του Γιάννη Σιάτρα *

siatras_logoΗ μελέτη και η διαχρονική ανάλυση των στοιχείων των Προϋπολογισμών του Ελληνικού Κράτους, για την περίοδο 1960 – 2011, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, συνιστά το μοναδικό  και τον πλέον αδιάψευστο τρόπο για την έρευνα και την αποκάλυψη της αλήθειας για το τί ακριβώς έγινε και έφθασε η χώρα στη σημερινή της κατάσταση.

Η ανάλυση των μακροοικονομικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών της περιόδου των τελευταίων 50 ετών, δε δείχνει κάποια “παθογένεια” από την οποία θα μπορούσε να είχε διαφανεί από νωρίς ότι η χώρα θα έφθανε στη σημερινή “έκρηξη χρέους” και στο χείλος της χρεοκοπίας.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε ιδιαίτερα δυναμική, ανθεκτική, δημιουργική και ικανή να στηρίξει ένα καλύτερο -σε σχέση με το σημερινό- βιοτικό επίπεδο για την ελληνική κοινωνία.
Απεναντίας, διακρίνουμε παθογένεια στον τρόπο διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών, παθογένεια που εξελίχθηκε στη δημιουργία στρεβλωτικών τάσεων, οι οποίες κατέληξαν να προκαλέσουν τα σημερινά δυσεπίλυτα προβλήματα. Παράλληλα, διακρίνουμε μία ατολμία, ή ακόμη και αδυναμία ή άρνηση για την ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν -έγκαιρα- διορθώσει διόρθωση τις τάσεις αυτές.

Την ανάλυση των δημοσιονομικών μεγεθών των τελευταίων 50 ετών, τη διαχωρίζουμε σε δύο βασικά χρονικά διαστήματα: α) στην περίοδο 1961-1974 και β) στην περίοδο 1974 – 2011. Οι περίοδοι αυτοί επιλέχθηκαν τόσο με οικονομικά, όσο και με πολιτικά κριτήρια.

Κατά το 1974, η ελληνική οικονομία έκλεισε έναν 20ετή κύκλο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και εισήλθε σε μία φάση στασιμοπληθωρισμού, η οποία την χαρακτήρισε για δύο δεκαετίες και δημιούργησε τις βάσεις των προβλημάτων που την απασχολούν ακόμη και σήμερα.
Παράλληλα, το 1974 ξεκίνησε ένας νέος πολιτικός κύκλος -ο “κύκλος της Μεταπολίτευσης”- ο οποίος χαρακτηρίζει την πολιτική σκηνή της χώρας έως και σήμερα.

Η ανάλυση, αλλά ακόμη και η απλή ανάγνωση των βασικών μεγεθών των Προϋπολογισμών της περιόδου των τελευταίων 50 ετών, είναι αποκαλυπτική.

(Δείτε τα βασικά μεγέθη του Πίνακα 1).

Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση των δημοσιονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας είναι τα παρακάτω:

Περίοδος 1960 – 1973

Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1961 – 1973, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με τον εντυπωσιακό ρυθμό του 7,15% ετησίως (μέσος όρος περιόδου), ρυθμός που ήταν ένας από τους υψηλότερους σε παγκόσμιο επίπεδο, για την περίοδο εκείνη.
Αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις συνθήκες της διεθνούς οικονομίας που επικρατούσαν (χαμηλός πληθωρισμός, σταθερές τιμές ενέργειας, σταθερές νομισματικές ισοτιμίες κλπ) επέτρεψαν την εμφάνιση αρκετά ισορροπημένων Προϋπολογισμών και τη διατήρηση του δημοσίου χρέους σε αρκετά χαμηλά επίπεδα.

Κατά την περίοδο 1961-1973, οι δαπάνες του Προϋπολογισμού (χωρίς τον υπολογισμό των δημοσίων επενδύσεων) κυμάνθηκαν σε ποσοστά κάτω του 20% του ΑΕΠ (στήλες 16-17), με μία μικρή αυξητική τάση (από το 16% στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στο 19% στην περίοδο 1972-1973).
Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι Προϋπολογισμοί εμφάνιζαν πρωτογενές έλλειμμα (στήλη 22), το οποίο ήταν χαμηλό (ο μέσος όρους του πρωτογενούς ελλείμματος της περιόδου έφθανε στο 2,6%). Το μέγεθος αυτό δεν προκαλούσε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.

Όπως εμφανίζεται από τους Προϋπολογισμούς, τα ελλείμματα αυτής της περιόδου χρηματοδότησαν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Κατά το εξεταζόμενο διάστημα (1961-1973), το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων έφθασε στα 94,7 δισεκατομμύρια δραχμές, ενώ τα συνολικά (πρωτογενή) ελλείμματα της περιόδου έφθασαν στα 66,8 δισεκατομμύρια.

Δημόσιο Χρέος: Το δημόσιο χρέος της χώρας (στήλη 30) κατά τα έτη 1961 – 1973 κυμάνθηκε μεταξύ του 10,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ (1961) έως το 22,0% (1973), με υψηλότερο επίπεδο αυτό του 1972, όταν έφθασε στο 26,5% του ΑΕΠ (στήλη 31).  Η τάση του υπήρξε αυξητική (όπως άλλωστε συνέβαινε σε όλα τα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ), χωρίς ωστόσο να προκαλεί κάποιο σημαντικό πρόβλημα. Άλλωστε, η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους γινόταν κανονικά, ενώ το ύψος των τόκων (στήλη 24) κυμάνθηκε μεταξύ του 0,4% του ΑΕΠ (1961) και του 1,2% (1973).

Έτσι, το συνολικό έλλειμμα της Κεντρικής Κυβέρνησης (στήλη 28), καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου κυμάνθηκε μεταξύ του 2,3% του ΑΕΠ (1966) και του 4,4% (1972).

