Αργυρώ Μποζώνη

Εχει ατμόσφαιρα γιορταστική το Μικρό Καράβι, είναι η πρώτη μέρα που στολίστηκε, η πόρτα δεν σταματά να ανοιγοκλείνει και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπαίνει στο βιβλιοπωλείο και να μην πηγαίνει κατευθείαν στην ιδιοκτήτριά του, τη Μαρία Πολυράκη.

Όταν αρχίζω να κοιτάζω τους τίτλους των βιβλίων στα ράφια και τους πάγκους, ελληνικών και ξένων, δεν μπορώ παρά να σταματήσω στα παιδικά, στην πλούσια και πολύ ενημερωμένη συλλογή δοκιμίων αλλά και σε μια ολοκαίνουργια έκδοση των Thames and Hudson, ένα φωτογραφικό λεύκωμα, το «The Unseen Saul Leiter», που σπάνια βλέπεις ακόμα και σε μεγάλα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία.

Όσοι δεν έχουν φτάσει στην οδό Δασκαλογιάννη 59, στα Χανιά, στη Σπλάντζια, απέναντι από τον Άγιο Ρόκκο, στην ανατολική πλευρά της παλιάς πόλης, είναι πιθανό να γνωρίζουν από τα social media το Μικρό Καράβι. Οι αναρτήσεις του γίνονται συχνά viral, και τον λογαριασμό του τον ακολουθούν περισσότεροι από 100.000 χρήστες. Περίπου έτσι έχει φτάσει και μια παρέα που μπαίνει πίσω μου και αγοράζει τα βιβλία της για το Σαββατοκύριακο που θα περάσει στη μεγαλόνησο.

Η παρέα που μιλάει με τη Μαρία είναι παλιές της γνώριμες, γυναίκες που έχουν πιάσει συζήτηση για το «Αούστερλιτς» του Ζέμπαλντ και όταν φεύγουν η Μαρία μου λέει ότι δεν χορταίνει να τις ακούει, ήταν φίλες του Κράξτον και πάντα έχουν να αφηγηθούν καταπληκτικές ιστορίες.

«Στα Χανιά υπάρχει ένα κομμάτι αστικό, έχω πελάτισσες 90άρες και πελάτισσες που μιλάνε με όρους βιβλίων, λένε «τη χρονιά που ο Ροθ έβγαλε το Ανθρώπινο Στίγμα». Έχω πελάτισσα που έχει ένα ξενοδοχείο, το Δώμα, που, φαντάσου, σε αυτό έμενε ο Ταμπούκι, και όταν διάβασε τον Ροθ με έπαιρνε για να μου πει τι βιβλίο ήταν αυτό και ότι ήθελε να βρούμε τρόπο για να έρθει ο συγγραφέας στα Χανιά».

Το βιβλιοπωλείο σήμερα, γενικό και από τα πιο ενημερωμένα, έχει ένα πολύ καλό ξενόγλωσσο τμήμα με επιλεγμένα ένα κι ένα βιβλία που προτιμούν όχι μόνο οι ξένοι επισκέπτες αλλά και οι πολλοί ξένοι μόνιμοι κάτοικοι της Κρήτης.

Οι συζητήσεις που δεν κοπάζουν γύρω μου, οι φίλες μου που έχουν πιάσει κουβέντα για να τους προτείνει η γελαστή βιβλιοπώλισσα ένα καινούργιο βιβλίο, μια παρέα μαμάδων που προσπαθούν να αποφασίσουν τα βιβλία που θα χαρίσουν σε ένα παιδικό πάρτι, αποδεικνύουν ότι τα βιβλιοπωλεία είναι ζωντανοί οργανισμοί, πάλλονται, όπως και ότι η πόλη έχει μεγάλη ιστορία σε καλά βιβλιοπωλεία και καλούς βιβλιοπώλες.

Η Μαρία αισθάνεται τυχερή γιατί η γενιά της μεγάλωσε σε ένα ιστορικό βιβλιοπωλείο, στο Σχήμα, έναν τόπο μαγικό. Τυχερή δυο φορές, γιατί δεν έχουν όλες οι επαρχιακές πόλεις αυτή την παράδοση.

