Πρέπει, σώνει και καλά, να βλέπουμε τα πράγματα μέσα από το φως της τέχνης για να τα σεβαστούμε;

Xρόνια τώρα έχουν προταθεί πολλές εξηγήσεις για την αδιάφορη (στην καλύτερη περίπτωση) έως καταστροφική σχέση πολλών με τον δημόσιο χώρο. Εξηγήσεις που κυμαίνονται από την πρόχειρη εθνική ψυχανάλυση μέχρι το αναπόφευκτο καρύκευμα για τον νεοφιλελευθερισμό και τις επιδράσεις του. Ξανασκέφτηκα το θέμα βλέποντας –στην οθόνη, μια και δεν είμαι στην πρωτεύουσα‒ τα μεταμορφωμένα από τις παρεμβάσεις καλλιτεχνών ΚΑΦΑΟ (κουτιά του ΟΤΕ), έπειτα από σχετικό κάλεσμα του δήμου Αθηναίων. Η ιδέα φαίνεται συμπαθητική, όπως και άλλες αντίστοιχες ιδέες που υπαινίσσονται μια διαφορετική στάση απέναντι στον ορατό κόσμο που μας περιβάλλει.   Από την άλλη, όμως, μπορούμε να αναρωτηθούμε: Πρέπει, σώνει και καλά, να βλέπουμε τα πράγματα μέσα από το φως της τέχνης για να τα σεβαστούμε; Υποληπτόμαστε –εν μέρει κι αυτό‒ μόνο το όμορφο, το καλλιτεχνικά μεταπλασμένο, το καλλωπισμένο; Και μόνο έτσι μπορεί να περιοριστούν, κάπως, οι διάχυτες επιθυμίες βανδαλισμού και καταστροφής που κυκλοφορούν γύρω μας; Ίσως υπερβάλλω, αλλά νιώθω μια απόγνωση κάτω από τέτοιες υπερμοντέρνες πρωτοβουλίες. Γιατί νομίζω πως το πρόβλημα σε αυτόν τον τόπο –ναι, περισσότερο από αλλού, αυτό το βεβαιώνουν και οι πιο δύσπιστοι για την ελληνική εξαίρεση‒ είναι το θλιβερό εκκρεμές ανάμεσα σε δύο εκφράσεις, στο «αχ τι ωραίο!» και στο « δεν παν να χαθούν όλα!». Το πρόβλημα είναι η περιφρόνησή μας και για τα ταπεινά αντικείμενα που η φύση τους δεν τα όρισε ποτέ ωραία ή γοητευτικά.   Ένα κουτί του ΟΤΕ, ένα σιδερένιο παγκάκι (αντιποιητικό, φυσικά, σε σχέση με τα κολακευμένα παραδοσιακά ξύλινα), μια τζαμαρία στο κατάστημα που έκλεισε και αυτή χάσκει περιμένοντας τον επόμενο οικιστή. Και βέβαια οι πόρτες, οι πόρτες των συνηθισμένων πολυκατοικιών και όχι οι δοξασμένες των διατηρητέων και των εμβληματικών κτιρίων. Όλες οι επιφάνειες και οι προσόψεις που δεν διαθέτουν διαπραγματευτικά ατού για τις αισθήσεις μας.

Χιλιάδες πράγματα υπάρχουν και προφανώς είναι αδύνατο να γίνουν όλα «έργα τέχνης» ή να αποτελέσουν αντικείμενο καλλιτεχνικών παρεμβάσεων. Με άλλα λόγια, τα προγράμματα των δήμων ή οι όποιες δράσεις των υπουργείων και άλλων φορέων δεν μπορεί να υπερκαλύψουν την επιφάνεια των πόλεών μας. Μπορούν, αν είναι επιτυχημένα, να εντυπωσιάζουν θετικά το βλέμμα και να αλλάζουν κάπως την ατμόσφαιρα. Στην καλύτερη περίπτωση, ο καλλιτεχνικός μεταβολισμός κοινόχρηστων και καθημερινών αντικειμένων σπάει τη μονοτονία και μετριάζει τη στυφή γεύση που δημιουργεί η φορτωμένη από ανούσιο και άθλιο tagging πόλη.

Θα ρωτήσει κανείς: μα, πώς μπορεί να αγαπήσουμε την ασχήμια ή την ουδέτερη και άνοστη όψη; Δεν μίλησα όμως για αγάπη. Δεν γίνεται, προφανώς, να αγαπήσουμε τα ΚΑΦΑΟ, τις κεραίες, το καφεκίτρινο των πολυκατοικιών, τις πινακίδες. Αυτά τα αγαπάει μόνο μια ορισμένη ποίηση και αυτή το κάνει με τις ιδιοτροπίες της και χωρίς συνέπεια. Μιλώ για τον σεβασμό σε αυτό που μας περιβάλλει και, με έναν τρόπο, κατόρθωσε να γίνει το κυρίαρχο σκηνικό της ζωής των περισσότερων κατοίκων της χώρας, ντόπιων και ξένων. Φυσικά, η μοντέρνα δομή της φαντασίας μας προτιμά την τέχνη από την πεζή ζωή. Είμαστε και όντα μεταφυσικά, αφού μας πιάνει το παράπονο με τον αισθητό κόσμο και νοσταλγούμε, ο καθένας με τον τρόπο του, το λαμπρό και το όσο το δυνατό πιο αθάνατο. Γι’ αυτό και, με την εξαίρεση κάποιων επαγγελματιών της καταστροφής, έχουμε μεγαλύτερες αναστολές για τη φθορά των μνημειακών τόπων.   Βγάζουμε, έτσι, το άχτι μας με τα ταπεινά και παρηγορούμαστε από τα ένδοξα και φημισμένα οικήματα και τις κατασκευές που υψώνονται πάνω από το εφήμερο (όπως το φανταζόμαστε). Όμως, αν δεν σεβαστούμε το εφήμερο και το λιγότερο λαμπρό, αν δεν αποδώσουμε δικαιοσύνη στα άβαφα και ασουλούπωτα, πώς θα αποκτήσουμε μια νέα σχέση με τον χώρο;   Ο δημόσιος χώρος είναι, κυρίως, διέλευση. Στάση και κίνηση. Δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε έκσταση, σε συνεχές καλλιτεχνικό δρώμενο, σε επιτηδευμένο αξιοθέατο. Υποφέρει από τον υπέρμετρο τουρισμό και την απελπισμένη (κατά βάθος) προσπάθεια να τον κάνουμε θέατρο για την αυτοέκφραση των πολιτών. Κι εμείς δεν είναι ανάγκη να γίνουμε επισκέπτες της ίδιας μας της ζωής για να την εκτιμήσουμε, για να μην τη μαυρίζουμε περισσότερο. Στην Ελλάδα, όμως, δεν δίνουμε σημασία στα κοινής χρήσης πράγματα. Τα λογαριάζουμε εξαρχής φτηνά, μίζερα, ανάξια προστασίας. Κάποιοι περιμένουν την τέχνη να γεννήσει μια καλύτερη δημόσια αισθητική. Νομίζω πως αυτό είναι μια ακόμα αυταπάτη στη μακρά σειρά των αυταπατών που προηγήθηκαν. Προτιμώ, εν τέλει, μια πόλη δίκαιη στις άσχημες και όμορφες κατανομές της, στις κλιμακώσεις και στις σιωπές της (αυτές κι αν είναι προς διεκδίκηση!). Και ένα κουτί του ΟΤΕ μπορεί να παραμείνει και γκρίζο. Δεν θα χαθεί ο κόσμος.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

via:lifo