Πρόταση που κατέθεσα για το συνέδριο της Δημοκρατικής Αριστεράς

_________________________

Λέγεται πως η λιτότητα δεν έχει προοπτική. Ωστόσο οι πολιτικές λιτότητας είναι εξαιρετικά επικερδείς για τους σχεδιαστές τους και εγκαθιδρύουν νέα καθεστώτα ανισότητας στην πρόσβαση σε πόρους και στην κατανάλωση.

Και ενώ οι εκκεντρώσεις και μετατοπίσεις του Κεφαλαίου πολλαπλασιάζουν τις διαφορές προς όφελος του αυθαίρετου που ονομάζεται “ελευθερία” αγορών εμείς επιμένουμε να μην βλέπουμε και να μην ακούμε την μηχανή που παράγει διαρκώς νέους “άλλους” και νέα “άλλα”.

Πρόκειται για μια μηχανή που θέλει κράτη-γεωγραφικές περιοχές δίχως πολιτική γεωγραφία, δίχως πολίτες, (Αφγανιστάν, Συρία, και αλλού), , οικολογία δίχως φύση, δηλαδή διαχείριση της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων στο όνομα της προστασίας τους!, πολυπολιτισμικότητα με ρατσισμό, κέρδος δίχως παραγωγικότητα, ανάπτυξη-ακρίδα δίχως ανάπτυξη, ταμειακές ροές που αφήνουν τα ίχνη τους σε λογιστικά φάσματα δίχως χρήματα, γενετικά τροποποιημένες τροφές που υποκαθιστούν την διατροφή ως πολιτισμική πρακτική, δημοκρατίες δίχως συντάγματα, δικαιώματα δίχως δικαιούχους.

Αυτή η μηχανή απεμπολεί τον “κανόνα της ισότητας” στο όνομα του “κανόνα των εξαιρέσεων” που κατασκευάζει, δηλαδή την ανισότητα στον διακηρυγμένο κανόνα της ισότητας. Πρόκειται για τον κανόνα στον οποίο θεμελιώνεται η αντιδραστική αντίληψη πως αν είμαστε ίσοι τότε αυτός που τα κατάφερε ήταν ο ικανός, αυτός που αξιοποίησε το θεσμοθετημένο προνόμιο της ισότητας. Μην ξεχνάτε πως στην κεντρο-ευρωπαϊκή Ουγγαρία οργανώνεται (και από τα ακροδεξιά) σε σχήματα λόγου ως “αντικειμενική”, “λογική” και “φυσική” η πεποίθηση του φτωχού – “ανίκανου” παρία.

Το ζήτημα είναι πώς εμείς μπορούμε να δημιουργήσουμε την μηχανική της αλλαγής. Προφανώς όχι με την ίδια μηχανή. Κι αυτό συνιστά την προβληματική που θα αποτελέσει την υλική (πραγματιστική) διάκριση που τόσο αδόκιμα και αλόγιστα προσπαθήσαμε να στήσουμε μεταπολιτευτικά χρησιμοποιώντας λεκτικές διακρίσεις στο όνομα μιας παράδοσης που δεν είναι αυτό που ισχυριζόμαστε πως ήταν κάποτε. Διακρίσεις όπως φιλελεύθερος – σοσιαλιστής, συντηρητικός – προοδευτικός, δεξιός – αριστερός, υπεύθυνος – ανεύθυνος.

Στην εγχώρια πολιτική αυτές οι διακρίσεις είναι διακρίσεις της ίδιας μηχανής που παράγει διαφορές προς χάρη του κέρδους και τις διανέμει με γνώμονα το δόγμα πως ο κανόνας έχει μία και μόνον μία εφαρμογή.