Φόροι: Στην περίοδο που εξετάζουμε, το σύνολο των φορολογικών εσόδων (δε συμπεριλαμβάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές), κυμάνθηκε μεταξύ του 14,5% του ΑΕΠ (1961), έως το 19,9% (1972). Τα φορολογικά έσοδα προέρχονταν κυρίως από τους έμμεσους φόρους, ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας το οποίο διατηρείται ως σήμερα.
Κατά το διάστημα 1961 – 1973, οι άμεσοι φόροι αποτέλεσαν το 21,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων, ενώ οι έμμεσοι αποτέλεσαν το 78,5%. Η ανισορροπία αυτή αιτιολογείται από το γεγονός ότι στην εξεταζόμενη περίοδο η οικονομία βρισκόταν σε ένα πρώιμο στάδιο της σύγχρονης ανάπτυξής της και τα εισοδήματα βρίσκονταν σε χαμηλά έως μέσα επίπεδα. Όπως θα δούμε και σε άλλο σημείο της παρούσας μελέτης, η σχέση αυτή μεταβλήθηκε στις επόμενες δεκαετίες.

Δαπάνες ανά τομέα: Η διάρθρωση των δαπανών του Προϋπολογισμού (Πίνακας 2) εμφανίζουν μικρή μόνο μεταβλητικότητα κατά το εξεταζόμενο διάστημα, αν και -όπως θα δούμε στη συνέχεια- σχημάτισαν τάσεις οι οποίες ενδυναμώθηκαν κατά τα επόμενα χρόνια.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση σημαντικής μεταβολής της διάρθρωσής της, είναι οι δαπάνες του τομέα “Εργασίας, Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης”, αφού από το 7,8% (επί των δαπανών του Προϋπολογισμού) που ήταν κατά το 1961, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 κινήθηκε κοντά στο 13%. Οι δαπάνες αυτού του τομέα αυξήθηκαν δραματικά στα επόμενα χρόνια.

Σε γενικές γραμμές, κατά την περίοδο 1961 – 1973, η οικονομία κινήθηκε ιδιαίτερα ικανοποιητικά και αρκετά ισορροπημένα. Κατά την περίοδο αυτή δε δημιουργήθηκε πρόβλημα χρέους, αφού αφ’ ενός μεν τα ελλείμματα των Προϋπολογισμών παρέμεναν σε λογικά επίπεδα, ενώ αυτά προκαλούνταν από επενδυτικές δαπάνες, οι οποίες βοήθησαν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Βέβαια, συμπτωματικά, η κατάρρευση της χούντας το 1974 και η έναρξη της περιόδου της Μεταπολίτευσης συμπίπτει με την έναρξη της -μέχρι τότε- μεγαλύτερης μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης στην παγκόσμια οικονομία, μία κρίση που -σε συνδυασμό και με τις πολιτικές εξελίξεις των επομένων ετών- έθεσε την οικονομία σε μία τροχιά, το αποκορύφωμα της οποίας βιώνουμε σήμερα.

Περίοδος 1974  – 2011

Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1973 – 1995, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,13%, ενώ κατά τη διάρκεια των ετών 1995-2011, αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,44% (Σημείωση: Η μέτρηση γίνεται με “ενδιάμεσο” έτος το 1995, αφού κατά τη χρονιά εκείνη, λόγω της υιοθέτησης των ευρωπαϊκών στατιστικών μεθόδων -ESA95- μεταβλήθηκε ο τρόπος μέτρησης του ΑΕΠ, ενώ αναθεωρήθηκε το μέγεθός του).
Κατά την πρώτη περίοδο (1973-1995) υπήρξαν 4 χρονιές κατά τις οποίες σημειώθηκε πτώση του ΑΕΠ (1974, 1987, 1990, 1993), χωρίς ποτέ όμως να υπάρξουν ποτέ δύο συνεχόμενες χρονιές πτώσης.
Κατά την περίοδο 1996-2011, υπήρξαν 3 συνεχόμενες χρονιές με πτωτικό ΑΕΠ, δηλαδή η τριετία 2009-2011.

Οι συνθήκες εξέλιξης της διεθνούς οικονομίας δεν υπήρξαν ομαλές: περίοδος παγκόσμιου στασιμοπληθωρισμού κατά τα πρώτα χρόνια της περιόδου, νομισματική αστάθεια, ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών αγορών και μεταβολές στις λειτουργίες του τραπεζικού συστήματος, εξαιρετική και ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογίας της πληροφορικής, κοινωνικοπολιτικές ανατροπές (πτώση του “ανατολικού μπλοκ”), έντονες χρηματοοικονομικές κρίσεις, άνοδος των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Οι συνθήκες αυτές προσδιόρισαν μία δραματική μεταβολή των δομών της διεθνούς οικονομίας, μία διαδικασία μεταφοράς της οικονομικής δραστηριότητας και συσσώρευσης πλούτου σε άλλες περιοχές και μία μετατόπιση του “κέντρου βάρους” της διεθνούς οικονομίας.

Παράλληλα όμως, κατά την περίοδο 1973-2011, έγιναν περισσότερο εμφανή τα αποτελέσματα της δημογραφικής κατάρρευσης των χωρών μελών του ΟΟΣΑ (η διαδικασία αυτή είχε ξεκινήσει πριν ακόμη και από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως οι επιδράσεις της στις πληττόμενες οικονομίες έγιναν περισσότερο εμφανείς μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970), κάτι που μετάβαλε δραματικά τη διάρθρωση του εργατικού δυναμικού των κοινωνιών και που -σταδιακά, αλλά σταθερά- οδήγησε στην “έκρηξη” των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας, παράγοντας ο οποίος φέρει το σημαντικότερο μερίδιο ευθύνης στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό που σημειώνεται στα περισσότερα κράτη, στις μέρες μας.