Τα βιβλιοπωλεία τα ψάχνει παντού, είναι o  τρόπος της για να καταλαβαίνει τι συμβαίνει σε μια πόλη, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. «Θα σου πω ένα παράδειγμα. Στη Φλωρεντία, που είναι πια μια μικρή πόλη και ο τουρισμός την έχει διαλύσει, δεν υπάρχει τίποτα, βρίσκεις μόνο παραρτήματα αλυσίδων, ενώ στη Νάπολη, όπου δεν το περιμένεις, έχει καταπληκτικά βιβλιοπωλεία, γιατί εκεί ζει κόσμος και έχει ανάγκη να έχει και μια τέτοια σχέση», λέει.

«Ένα βιβλιοπωλείο δεν είναι μόνο η πώληση που κάνει, είναι και όλη η πολυεπίπεδη υπηρεσία που προσφέρει, γιατί έχεις χρόνια κάποιους ανθρώπους και τους παρακολουθείς και τους συμβουλεύεις και όταν παραγγέλνεις τα καινούργια βιβλία, τους έχεις στο μυαλό σου. Όπου υπάρχει καλό βιβλιοπωλείο, και έχεις μια καλή σχέση με τον κόσμο, σιγά σιγά δημιουργείται έξτρα κόσμος που διαβάζει».

Στα εννιά χρόνια που λειτουργεί το Μικρό Καράβι, η Μαρία –η οποία θυμίζει πολύ τους παλιούς βιβλιοπώλες που έβλεπαν τους μικρούς τους πελάτες να μεγαλώνουν– βλέπει να μπαίνουν άνθρωποι που ξέρει τα αναγνωστικά τους γούστα απέξω κι ανακατωτά και άλλους που κάνουν μαζί της το «πρώτο βήμα», που «δεν το ‘χουν με το διάβασμα» ή που έρχονται να πάρουν ένα βιβλίο επειδή το διαβάζουν οι φίλοι τους.

«Εγώ θέλω όταν κάποιος έρχεται εδώ να φύγει αγκαλιά με ένα βιβλίο που θα διαβάσει και θα γουστάρει, αυτή είναι η μόνη αρχή που έχουμε κι εγώ και ο αδελφός μου. Αν αυτό που διαβάζει είναι ο Ουελμπέκ, ο Μακάρθι ή η Μαντά, δεν με ενδιαφέρει, θέλω να το γουστάρει».

Δεν μπορώ να αποφύγω να ρωτήσω για τα «ευπώλητα» που τα έχει μπροστά. Δεν είναι τα βιβλία που φεύγουν περισσότερο από αυτό το βιβλιοπωλείο, αλλά η ιδιοκτήτρια θέλει τα κορίτσια που μπαίνουν εδώ κομπλαρισμένα και ζητάνε ένα «ευπώλητο» να μην πηγαίνουν στον πίσω πάγκο. Είναι ο τρόπος της να τιμήσει όχι τους συγγραφείς αλλά αυτές τις παθιασμένες αναγνώστριες που δεν βρίσκεις εύκολα, για να μη νιώσουν ούτε στιγμή μειονεκτικά.

Μπορεί να χαίρεται όταν κάποιος φτάνει στο ταμείο με μια αγκαλιά βιβλία, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που προτρέπει έναν πρωτάρη αναγνώστη να διαλέξει ένα – τα άλλα θα του τα κρατήσει μέχρι να ξανάρθει να τα πάρει. «Ένας άμαθος αναγνώστης θα διαβάσει λίγο και θα τα αφήσει, αν πάρει πολλά. Θα βαρεθεί, το να φορτωθείς βιβλία είναι η ιδανική συνταγή για να μη διαβάσεις τίποτα», λέει και όταν τη ρωτάω αν έχει μαλώσει για επιλογές των πελατών της παραδέχεται ότι καμιά φορά μαλώνει με μαμάδες.

«Τους λέω «άσε να πάρει το παιδί αυτό που θέλει». Δεν μπορεί ένα παιδί του 21ου αιώνα να διαβάσει Πηνελόπη Δέλτα από το πουθενά. Δεν γίνεται. Αυτό που λέω είναι να διαβάζουν κάτι που τους κάνει να αισθάνονται καλά, να συνδυάσεις το βιβλίο με απόλαυση, με χαρά, αυτήν τη στιγμή δεν την ξεχνάς ποτέ, ειδικά ένα μικρό παιδί».

Αυτή η πολύτιμη στιγμή, να αναστατώνεται με ένα βιβλίο, να σηκώνεται από το κάθισμά της, να ανάβει ένα τσιγάρο, μου εξομολογείται ότι της συμβαίνει ακόμα και σήμερα, μπορεί λιγότερο από παλιά αλλά το ίδιο έντονα. Την περιγράφει σαν «τη στιγμή που βρίσκεις ένα κρυφό διαμάντι σε ένα βιβλίο, και υπάρχουν πολλά τέτοια».

