και στη συνέχεια αξιολόγηση για βελτίωση. Θα αποκτήσουμε πρώτα μια στρατηγική ανάπτυξης που θα έχουμε συμφωνήσει μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες; Θα αποκτήσει η περιφέρεια ένα Οργανισμού Ανάπτυξης όπως οι περισσότερες περιφέρειες σε Ευρώπη και Β. Αμερική, επαρκώς στελεχωμένο με επιστημονικό δυναμικό για τη διάγνωση των αναπτυξιακών αναγκών, την τεκμηρίωση των πολιτικών του στη βάση δεδομένων και για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των πολιτικών;

Στις εξαγγελίες που ακούμε, πέρα από την επιμονή σε παρωχημένες και αποσπασματικές «λύσεις», λείπουν δύο θεμελιώδη στοιχεία.

Πρώτον, το σύγχρονο όραμα που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της εποχής και στις προσδοκίες των Θεσσαλών, ιδιαίτερα της νέας γενιάς. Στην εποχή της κλιματικής κρίσης και της ψηφιακής μετάβασης το ζήτημα δεν είναι να ανασυγκροτήσουμε το παλιό, αλλά να μετασχηματίσουμε το δυναμικό σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, με υψηλότερη προστιθέμενη αξία και ανθεκτικότητα. Δεν είναι αποτελεσματικό να ενισχύουμε μεμονωμένες δραστηριότητες, αντί για αλυσίδες (οικοσυστήματα) αξίας. Οι επιλογές και οι πολιτικές που έχουν στενό τομεακό χαρακτήρα είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, ωφελώντας τους ισχυρούς που καραδοκούν να αποσπάσουν παραγωγικούς πόρους και δυναμικό.

Δεύτερον, η συμπερίληψη στον σχεδιασμό και η υποστήριξη των υποκειμένων της ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, με ποιους και για ποιους γίνεται ο σχεδιασμός. Για να αναπτύξουμε ανταγωνιστικές αλυσίδες αξίας που θα μεγιστοποιούν την τοπικά προστιθέμενη αξία –άρα και τον παραγόμενο πλούτο που μένει στον τόπο– οι ασκούμενες πολιτικές και τα μέτρα πρέπει να έχουν συγκεκριμένους στόχους. Οχι μειώσεις του κόστους μέσω της κοινωνικής υποτίμησης και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Ετσι τελικά δεν θα μείνει τίποτε όρθιο. Σήμερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι συνεταιρισμοί έχουν ουσιαστικά αποκλειστεί από τα χρηματοδοτικά εργαλεία.

Λείπουν όμως και οι μηχανισμοί υποστήριξης των ΜμΕ, των συνεταιρισμών και των αγροτών. Πώς θα οργανωθούν η ενημέρωσή τους, η καταγραφή των αναγκών τους, η πρόσβαση σε αγορές, η κατάρτιση του προσωπικού, η σύνδεση με την έρευνα, η δικτύωσή τους αν δεν υπάρχει ένας μηχανισμός υποστήριξης, ένας φορέας του κόσμου της παραγωγής;

Είναι απαραίτητη η λειτουργία ενός Οργανισμού τεχνικής υποστήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των συνεταιρισμών και των αγροτών για την επιτυχή υλοποίηση του Αναπτυξιακού Σχεδίου. Δίχως τις ΜμΕ, τους συνεταιρισμούς και τους αγρότες, ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί και αν δεν υποστηριχθούν συστηματικά όλες οι εξαγγελίες θα μείνουν στα χαρτιά και η Θεσσαλία θα συνεχίσει τη φθίνουσα πορεία της.

Το δίδυμο ενός φορέα σχεδιασμού και παρακολούθησης της αναπτυξιακής πολιτικής και ενός φορέα τεχνικής υποστήριξης της υλοποίησης αποτελεί δοκιμασμένη πρακτική, απαραίτητη για την επιτυχία κάθε σχεδίου ανάπτυξης.

*Αν. καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Μια επείγουσα αποστολή ανασυγκρότησης της περιοχής

Της Ζωής Ακριβούλη*

Η συζήτηση για τη σύνθετη πραγματικότητα που προέκυψε στη Θεσσαλία μετά τις τελευταίες καταστροφές των «Daniel» και «Elias» δεν έγινε οργανωμένα αλλά περιορίστηκε στη διαβούλευση για το «σχέδιο των Ολλανδών», την αντιπρόταση της περιφέρειας και τις επιμέρους πρωτοβουλίες φορέων της περιοχής. Δεν είναι δυνατόν η συζήτηση για τη Θεσσαλία να γίνεται ερήμην των άμεσα ενδιαφερομένων, της κοινωνίας και των οργανώσεών της, των επιστημονικών και παραγωγικών φορέων, των πολιτικών κομμάτων.