Κατά την περίοδο 1974 – 2011, οι πρωτογενείς δαπάνες των Προϋπολογισμών (χωρίς τον υπολογισμό των δημοσίων επενδύσεων) κυμάνθηκαν συνήθως πάνω από το 20% του ΑΕΠ (η μείωση που εμφανίστηκε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 ήταν αποτέλεσμα των αυξητικών αναπροσαρμογών του ΑΕΠ), με αποκορύφωμα το έτος 1988, οπότε έφθασαν στο 28,2% του ΑΕΠ (Πίνακας 1 – στήλη 24).

Οι Προϋπολογισμοί του Κράτους συνήθως εμφάνιζαν μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα, ιδίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Όμως, αυτός δεν είναι ο κανόνας της περιόδου. Οι κρατικοί Προϋπολογισμοί εμφάνιζαν πρωτογενές πλεόνασμα κατά την περίοδο 1992 – 2002, κάτι που ήταν αποτέλεσμα της πίεσης που ασκούσαν, αφ’ ενός μεν η τραγική κατάσταση του χρέους που είχε συσσωρευθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και αφ’ ετέρου, η ανάγκη επίτευξης των στόχων του Μάαστριχτ, για την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη.

Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως αυτά που σημειώθηκαν μεταξύ του 1992 και του 2002, είναι κάτι πολύ σπάνιο για τη δημοσιονομική ιστορία της χώρας. Μάλιστα, για να δούμε αντίστοιχες περιπτώσεις εμφάνισης πλεονασμάτων, θα πρέπει να πάμε πίσω, στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η ασφυκτική πίεση της επιτροπής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, πέτυχε τον εξορθολογισμό των δαπανών και γενικότερα της ευρύτερης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης.

Βεβαίως όμως, αν λάβουμε υπ’ όψη και την ετήσια δαπάνη των τόκων του χρέους, τότε διαπιστώνουμε ότι, σε επίπεδο τελικού αποτελέσματος, οι προϋπολογισμοί της Κεντρικής Κυβέρνησης, κατέληγαν σε έλλειμμα, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 1974 – 2011.

Στα χρόνια που εμφανιζόταν πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, αυτό κυμαινόταν μεταξύ του -2,0% επί του ΑΕΠ (1980) έως και -9,1% (2009).

Δημόσιο Χρέος: Κατά την περίοδο 1974 – 1980, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από το 22,0% του ΑΕΠ, στο 27,7%. Παρά την αύξησή του, κυμαινόταν σε “ανεκτά” επίπεδα και οι δαπάνες εξυπηρέτησης των τόκων κυμάνθηκαν ανάμεσα στο 1,5% έως το 2,5% του ΑΕΠ. (Πίνακας 1 – στήλη 25).
Η κατάσταση μεταβλήθηκε δραματικά κατά την περίοδο 1981 – 1996, όταν μετά από συνεχή αύξησή τους, το χρέος έφθασε στο 122,1% (κατά το 1996), ενώ οι δαπάνες για την εξυπηρέτησή του έφθασαν ακόμη και στο εφιαλτικό ποσοστό του 13,9% του ΑΕΠ (1994) για να αρχίσουν να αποκλιμακώνονται στη συνέχεια, λόγω της σταδιακής μείωσης των επιτοκίων, λόγω της “χρονικής αναδιάρθρωσης” του χρέους, αλλά και λόγω της αυξητικής αναπροσαρμογής του ΑΕΠ κατά το 1995).
Στην πρώτη περίοδο μετά από το 1996, το χρέος έτεινε να σταθεροποιηθεί στα επίπεδα του 105% – 110% του ΑΕΠ, για να επιδεινωθεί όμως δραματικά μετά από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, εξέλιξη που είχε σαν αποτέλεσμα την ανύψωσή του στο δυσβάσταχτο επίπεδο των 350 δισεκατομμυρίων ευρώ, επίπεδο το οποίο ισούται με το 150% του ΑΕΠ.

Για ποιούς λόγους σημειώθηκε η μεγάλη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, κατά την περίοδο 1974-2010, τα οποία είχαν σαν αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους;

Η απάντηση δίνεται από την εξέταση των μεγεθών των ετησίων Προϋπολογισμών:

– Από το 1981 ξεκίνησε μία μεγάλη αύξηση των δαπανών (στήλη 16), η οποία δε συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση των εισπραχθέντων φόρων (στήλη 15). Έτσι, τα δημοσιονομικά ελλείμματα (στήλη 21) αυξήθηκαν εντυπωσιακά.
– Κατά τη δεκαετία 1981 – 1990: α) Οι δαπάνες του τακτικού Προϋπολογισμού κατά μέσο όρο έφθασαν στο 28,9% του ΑΕΠ. Αν υπολογίσουμε και τις δαπάνες των τόκων, έφθασαν στο 35,2% του ΑΕΠ. β) Ο μέσος όρος των εσόδων έφθασε στο 23,3% του ΑΕΠ. γ) Ο μέσος όρος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων έφθασε στο 11,9%. δ) Ο μέσος όρος της δαπάνης για τόκους έφθασε στο 6,3% και ε) Οι τόκοι αποτέλεσαν το 53,1% των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

Πού δαπανήθηκαν τα χρήματα τα οποία τελικά προκαλούσαν ελλείμματα κάθε χρόνο και τα οποία τελικά κατέληξαν να γιγαντώσουν το χρέος;

Τρία είναι τα κύρια σημεία που εξηγούν την αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους κατά τη δεκαετία 1981 – 1990:

α) Η μεγάλη αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων:
Κατά τη δεκαετία 1981-1990, οι δημόσιες επενδύσεις κάλυψαν το 4,5% του ΑΕΠ, ποσοστά πολύ υψηλότερα από αυτά των δύο προηγούμενων δεκαετιών. (Πίνακας 5)
Αυτό υπήρξε μία πολιτική επιλογή, με στόχο την ταχύτερη ανάπτυξη των υποδομών και της οικονομίας της χώρας.
Το πρόβλημα όμως αυτής της πολιτικής επιλογής ήταν ότι, ένα πολύ μεγάλο μέρος των δαπανών (88,8%) καλύφθηκε με εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό (δανεισμός 2.449 δισεκατομμυρίων, από το σύνολο των δαπανών 2.758 δισεκατομμυρίων δραχμών).
Παράλληλα, αν εξετάσουμε τη διάρθρωση του δανεισμού (δείτε Πίνακα 5) θα διαπιστώσουμε ότι, το 26,5% του δανεισμού αφορούσε βραχυπρόθεσμο εσωτερικό δανεισμό (έντοκα γραμμάτια) τα οποία έφεραν πολύ υψηλό επιτόκιο (συχνά πάνω από 22%) και το 63,5% αφορούσε εξωτερικό δανεισμό (δηλαδή σε συνάλλαγμα), σε μία περίοδο που και τα επιτόκια στο εξωτερικό ήταν υψηλά, αλλά και οι ρυθμοί πτώσης της δραχμής ήταν μεγάλοι.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι, το (μεγάλο σε μέγεθος) Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ήταν “ακριβό” σε χρηματοοικονομικούς όρους.
Από την άλλη πλευρά, θα αμφισβητηθεί η αποτελεσματικότητα των δαπανών. Δηλαδή, τίθεται το ερώτημα για το εάν σπαταλήθηκαν επενδυτικοί πόροι (οι οποίοι κόστιζαν πανάκριβα) σε έργα αμφισβητούμενης επενδυτικής αξίας, ενώ παράλληλα, πάντα θα τίθεται το ερώτημα για τον τρόπο διαχείρισης του κόστους των έργων αυτών (δηλαδή, εάν υπήρξαν “αδιαφάνειες”, σπατάλες και υπερτιμολογήσεις στην κατασκευή τους).
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της περιόδου εκείνης, εκτιμούμε ότι οι παραπάνω αμφισβητήσεις είναι όντως βάσιμες. Αλλά, η περαιτέρω διερεύνησή τους ξεφεύγει από τα πλαίσια της παρούσας μελέτης.

Όμως, το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων, έστω και με τον “ακριβό” τρόπο χρηματοδότησής του, δικαιολογεί ένα μόνο μέρος των ελλειμμάτων της εξεταζόμενης δεκαετίας. Δηλαδή, από το πρωτογενές έλλειμμα των Προϋπολογισμών της δεκαετίας (5,6% επί του ΑΕΠ), τα ελλείμματα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων ήταν υπεύθυνα για το 4,0%. Το υπόλοιπο 1,6% είναι ένα πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο οφείλεται σε άλλους λόγους. (Δείτε τον Πίνακα 3).

β) Η μεγάλη αύξηση των λειτουργικών και καταναλωτικών δαπανών:

Η αύξηση των λειτουργικών και καταναλωτικών δαπανών, αποτελεί το δεύτερο μεγάλο αίτιο για την εμφάνιση μεγάλων ελλειμμάτων κατά τη δεκαετία του 1980 και -κατά συνέπεια- της επικίνδυνης διόγκωσης του χρέους.

Εάν λάβουμε υπ’ όψη τις αναλογίες των δύο προηγούμενων δεκαετιών, οι λειτουργικές δαπάνες της Κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια της δεκαετίες του 1980, σημείωσαν αύξηση μεταξύ του 2,2% και του 2,4%.
Σημειώνουμε ότι, στις προηγούμενες δεκαετίες, οι δαπάνες των Προϋπολογισμών, χωρίς τον υπολογισμό των Δημοσίων Επενδύσεων, ήταν χαμηλότερες των συνολικών εσόδων (δηλαδή, χωρίς τον υπολογισμό των δημοσίων επενδύσεων, προέκυπτε πρωτογενές πλεόνασμα). Αυτό, δε συνέβη στη δεκαετία του 1980.
Πού δαπανήθηκαν τα χρήματα αυτά;
Σε γενικές γραμμές, υπάρχει αύξηση στις περισσότερες κατηγορίες των δαπανών και κυρίως των μισθολογικών δαπανών του δημοσίου.
Το σύνολο των τακτικών δαπανών του Προϋπολογισμού κατά τη δεκαετία του 1980 αυξήθηκε σε 28,9% του ΑΕΠ, έναντι 24,5% και 22,6% κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1960 αντίστοιχα.
Παράλληλα όμως, επισημαίνουμε κυρίως μία κατηγορία δαπανών, η εξέλιξη της οποία έπαιξε έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω διόγκωση του χρέους κατά τις επόμενες δεκαετίες. Πρόκειται για την κατηγορία των δαπανών της κοινωνικής πρόνοιας (δαπάνες υγείας και ασφάλισης).

Κατά τη δεκαετία του 1960, οι δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας αποτελούσαν το 1,7% του ΑΕΠ και το 7,5% του Προϋπολογισμού. Στη δεκαετία του 1970, οι δαπάνες αυτές αποτελούσαν το 2,2% του ΑΕΠ και το 9,0% του Προϋπολογισμού. Τελικά, στη δεκαετία του 1980 αποτέλεσαν το 3,8% του ΑΕΠ και το 13,1% του Προϋπολογισμού. Ήδη, από την εποχή εκείνη φάνηκε ότι ξεκινούσε μία “επικίνδυνη” τάση, η οποία θα προκαλούσε σημαντικά προβλήματα στο μέλλον. (Δείτε τον Πίνακα 4)
(Σημείωση: Αξίζει να σημειωθεί ότι, η κατηγορία των συνταξιούχων που το 1962 αποτελούσε το 8,6% του συνολικού ελληνικού πληθυσμού, κατά το 1990 έφθασε να αποτελεί το 19,3% του πληθυσμού και περισσότερο από το 25% κατά το έτος 2010).