Η Μαρία γεννήθηκε στα Σφακιά και τα πρώτα της διαβάσματα ήταν τα βιβλία που της έφερναν δώρο, αυτά που αντάλλασσε με τα παιδιά της γειτονιάς και, όταν αυτά εξαντλήθηκαν, η εγκυκλοπαίδεια. Η μανία της για το διάβασμα ήταν ασταμάτητη. Περιοδικά της εποχής, βίπερ, το γαλλικό «Marie Claire», που «το κατανάλωνε όλο και κυριολεκτικά», φτιάχνοντας κολάζ με τις σελίδες των διαφημίσεων και της μόδας.

«Όταν η μητέρα μου ήθελε να μου επιβάλει μια σοβαρή τιμωρία, δεν μου έδινε λεφτά για να πάρω τα περιοδικά μου», λέει. Η νεαρή βιβλιοφάγος ανακάλυψε τη δανειστική βιβλιοθήκη Χανίων όταν ήταν 16 ετών και αργότερα, όταν έφτασε στην Αθήνα για να σπουδάσει δημοσιογραφία, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, τη δανειστική βιβλιοθήκη του δήμου Αθηναίων. Δούλεψε για καμιά δεκαριά χρόνια σε εφημερίδες και περιοδικά, επέστρεψε στα Χανιά ετοιμόγεννη και άνοιξε ένα γραφείο επικοινωνίας. Μπορεί το γραφείο της να ήταν επιτυχημένο, εκείνη όμως ήταν δυστυχής.

Το 2008 το έκλεισε και άρχισε να σκέφτεται ακόμα και να επιστρέψει στην Αθήνα, σχέδιο που ματαιώθηκε, και έτσι βρέθηκε να δουλεύει στο λιμάνι των Χανίων, στο Μεντιτερανέο, που είχε κατά βάση μόνο ξένα βιβλία. «Πουλούσαμε τα ξένα βιβλία πανάκριβα, έπρεπε να είσαι απελπισμένος για να αγοράσεις, γιατί λυμαινόταν τον χώρο το πρακτορείο ξένου Τύπου, και έπεισα τον ιδιοκτήτη να κάνουμε εισαγωγές», λέει.

Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή εμπλοκή της με την αγορά του βιβλίου. Ως υπεύθυνη προμηθειών άρχισε να παρακολουθεί την ευρωπαϊκή αγορά, να κάνει προσεκτικά επιλογές για να μη μείνει τίποτα στο ράφι, και έτσι μπήκε σε μια περιπέτεια που καθόρισε το μέλλον της. Το 2012, κατάκοπη και έχοντας δουλέψει οκτώ μήνες χωρίς ρεπό, παραιτήθηκε, χωρίς να ξέρει ακριβώς ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα της.

Είχε μόλις διαβάσει το «Αθώοι και Φταίχτες» της Μάρως Δούκα και την «Κρήτη μου» της Σαμπά Αλτινσάι και στο μυαλό της στριφογύριζε μαζί με τις ιστορίες η παλιά πόλη και η Σπλάντζια. Το σημερινό μαγαζί της το είδε σε έναν περίπατο και μέχρι να καταφέρει να μαζέψει ένα κεφάλαιο για να το ανοίξει παρακαλούσε τον ιδιοκτήτη κάθε μήνα να της το κρατήσει για λίγο ακόμα.

Ο αδελφός της τελικά έδωσε τη λύση μπαίνοντας συνέταιρος, και πήρε χρηματοδότηση από ένα πρόγραμμα γυναικείας επιχειρηματικότητας, έχοντας πείσει πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό ότι το να ανοίξεις ένα βιβλιοπωλείο μέσα στην κρίση είναι μια καλή ιδέα. Κι έτσι το Μικρό Καράβι άνοιξε τα πανιά του, ένα βιβλιοπωλείο χαμηλού προϋπολογισμού, με την ιδιοκτήτριά του να πιστεύει ακράδαντα ότι μετά από δέκα-δεκαπέντε χρόνια Amazon και ηλεκτρονικού εμπορίου η τάση οδηγούσε τους αναγνώστες να επιστρέφουν στο βιβλιοπωλείο, για μια γνώμη, μια συζήτηση, μια καθοδήγηση.