Ας δούμε πρώτα ορισμένα βασικά στοιχεία για τη Θεσσαλία. Η παραγωγική της δομή βασίζεται στον πρωτογενή τομέα, 2η μετά την Κ. Μακεδονία στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας, τρεις φορές μεγαλύτερη από τον εθνικό μέσο όρο και επτά από τον μέσο κοινοτικό. Ο πρωτογενής της τομέας βασίζεται κυρίως στην αναπτυσσόμενη φυτική παραγωγή, με σχετικά στάσιμη τη ζωική και αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως η λειψυδρία, ακραία καιρικά φαινόμενα, διάβρωση και ερημοποίηση των επικλινών γαιών, υποβάθμιση των εδαφών λόγω πολυετούς μονοκαλλιέργειας κ.ά. Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της ανέρχεται στο 5,2% της συνολικής ΑΠΑ της χώρας, κατατάσσοντάς την 3η μετά την Αττική και την Κεντρική Μακεδονία. Ωστόσο, είναι 9η στη χώρα σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν περιφερειακό ΑΕΠ και εμφανίζει σημαντικό πρόβλημα μείωσης πληθυσμού και γήρανσης, καθώς είναι 3η σε ποσοστό ηλικιωμένων στη χώρα.

Οκτώ μήνες αργότερα, φαίνεται πως δεν υπάρχει συνεκτικό, ολοκληρωμένο και κοινά αποδεκτό σχέδιο για την επόμενη ημέρα. Η Θεσσαλία μπορεί να ανακάμψει αλλά χρειάζεται όραμα, στόχους και στρατηγική. Και αυτή δεν μπορεί να είναι η εγκατάλειψη στους «μηχανισμούς της αγοράς» με πρώτο την ιδιωτικοποίηση του νερού, το άθροισμα επιμέρους έργων και παρεμβάσεων χωρίς πραγματική συνοχή ή επιδοματική πολιτική για τους πληγέντες, η οποία και αυτή είναι ελλιπής, με προβλήματα και καθυστερήσεις. Η απειλή της κλιματικής κρίσης είναι παρούσα και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Την ίδια στιγμή, οι τεχνολογικές εξελίξεις, η τεχνητή νοημοσύνη, οι εξελίξεις στη βιοτεχνολογία και αλλού δημιουργούν νέα δεδομένα για την οικονομία και την κοινωνία.

Χρειάζεται, συνεπώς, μια επείγουσα αποστολή ανασυγκρότησης με πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και κινητοποίηση πόρων που θα περιλαμβάνει κατ’ αρχάς την αναμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου με διαδικασίες εμπλοκής όλων των συμμετόχων στη διαμόρφωση ενός νέου οράματος και στρατηγικής για μια Θεσσαλία αξιοβίωτη, παραγωγική, βιώσιμη και ανθεκτική, με το ανθρώπινο δυναμικό και τους τοπικούς άυλους πόρους ως βασικούς παράγοντες της αναπτυξιακής διαδικασίας. Χρειάζονται άμεσα μέτρα ανακούφισης και επίλυσης προβλημάτων, μεσοπρόθεσμα μέτρα για αποκατάσταση των υποδομών και διαμόρφωση νέων δομών, αλλά κυρίως στρατηγική στόχευση. Ακόμα και αν όλα τα προβλήματα επιλύονταν αύριο με ένα μαγικό ραβδί, σε ποια κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί η Θεσσαλία;

Στο νέο αυτό παραγωγικό μοντέλο, ο πρωτογενής τομέας και οι αλυσίδες αξίας στις οποίες εμπλέκεται μπορούν να εξακολουθήσουν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Απαιτούνται, ωστόσο, υποστήριξη για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και μακροπρόθεσμα την ανάσχεση των επιπτώσεών της καθώς και ενίσχυση της εφαρμογής των αρχών της αειφορίας και της κυκλικής οικονομίας. Απαιτείται η διασφάλιση της επισιτιστικής επάρκειας και ασφάλειας για την περιοχή. Απαιτούνται, επίσης, πολιτικές ενθάρρυνσης της καινοτομίας και της εν γένει καινοτομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, με τον ρόλο του κράτους σημαντικό αλλά σε συνεργασία με την Αυτοδιοίκηση και τους φορείς της περιοχής.

Η Θεσσαλία μπορεί πράγματι να ανακάμψει γρήγορα και να αναπτυχθεί. Απαιτούνται όμως όραμα, στρατηγική και νέοι θεσμοί σχεδιασμού, παρακολούθησης και υποστήριξης της πορείας ανασυγκρότησης.

*Οικονομολόγος-υποψήφια ευρωβουλεύτρια Νέας Αριστεράς

Πηγή : https://www.efsyn.gr