(Δείτε τον Πίνακα 4, όπου εμφανίζονται οι ανά δεκαετία δαπάνες για διάφορες κατηγορίες δαπανών του Προϋπολογισμού)

γ) Η μεγάλη αύξηση των τόκων για την εξυπηρέτηση του αυξανόμενου χρέους

Το δημόσιο χρέος, το οποίο στα τέλη του 1980 έφθανε στο 27,7% του ΑΕΠ, στα τέλη του 1990 είχε αναρριχηθεί στο 71,4% του ΑΕΠ.
Η δαπάνη των τόκων, από το 2,5% του ΑΕΠ κατά το 1980, εκτοξεύθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ κατά το 1990. Αντίστοιχα, η δαπάνη των τοκων, από το 8,9% του συνόλου των τακτικών δαπανών του Προϋπολογισμού κατά το 1980, έφθασε στο 28,8% κατά το 1990!

Γιατί όμως οι δαπάνες των τόκων αυξήθηκαν τόσο πολύ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980; Επειδή, πέραν από τη θεαματική αύξηση του δανεισμού και τη μεγάλη συσσώρευση του χρέους, τα επιτόκια με τα οποία δανείζονταν το Κράτος ήταν εξαιρετικά υψηλά και κυμαίνονταν σταθερά πάνω από το 20%.

Συμπερασματικά, το πρόβλημα του δημοσίου χρέους για την Ελλάδα, ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και οφείλονταν στους παρακάτω λόγους:
– Στη μεγάλη αύξηση των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού (κατά μέσο όρο 28,9% του ΑΕΠ στη δεκαετία του 1980, έναντι 24,5% κατά τη δεκαετία του 1970), αύξηση η οποία δεν υποστηρίχθηκε από αύξηση των εσόδων και που τελικά προκάλεσε την αύξηση των πρωτογενών ελλειμμάτων.
– Η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων οι οποίες (κατά μ.ο. στη δεκαετία του 1980) κάλυψαν το 4,5% του ΑΕΠ και χρηματοδοτήθηκαν με βραχυπρόθεσμο δανεισμό.
– Η αύξηση των τόκων για την εξυπηρέτηση του χρέους, το οποίο αυξήθηκε από το 27,7% του ΑΕΠ (1980), σε 71,4% του ΑΕΠ (1990).

Οι επιδράσεις από την αρνητική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της χώρας επιβαρύνθηκαν από μία σειρά άλλων γεγονότων: επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και τάση αποβιομηχάνισης της χώρας, δημιουργία μίας στρατιάς προβληματικών επιχειρήσεων κλπ, τα οποία επιδείνωσαν περαιτέρω την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές της χώρας.

Η δεκαετία 1991-2000

– Κατά τη δεκαετία 1991 – 2000: α) Οι δαπάνες του τακτικού Προϋπολογισμού κατά μέσο όρο έφθασαν στο 24,6% του ΑΕΠ. Αν υπολογίσουμε και τις δαπάνες των τόκων, έφθασαν στο 34,5% του ΑΕΠ. β) Ο μέσος όρος των εσόδων έφθασε στο 27,1% του ΑΕΠ. γ) Ο μέσος όρος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων έφθασε στο 6,6%. Όμως, σε επίπεδο πρωτογενούς αποτελέσματος εμφανίστηκε πλεόνασμα το οποίο, κατά μέσο όρο έφθασε στο 2,5%. δ) Ο μέσος όρος της δαπάνης για τόκους έφθασε στο 9,9%. ε) Οι τόκοι αποτέλεσαν το 149,4%% των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. στ) Επιτεύχθηκε μία “σιωπηρή χρονική αναδιάρθρωση” του χρέους, μέσα από συμφωνίες με εγχώριους ομολογιούχους, αλλά και την αντικατάσταση του υψηλότοκου χρέους με νέο χαμηλότοκο και μεταλύτερης διάρκειας.

Η δεκαετία του 1990 είχε πολλά θετικά σε επίπεδο χρηματοοικονομικής διαχείρισης:
– Μειώθηκαν οι πρωτογενείς δαπάνες του Προϋπολογισμού (από 28,9% του ΑΕΠ στη δεκαετία του 1980, σε 24,6%) και αυτό, χωρίς να μειωθεί το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
– Αυξήθηκαν σημαντικά τα κρατικά έσοδα (από 23,3% του ΑΕΠ στη δεκαετία του 1980, σε 27,1%).
– Εμφανίστηκε (για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο) πρωτογενές πλεόνασμα (κατά μέσο όρο 2,5% του ΑΕΠ).

Από την άλλη πλευρά υπάρχουν μερικά προβληματικά σημεία στα δημοσιονομικά μεγέθη. Τα κυριότερα απ’ αυτά είναι:
– Μεγάλη αύξηση του χρέους (από 71,4% στα τέλη του 1990, στο 102,1% στο έτος 2000, ενώ έφθασε και στο 122,1% στο τέλος του 1996). Βέβαια, η μεγάλη αύξηση του χρέους, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον φαύλο κύκλο του “ανατοκισμού”, αφού τα επιτόκια των δανείων ήταν πάρα πολύ υψηλά, λόγω του υψηλού πληθωρισμού της περιόδου.
– Μεγάλη αύξηση των δαπανών για τόκους, οι οποίοι έφθασαν στο 9,9% του ΑΕΠ, ή κατά μέσο όρο, στο 40,1% των δαπανών του Προϋπολογισμού!
– Μεγάλη αύξηση των δαπανών για την κοινωνική πρόνοια, οι οποίες έφθασαν στο 4,0% του ΑΕΠ ή στο 16,3% των δαπανών του Προϋπολογισμού.