Ακόμα και ένας εγχώριος μεταπράττης νεοφιλελεύθερος θα αντιδράσει έντονα αν του πείτε: “ωραία λοιπόν αφού θέλεις λιγότερο κράτος και αφού δεν θέλεις να είναι επιλέξιμο, λόγου χάρη, το κόστος για τη λειτουργία ενός σχολείου – που επιδιώκεις να κλείσεις με την παραγωγή από την κερδοφόρα μηχανή σου διαφορών σε ποσοτικές επιδόσεις και στάνταρτνς που κατασκευάζεις ως “αντικειμενικά” – άσε εμάς, την τοπική κοινότητα με τις υπερτοπικές διασυνδέσεις της, να το λειτουργήσουμε”.  Αυτός, αντίθετα, θα απαιτήσει τον κεντρικό – κρατικό έλεγχο. Θα ξανα- απαιτήσει παράγοντας ρητορικές περί ανομίας (αποσιωπώντας την ανομία τίνος και σύμφωνα με ποια νομιμότητα;) να ελέγχει αυτός και η μηχανή του τι θα κλείνει και τι θα ανοίγει – κεντρικά και μάλιστα με κόστος τόσο στο πεδίο της κατανάλωσης όσο και στο πεδίο της ερημοποίησης από άυλους πόρους (εκπαίδευση) μιας περιοχής.

Ανάμεσα στα άλλα δε αυτός ο εγχώριος μεταπράττης πολιτικός (πολιτικός κατ΄επάγγελμα και όχι κατά νόηση) ή θα αγνοεί ή θα αποσιωπά πλήρως πως – για να μείνουμε στο παράδειγμά μας με το σχολείο – η κυρία Νταϊάν Ράβιτς, υπουργός παιδείας στη διακυβέρνηση Τζορτζ Μπους στις ΗΠΑ, αυτή που δημιούργησε την αναδιάταξη των σχολείων επί τη βάσει ποσοτικοποιημένων στάνταρντς και μάλιστα με το σύνθημα “Κανένα Παιδί να μην Μείνει Πίσω” (όρα το ομόλογο της κ. ΄Αννας Διαμαντοπούλου “Πρώτα ο Μαθητής”) ζήτησε συγνώμη από τον αμερικανικό λαό για το λάθος της και έγραψε σειρά βιβλίων για να δείξει πως καμιά ποσοτικοποιημένη αναδιάταξη των σχολείων επί τη βάσει της σχολικής επίδοσης δεν οδηγεί στην αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.

Βλέπετε λοιπόν ξανά τι παράγει αυτή η μηχανή. Αξιολογήσεις δίχως αποτελέσματα, σχολεία δίχως λειτουργική γνώση, κρατική γραφειοκρατία που συσκοτίζει μέσα από λαβυρινθώδεις διαδικασίες το αυθαίρετο. Η μηχανή παράγει και πάλι κράτος δίχως κράτος, κανόνες δίχως κανόνα, επειδή ακριβώς επιζητεί να μην εφαρμόζει κανόνες παρά ρητορικές νομιμοποίησης κάθε αυθαιρεσίας.

Εύλογα μπορεί κανείς να με ρωτήσει: και ποια θα είναι η συμβολή μιας επαναπολιτικοποιημένης δημοκρατικής ανανεωτικής αριστεράς στην κατάδειξη αυτής της σχιζοφρενικής μηχανικής (σχιζοφρενικής για όλους εμάς που υφιστάμεθα τις συνέπειες της παραγωγικής λειτουργίας της και που μία από αυτές είναι η βιαιότητα στις καθημερινές μας συνήθειες και αντιδράσεις).

Η συμβολή μας θα είναι η αντιμηχανή. Μια νέα μηχανική αλλαγής, ροών εν μέσω της πολυπλοκότητας που θεμελιώνεται στη λειτουργία της αρχής πως ο κανόνας δεν έχει μία και μόνον μία εφαρμογή- επειδή δεν είχε και ποτέ, αν κανείς δει στον /και από τον παρόντα-χρόνο τις εικόνες του παρελθόντος.

Σε αυτή την αρχή αντιδρά λυσσαλέα κάθε πολιτικάντης και μεταπράττης που υπηρετεί τις μηχανικές των άλλων ισχυρότερων. Και σε αυτή την αρχή γνωρίζουμε πώς αντιδρούν λυσσαλέα οι εγχώριοι νεοφιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκρατίζοντες (ρητορικά και μόνον) αλλά και οι κατ΄όνομα ριζοσπαστικοποιημένοι αριστεροί  και για τον ίδιο λόγο.

