imagesCAXRJW2N

Ο Παύλος Μάτεσις έσβησε στα 80 του χρόνια

Κυριάρχησε για χρόνια στις σκηνές με τα έργα και τις μεταφράσεις του. Κατέκτησε και τη λογοτεχνία με πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα. Μεταφράστηκε όσο κανένας άλλος

Της Βένας Γεωργακοπούλου

Ο Παύλος Μάτεσις, μια ξεχωριστή περίπτωση πολύπλευρου δημιουργού, έφυγε χθες από τη ζωή στα 80 του χρόνια. Πέθανε τα χαράματα σε ιδιωτικό θεραπευτήριο, στο οποίο νοσηλευόταν τον τελευταίο καιρό. Στην ουσία ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το εγκεφαλικό, που είχε υποστεί τον Δεκέμβριο του 2010, ενώ παρακολουθούσε στο Θέατρο Τέχνης το έργο του Γιάννη Ρίτσου «Ανώνυμη Αγία ή Μια κοινότατη ιστορία».

Θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής και πεζογράφος, ο Παύλος Μάτεσις ήταν από μόνος του μια ολόκληρη κατηγορία. Κορυφαίος και αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής σε κάθε δημιουργική του έκφραση, ένα μόνο δόγμα είχε: «Οχι ρεαλισμός, όχι νατουραλισμός, όχι πατριωτισμός και πατριδολαγνεία», όπως μου είχε πει σε συνέντευξή του. Γι” αυτόν ο κανόνας ήταν «ο υπερρεαλισμός και ο μοντερνισμός». Κι όταν τον έλεγαν μιμητή του Ιονέσκο, «Σαχλαμάρες», απαντούσε, «όταν κυλάει ένα ποτάμι από ψηλά θά “ρθει και στην πεδιάδα».

Γεννημένος το 1933 στη Δίβρη της Ηλείας σπούδασε θέατρο, μουσική, ξένες γλώσσες, αλλά κατέληξε να κάνει τον τραπεζικό υπάλληλο. Κι εκεί γύρω στα 33 του χρόνια, κάπως αργά δηλαδή, εισέβαλε στο ελληνικό θέατρο με την «Τελετή» (1967), που ανέβασε ο Γιώργος Μιχαηλίδης στο «Θέατρο της Νέας Ιωνίας», παίχτηκε δύο εβδομάδες, κατέβηκε λόγω του πραξικοπήματος, αλλά πήρε δύο χρόνια αργότερα το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου. Παράλληλα με τη συγγραφή άρχισε να μονοπωλεί και τη θεατρική μετάφραση, ξεκινώντας το 1969 από το Θέατρο Τέχνης με το «Πάρτι γενεθλίων» του Πίντερ.

Παραστάσεις που έγραψαν ιστορία

Τα περισσότερα από τα δεκατρία θεατρικά του έργα ανέβηκαν κυρίως στο «Εθνικό Θέατρο», Να ξεχωρίσουμε τρία, που άφησαν ιστορία.

– Το «Φάντασμα του κ. Ραμόν Νοβάρο» (1973), σε σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα, με τον Θύμιο Καρακατσάνη στον ρόλο του μικροαστού Αντωνάκη, έναν τύπο που, σύμφωνα με κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου, είχε τις ρίζες του στους ήρωες του Ψαθά και του Τσιφόρου, αλλά ανεστραμμένους και με περισσότερο βάθος.

– Την «Εξορία» (1987), πάλι σε ιδανική σκηνοθεσία του Κώστα Μπάκα, με τη Νέλλη Αγγελίδου να λάμπει στον ρόλο τής Μάρθας, ενοίκου ταπεινής λαϊκής αυλής, που πολέμησε στα βουνά και ταπεινώθηκε στα ξερονήσια για να πάρει κάποτε με έναν άγριο φόνο το αίμα της πίσω. Από την ίδια παράσταση εκτοξεύτηκαν σε μια λαμπρή καριέρα, εκτός Εθνικού Θεάτρου, οι ταλαντούχοι Γιώργος Παρτσαλάκης και Τάσος Χαλκιάς, που έπαιζαν ένα γκροτέσκο, θλιβερό δίδυμο γερασμένων «παιδιών».