Τα ερωτήματα που τίθενται έχουν να κάνουν με το πώς, οι Κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1990, κατόρθωσαν, παρά τη μεγάλη επιβάρυνση των Προϋπολογισμών με τόκους, κατόρθωσαν να πετύχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα και μάλιστα επί σειρά πολλών ετών;

Η επιτυχία των Κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1990, βασίστηκε στα παρακάτω στοιχεία, τα οποία ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής τους ή βασίστηκαν σε παράγοντες συγκυριακούς:

– Στη σημαντική αύξηση των εσόδων του Κράτους.
– Στη μείωση του δανεισμού για την εκτέλεση των δημοσίων επενδύσεων, αφού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας ενεργοποιήθηκαν αναπτυξιακά πακέτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
– Στη σημαντική μείωση των δαπανών του Προϋπολογισμού.
– Στην πτώση των επιτοκίων, κυρίως από το 1994 και μετά, με πολύ μεγαλύτερη πτώση στα τέλη της δεκαετίας.
– Στη ρύθμιση που έγινε μεταξύ του Κράτους και τραπεζών για τη μείωση των επιτοκίων των ομολόγων που διακρατούσαν και τον “ετεροχρονισμό” στην αποπληρωμή τόκων και κεφαλαίου, κάτι που όπως αναφέρθηκε αρκετά χρόνια αργότερα (κατά το 2004), προκάλεσε μία “εικονική” μείωση του χρέους και μεταφορά του πολλά χρόνια αργότερα.
– Στο γεγονός ότι, ήδη από το 1992 (Συνθήκη του Μάαστριχτ), τέθηκε ο στόχος της συμμετοχής στη ζώνη του ευρώ, στόχος ο οποίος ενέπνευσε το σύνολο του λαού.
– Στη σημαντική βελτίωση των συνθηκών της διεθνούς οικονομίας, σε σχέση με τη δεκαετία του 1980.
– Στην αναπροσαρμογή του ΑΕΠ, κατά το έτος 1995.

Η ουσία είναι ότι, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η χώρα εκπληρούσε (κατά ένα μέρος, αλλά και -κατά πολλούς- με αμφισβητήσιμης ποιότητας πρακτικές) τους όρους για την είσοδό της στην Ευρωζώνη και είχε τη δυνατότητα να μεταβάλει ουσιαστικά τα δεδομένα λειτουργίας του Κράτους, αλλά και τις χρηματοοικονομικές της δομές.

Η δεκαετία 2000 – 2010

Η δεκαετία του 2000 ξεκίνησε με φαινομενικά μεν θετικές προοπτικές, πλην όμως, με μία ελληνική οικονομία η οποία έδειχνε ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υψηλού χρέους και χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Η ευκολία του δανεισμού (λόγω της χρήσης του ευρώ) κάλυψε τα προβλήματα αυτά και αυτό οδήγησε σε λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις.

Τρία ήταν κυρίως τα στοιχεία τα οποία βάρυναν σημαντικά στην επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας κατά τη δεκαετία του 2000:
– Το πρώτο ήταν η πτώση των εσόδων του Προϋπολογισμού, μία πτώση η οποία ξεκίνησε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας: Κατά το 2001, τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 4,8% και τα έξοδα κατά 12,3%. Το 2002, τα έσοδα μειώθηκαν κατά 0,8% (ενδεχόμενα να πρόκειται για τη μοναδική μεταπολεμική περίπτωση κατά την οποία μειώθηκαν τα έσοδα του Κράτους), ενώ τα έξοδα αυξήθηκαν κατά 12,3% (αναλυτικά στοιχεία δείτε στον Πίνακα 1 – στήλες 14 και 20). Το αποκορύφωμα όμως στο άνοιγμα της “ψαλίδας” μεταξύ εσόδων και εξόδων σημειώθηκε κατά το 2009, όταν τα έσοδα μειώθηκαν κατά 10,8%, ενώ τα έξοδα αυξήθηκαν κατά 9,8%! Η εξέλιξη αυτή κατά το 2009  προκάλεσε και την κατάρρευση του Προϋπολογισμού.
– Το δεύτερο ήταν ο εκτροχιασμός των δαπανών Κοινωνικής Πρόνοιας (κάτι που βεβαίως είχε επισημανθεί ήδη από το έτος 2000, αλλά τελικά η τότε Κυβέρνηση υποχώρησε στις -λανθασμένες- λαϊκές αντιδράσεις), οι οποίες από 4,0% του ΑΕΠ κατά τη δεκαετία του 1990, έφθασαν στο 7,0% στη δεκαετία του 2000, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση βεβαίως παρουσιάστηκε στα χρόνια 2008 και 2009, όταν αυτές έφθασαν στο 7,3% και στο 9,4% του ΑΕΠ, αντίστοιχα.

Δείτε τον Πίνακα 2 και τον Πίνακα 6. Ο πίνακας 6 εμφανίζει την εξέλιξη των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (περιλαμβάνει και τις δαπάνες των ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους κρατικούς προϋπολογισμούς). Από την πίνακα αυτό προκύπτει ότι η Ελλάδα και η Πορτογαλία είχαν τη μεγαλύτερη αύξηση στις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας, μεταξύ των ετών 1996 και 2009. Έτσι, ενώ οι δαπάνες αυτές στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 0,2%, στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 7,1% του ΑΕΠ και στην Πορτογαλία κατά 9,2% του ΑΕΠ της χώρας!

– Το τρίτο ήταν η αύξηση των μισθών και γενικότερα του κόστους, τόσο στον ιδιωτικό, όσο κυρίως στον κρατικό τομέα, κάτι που αφ’ ενός μεν είχε αρνητικές επιδράσεις στην ήδη καταρρέουσα ανταγωνιστικότητα της χώρας και στην αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων (Σημείωση: Όπως μας δείχνει ο Πίνακας 7, της Eurostat, μεταξύ του 1996 και του 2009, η επιβάρυνση του Προϋπολογισμού και μόνο για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε κατά 3,4% του ΑΕΠ! Ενώ το 1996 αποτελούσαν το 9,6% του ΑΕΠ, κατά το 2009 έφθασαν στο 13% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, στη Γερμανία, το 1996 έφθαναν στο 8,7% του ΑΕΠ και το 2009 είχαν υποχωρήσει στο 7,4% του ΑΕΠ. Η αύξηση της δαπάνης στην Ελλάδα κατά το διάστημα αυτό ήταν 225%, στην Ιρλανδία 247% και στη Γερμανία μόλις 9%!