Εξηγούμαι. Για τους περισσότερους το ζήτημα δεν είναι η άλλη μηχανική αλλά το ποιος θα είναι ο μηχανικός της ίδιας μηχανής που αδιαφορούν για ποιο λόγο έχει κατασκευαστεί. Συμφωνούν μεταξύ τους πως ο κανόνας έχει μία και μόνον μία εφαρμογή και πως το όλο ζήτημα είναι ποιος θα είναι ο εισηγητής της λεξικογραμματικής επιλογής κατά τη σύνταξη του κανόνα. Από αυτή τη συμφωνία παράγεται ο ολοκληρωτισμός μιας δημοκρατίας δίχως θεσμούς και μιας κοινωνίας δικαιωμάτων δίχως δικαιούχους.

Αυτό που δεν επέτρεψε ποτέ ο εγχώριος (και όχι μόνον) αντιδημιουργικός μεταπραττισμός ήταν να δούμε ότι ο κανόνας δεν έχει και δεν είχε ποτέ μία και μόνον μία εφαρμογή. Είναι ακριβώς για αυτό που στη χώρα μας φαντάζουν αδιανόητες οι εναλλακτικές (διαδρομές) σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής. Τα στάνταρντς, δηλαδή τα δόγματα που κατασκευάστηκαν, αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν τον κοινό πολιτικό τόπο σε προτάσεις που διεκδικούν – η καθεμιά για λογαριασμό της – συντηρητικό, νεοφιλελεύθερο ή/και αριστερό πρόσημο. Το λεγόμενο πολιτικό κέντρο (μεσαίος χώρος και όπως αλλιώς εμφανίζεται ρητορικά) αλλά και τα από δεξιά και αριστερά του πολιτικά μορφώματα επέλεγαν να κρατήσουν ασφυκτικά ισχυρό ένα κεντρικό έλεγχο δημιουργώντας όχι ένα δυσλειτουργικό κράτος αλλά ένα γραφειοκρατικό λαβύρινθο στον οποίο η ίδια η διαδικασία αποσιωπούσε και συγκάλυπτε κάθε διαφοροποίηση.

Σε αυτή την κρίση αποκαλύπτεται όλο κι εντονότερα πως κάθε δόγμα μας οδηγεί ακριβώς σε αυτό που ισχυρίζεται ότι προσπαθεί να αποτρέψει. Το δόγμα των ιδιωτικοποιήσεων οδηγεί στην ανυπαρξία παραγωγικότητας αφού δεν μπαίνει καν στον κόπο να χαρτογραφήσει την πολυτυπία (τις μορφές) συνέργειας ανάμεσα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Το δόγμα του λιγότερου (αντί του διογκωμένου) κράτους μας οδήγησε σε ένα κράτος που αντί να αναδιοργανωθεί γίνεται περισσότερο αναποτελεσματικό. Περιφέρειες της χώρας μετατράπηκαν σε αντιπαραγωγικές ερήμους ενώ το φυσικό περιβάλλον δεν έμεινε σε πληθώρα περιπτώσεων αλώβητο.

Αυτή η νέα μηχανική των πολλαπλών εφαρμογών του κανόνα της δημοκρατίας και της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προστασίας του περιβάλλοντος που θα αποτυπώνεται θεσμικά και ορατά είναι το καθήκον της επαναπολιτικοποίησης της δημοκρατικής και ανανεωτικής αριστεράς. Και είναι καθήκον της επειδή μόνον σε αυτή την πολιτική παράδοση βιώθηκαν οι αντιφάσεις του επί πέντε αιώνων εγκαταστημένου καπιταλισμού και με τον πιο πολιτικά χρήσιμο τρόπο.

Αυτό σημαίνει η υποψηφιότητά μου. Να ξαναβρούμε τη μνήμη μιας παράδοσης στον παρόντα-χρόνο.

________________

O Βαγγέλης Ιντζίδης είναι υποψήφιος πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς

Via : www.badiera.gr