– Τέλος, το 1989 ο Σπύρος Ευαγγελάτος ανέβασε ένα από τα πιο φιλόδοξα και τολμηρά στη φόρμα θεατρικά του Μάτεσι, τον «Περιποιητή φυτών», μια αλληγορική και ποιητική φάρσα, γεμάτη όμως χιούμορ πάνω στην ανθρώπινη τραγωδία. Ευτύχησε να έχει δύο σπουδαίους ερμηνευτές, τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Σπύρο Κωνσταντόπουλο.

Κι ενώ ο Παύλος Μάτεσις έμοιαζε απορροφημένος στα θεατρικά του και στον τεράστιο όγκο των μεταφράσεών του (Πίντερ, Μρόζεκ, Βιτράκ, Ιψεν, Ορτον, Σέξπιρ, Μολιέρος, Μάμετ, Φρίελ, Σέπαρντ, αλλά και σχεδόν όλος ο Αριστοφάνης) ήρθε η Ραραού και του άλλαξε πορεία.

Η Ραραού που αγαπήσαμε

Μπορεί να είχε ήδη δημοσιεύσει δύο πεζογραφήματα, αλλά το μυθιστόρημα «Η μητέρα τού σκύλου» («Καστανιώτης», 1990) με ηρωίδα τη μισότρελη Ραραού, μια «μεγαλή φίρμα της επιθεώρησης», όπως αυτοσυστήνεται, να διατρέχει τραγική και κωμική μαζί όλη τη σύγχρονη ιστορία μας, έγινε μπεστ σέλερ στην Ελλάδα, μεταφράστηκε με μεγάλη εμπορική επιτυχία σε πολλές ξένες γλώσσες, την ανέβασε στο Εθνικό μας Θέατρο ο Σέρβος Νικίτα Μιλιβόγεβιτς (2011) και στην Πράγα διασκευάστηκε για τη σκηνή από τον ίδιο τον κορυφαίο Τσέχο συγγραφέα Πάβελ Κόχουτ.

Τι κι αν έλεγε «στο μυθιστόρημα είμαι λαθρεπιβάτης» (συνέντευξη στον Μανώλη Πιμπλή, στα «Νέα»); Συνέχισε να γράφει το ένα μετά το άλλο («Ο παλαιός των ημερών», «Πάντα καλά», «Σκοτεινός οδηγός», «Μύρτος»), συχνά με αναφορές στο αρχαίο μας παρελθόν. «Τα μεγάλα ρεύματα της τέχνης που με συνεπήραν, τα βρήκα και στην αρχαϊκή Ελλάδα», μου εξηγούσε σε συνέντευξή μας. «Αλλά, προσέξτε, δεν είμαι καθόλου ελληνομανής και ελληνολάγνος. Δεν λέω ποτέ “η κληρονομιά μας”. Αυτό το “μας” με σκοτώνει».

Κοσμοπολίτης, ιδιόρρυθμος και δύσκολος άνθρωπος, που δεν δίσταζε να κάνει καυστικά σχόλια για ομοτέχνους του, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένιωθε ότι το ελληνικό θέατρο του είχε γυρίσει την πλάτη. Δεν είχε χάσει ούτε στιγμή όμως το χιούμορ του, αυτό που, μην ξεχνάμε, τον είχε οδηγήσει κάποτε σε μια εξαιρετική συνεργασία με τον Γιώργο Μαρίνο σε κείμενα και στίχους τραγουδιών του.

Η κηδεία του θα γίνει αύριο, στις 4 μ.μ., στο κοιμητήριο Παπάγου.

Τον τίμησαν με ανακοινώσεις και δηλώσεις τους ο αν. υπουργός ΠΑΙΘΠΑ Κώστας Τζαβάρας, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ο Ευάγγ. Βενιζέλος και η ΔΗΜΑΡ.

Via : www.efsyn.gr