– Συγκεντρωτικά, κατά τη δεκαετία 2001 – 2010:
α) Οι δαπάνες του τακτικού Προϋπολογισμού κατά μέσο όρο έφθασαν στο 25,1% του ΑΕΠ. Αν υπολογίσουμε και τις δαπάνες των τόκων, έφθασαν στο 34,5% του ΑΕΠ.
β) Οι δαπάνες δημοσίων επενδύσεων έφθασαν στο 4,2% του ΑΕΠ, ενώ η συμμετοχή των ευρωπαϊκών πόρων στις δαπάνες αυτές, ήταν οι υψηλότερες από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
γ) Ο μέσος όρος των εσόδων έφθασε στο 23,6% του ΑΕΠ.
δ) Ο μέσος όρος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων έφθασε στο 6,7% (ελάχιστα υψηλότερο από την την προηγούμενη δεκαετία). Σε επίπεδο πρωτογενούς αποτελέσματος εμφανίστηκε έλλειμμα της τάξης του 1,5%.
ε) Ο μέσος όρος της δαπάνης για τόκους έφθασε στο 5,2%.
στ) Οι τόκοι αποτέλεσαν το 77,2%% των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Δηλαδή, ακόμη και εάν εξέλειπαν οι τόκοι, το Κράτος θα εξακολουθούσε να είχε σημαντικό έλλειμμα (-1,5% του ΑΕΠ κατά μέρσο όρο). Αντίθετα, κατά τη δεκαετία του 1990, εάν εξέλειπαν οι τόκοι του χρέους, τότε η δημοσιονομική διαχείριση θα είχε πλεόνασμα κατά 3,3% του ΑΕΠ.
ζ) Το Δημόσιο Χρέος έφθασε στο 138,8% το οποίο είναι και το υψηλότερο της μεταπολεμικής περιόδου, ενώ έχει ήδη φθάσει στο 150% στα μέσα του 2011.
η) Η ύφεση του τέλους της δεκαετίας, είναι η χειρότερη μεταπολεμική και ενδεχόμενα και μία από τις χειρότερες στην οικονομική ιστορία της χώρας.

Πώς ξέσπασε η κρίση του χρέους;

Το Δημόσιο Χρέος παρέμενε σε επίπεδα άνω του 100% του ΑΕΠ, ήδη από το 1993. Το επίπεδο αυτό ήταν πάντα επικίνδυνο, κυρίως εάν συνέβαινε κάποιο “ατύχημα”, όπως τελικά συνέβη στο 2008.
Όμως, όπως συνέβαινε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, ακόμη και ένα χρέος της τάξης του 100% του ΑΕΠ, μπορούσε να εξυπηρετηθεί, αφού τα επιτόκια ήταν ιδιαίτερα χαμηλά.
Η διεθνής κρίση των ετών 2008 – 2009, έκανε τους επενδυτές και τις αγορές γενικότερα περισσότερο ευαίσθητους στο ζήτημα του χρέους ιδιωτών, οργανισμών και -βεβαίως- χωρών. Η Ελλάδα είχε μπει στο “περισκόπιο” πολλών διεθνών επενδυτών, ήδη από τα τέλη του 2007, ως περίπτωση χώρας με αφύσικα χαμηλά επιτόκια.

Όμως, στο κρίσιμο εκείνο σημείο, η ελληνική Κυβέρνηση έκανε δύο πολύ μεγάλα λάθη:
α) Δεν έλαβε μέτρα περιορισμού των ελλειμμάτων, ήδη από το 2007, όταν μπορούσε να το κάνει, καθ’ όσον είχε μόλις πετύχει μία εκλογική νίκη. Αντίθετα, παρατηρούμε ότι κατά το 2007, οι δαπάνες της Κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 12,4% σε σχέση με το 2006, όταν τα έσοδα αυξήθηκαν μόλις κατά 7,9%.
Στο άνοιγμα της “ψαλίδας” μεταξύ εσόδων και εξόδων, ευθύνεται και η αναποτελεσματικότητα στην είσπραξη δημοσίων εσόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ μεταξύ του 2004 και του 2009, τα δηλωθέντα εισοδήματα (παραβλέπουμε τη φοροδιαφυγή) εισοδήματα όλων των φυσικών προσώπων αυξήθηκαν κατά 43,2%, τα έσοδα του Κράτους αυξήθηκαν μόλις κατά 20,0%!
β) Απέκρυψε τα πραγματικά δημοσιονομικά στοιχεία από τις αγορές, από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τον ίδιο το λαό της.

Η κρίση του 2008 επέδρασε σημαντικά στην οικονομική δραστηριότητα, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση των εσόδων του Κράτους, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα τόσο κατά το 2008 (αύξηση εσόδων κατά 4,9%), όσο κυρίως κατά το 2009 (πτώση εσόδων κατά 10,8%). Αντίθετα, στο 2008 οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 9,7% και στο 2009 κατά 19,7%!

Μετά από τις εξελίξεις αυτές, η χρεοκοπία της χώρας ήταν ζήτημα διαδικαστικό…

Η κατάρρευση της χώρας (μέσα από την άνοδο των spreads) ήταν κάτι το φυσιολογικό μετά από την αποκάλυψη της οικτρής οικονομικής κατάστασης της χώρας. Διαδικαστικά, ξεκίνησε σε δύο συγκεκριμένα χρονικά σημεία: α) αμέσως μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009, όταν ο νέος Υπουργός Οικονομικών αποκάλυψε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 θα είναι μεγαλύτερο του 10% (τελικά κατέληξε να είναι πολύ μεγαλύτερο) και β) όταν στις 10 Ιανουαρίου 2010 δημοσιεύθηκε το πόρισμα – καταπέλτης της Eurostat, το οποίο ανέλυε το πως οι ελληνικές στατιστικές αρχές εξαπατούσαν επί χρόνια τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες.
Αυτά τα δύο σημεία υπήρξαν καθοριστικά για την απώλεια της αξιοπιστίας της χώρας και προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις που ακολούθησαν.

Από την παραπάνω μελέτη, προκύπτει ότι, η χώρα ζούσε με έντονο πρόβλημα χρέους, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το γεγονός ότι δε χρεοκόπησε στις αρχές του 1990 οφείλεται στο ότι, την περίοδο εκείνη, το χρέος ήταν κατά βάση εσωτερικό και εκφραζόταν σε δραχμές. Τα στοιχεία αυτά επέτρεψαν, αφ’ ενός μεν την ρύθμισή του με τους εγχώριους ομολογιούχους και αφ’ ετέρου τη χρονική του μετατόπιση μέσω της αντικατάστασης του παλαιού χρέους με νέο, που έληγε πολύ αργότερα και το οποίο (λόγω της πτώσης του πληθωρισμού που στο μεταξύ είχε συντελεστεί) έφερε πολύ χαμηλότερα επιτόκια. Την ίδια στιγμή βεβαίως (όπως παρατέθηκε πιο πάνω, αλλά και όπως δείχνουν οι βοηθητικοί πίνακες) πάρθηκαν μέτρα περιορισμού των ελλειμμάτων, τα οποία και αποδείχθηκαν ως επιτυχή (και τα οποία συνέβαλαν στην πτώση του πληθωρισμού).

Οι Κυβερνήσεις της δεκαετίας του 2000, σαφέστατα γνώριζαν το πρόβλημα. Στις αρχές της δεκαετίας, το δημόσιο χρέος και πάλι ξεπερνούσε το επίπεδο του 100%. Γιατί δεν έδρασαν για τον περιορισμό του; Παρασύρθηκαν από την ευκολία χρηματοδότησης και τα χαμηλά επιτόκια που ζητούσαν οι χρηματοοικονομικές αγορές; Παρασύρθηκαν μέσα στη “μέθη” της ευδαιμονίας και της επίπλαστης πραγματικότητας που δημιούργησαν οι (ακριβοί σε κόστος) Ολυμπιακοί Αγώνες; Δεν αντελήφθησαν τον επερχόμενο κίνδυνο; Μεγιστοποίησαν τον παράγοντα του “πολιτικού κόστους” αφήνοντας σε μελλοντικές κυβερνήσεις να λύσουν το πρόβλημα;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, ξεφεύγουν από τους σκοπούς αυτής της μελέτης.

Όμως, η παρούσα μελέτη μας λέει (και αυτό θα αποδειχθεί σε επόμενο άρθρο, εντός του προσεχούς 15θημέρου) κάτι πολύ σημαντικό: Η χώρα μπορεί να ζήσει και χωρίς χρέος! Η χώρα έχεις τους πόρους και έχει τους μηχανισμούς για να αποτινάξει από πάνω της το βραχνά του δημόσιου χρέους και να ζήσει και να αναπτυχθεί χωρίς εξωτερικές επιρροές, χωρίς απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας, σε συνεργασία και σε σύμπνοια με τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για να το πετύχει όμως αυτό, χρειάζεται πολιτική βούληση. Πολιτική βούληση για μεγαλύτερη ωριμότητα και εκσυγχρονισμό της κοινωνίας, για μικρότερη και αποδοτικότερη δημόσια διοίκηση, για εξορθολισμό της πολιτικής.

Η παρούσα μελέτη (Πίνακας 1, στήλη 24) μας λέει ότι, κατά την περίοδο που δημιουργήθηκε και γιγαντώθηκε το πρόβλημα του δημοσίου χρέους (1981-2010), η χώρα έχει πληρώσει, μόνον για τους τόκους, ποσά που διαχρονικά αντιστοιχούν στο 205,6% του ΑΕΠ της! Δηλαδή, ποσά πολύ μεγαλύτερα από το χρέος το οποίο σήμερα την οδήγησε στα προβλήματα που βιώνουμε (το σημερινό χρέος αντιστοιχεί στο 150% του ΑΕΠ).

Η παρούσα μελέτη μας λέει ότι, μέσα από κοντόφθαλμες πολιτικές επιλογές, μέσα από την κακοδιαχείριση και την ελαστικότητα στην εφαρμογή των νόμων, οι Κυβερνήσεις μας, επί δεκαετίες τώρα, πετούν αλόγιστα τα χρήματα των ελλήνων φορολογούμενων σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Και αυτό πλέον, πρέπει να σταματήσει.

Κατά το επόμενο 15θήμερο, θα δημοσιεύσουμε μερικά ακόμη τμήματα της μελέτης αυτής, τα οποία διαπραγματεύονται ζητήματα της φορολογίας, της εξέλιξης των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας και του συνδυασμού τους με το οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, της διάρθρωσης του χρέους και της βιωσιμότητάς του, ενώ τέλος, θα καταλήξουμε σε προτάσεις πολιτικής.

Πίνακες που χρησιμοποιούνται στην παρούσα μελέτη:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 – Στοιχεία Προϋπολογισμών 1960-2011
ΠΙΝΑΚΑΣ 2 – Διάρθρωση Δαπανών Προϋπολογισμών 1960-2011
ΠΙΝΑΚΑΣ 3 – Διάρθρωση Χρηματοοικονομικών Μεγεθών, ανά δεκαετία, 1960-2011
ΠΙΝΑΚΑΣ 4 – Διάρθρωση Δαπανών Προϋπολογισμού, ανά δεκαετία, 1960-2011
ΠΙΝΑΚΑΣ 5 – Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, 1960-2011
ΠΙΝΑΚΑΣ 6 – Ε.Ε. Δαπάνες Κοινωνικής Πρόνοιας, 1996-2010
ΠΙΝΑΚΑΣ 7 – Ε.Ε. Δαπάνες Κρατικών Υπαλλήλων, 1996-2010

Το κείμενο του παρόντος άρθρου, αλλά και των άρθρων που θα ακολουθήσουν, αποτελούν ειδικές προσαρμογές κειμένων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου “Η κατάρα του χρέους”

*Ο κ.Γιώργος Σιάτρας είναι Οικονομολόγος

Via: www.eurocapital.gr