«Η ουσία είναι ότι ανοίξαμε ένα μαγαζί αξιοπρεπές, μας βοήθησαν πολύ οι εκδότες, η Πόλις, η Άγρα, ο βασικός προμηθευτής μας Τζάνας – Δημόπουλος. Οι μεγάλοι δεν μας έδωσαν σημασία και δώσαμε βάση σε ό,τι ξέραμε καλά, λογοτεχνία ελληνική και ξένη. Φυσικά σήμερα ακόμα εκπλήσσομαι για τα πράγματα που δεν ήξερα τότε αλλά θεωρούσα τον εαυτό μου επαρκή», λέει.

«Κάτι άλλο που ήξερα με σιγουριά από την εμπειρία εκείνων των χρόνων ήταν ότι το παιδικό βιβλίο είναι μια κατηγορία που δεν σκιάχτηκε από καμία κρίση. Στο παιδικό δεν μπαίνει τίποτα που να είναι προσβλητικό αισθητικά ή από πλευράς κειμένου, έχουμε πολύ αυστηρό κανόνα. Το παιδικό είναι πυλώνας των βιβλιοπωλείων, επίσης ένα βιβλίο που δεν χαμπάριασε στην κρίση είναι το φτηνό βιβλίο τέχνης, γιατί είναι πολύ ωραίο δώρο, σου φτιάχνει το κέφι και σε τιμή που μπορείς να αντέξεις». Η Μαρία πιστεύει ότι τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία συντέλεσαν στο να πουληθούν οι νέες φωνές της διανόησης, της λογοτεχνίας, οι εξαιρετικοί τίτλοι που βγάζουν οι εκδότες.

Όποιος φτάνει στην πόλη επισκέπτεται το Μικρό Καράβι, ως σύγχρονο τοπόσημο, όπως δυο ζευγάρια που μόλις έχουν μπει και μου λένε ότι έχουν έρθει για έναν γάμο στα Χανιά και ξέρουν το βιβλιοπωλείο από τα social media. Το βιβλιοπωλείο σήμερα, γενικό και από τα πιο ενημερωμένα, έχει ένα πολύ καλό ξενόγλωσσο τμήμα με επιλεγμένα ένα κι ένα βιβλία που προτιμούν όχι μόνο οι ξένοι επισκέπτες αλλά και οι πολλοί ξένοι μόνιμοι κάτοικοι της Κρήτης.

Φτιάχνοντας το βιβλιοπωλείο η Μαρία έφτιαξε το παζλ της ζωής της και τη δουλειά της τη θεωρεί σπουδαία «για πάρα πολλούς λόγους, κυρίως γιατί το βράδυ, πριν κοιμηθώ, λέω «έδωσες βιβλία σε ανθρώπους». Όλοι φτωχοί είμαστε, όλοι βρισκόμαστε σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα και επίπεδο και σε αυτήν τη χώρα και σε αυτήν τη συγκυρία ίσα ίσα που επιπλέουμε. Τουλάχιστον να κάνουμε κάτι, να νιώθεις ότι κάτι δίνεις». Ψηλά στη λίστα των πωλήσεων βρίσκονται τα δοκίμια, βιβλία φιλοσοφίας, βιβλία ιστορίας και σοβαροί τίτλοι πολιτικών βιβλίων, φυσικά και βιβλία ποίησης, που αγαπά και ανεβάζει συχνά στα social media.

Η ίδια διαβάζει ακόμα ασταμάτητα, «δεν μπορεί να είσαι βιβλιοπώλης και να μη διαβάζεις», λέει, «ειδικά εμείς οι καινούργιοι βιβλιοπώλες που ανοίξαμε μέσα στην κρίση, τα 25-30 βιβλιοπωλεία, θυμίζουμε αυτούς που υπήρχαν δυο-τρεις γενιές πριν, είμαστε όλοι αναγνώστες. Έχουμε μια σχέση με κάθε άνθρωπο που μπαίνει εδώ και το ίδιο κάνουν όλοι στα μικρά βιβλιοπωλεία, γιατί όποιος μπαίνει σε εμπιστεύεται, δεν παίζεις με αυτά τα πράγματα. Το τι διαβάζει καθένας είναι πολύ προσωπικό, γι’ αυτό αξίζει η σχέση με τον πελάτη, γνωρίζεις τον άλλο, τι κάνει, τι είναι, οπότε και το τι διαβάζει είναι σαν «μυστικό» μεταξύ σας. Δεν μπορείς να σκεφτείς μόνο την πώληση όταν υπάρχει κόσμος που έρχεται και ρωτάει τι καλό διάβασες».

Η Μαρία πιστεύει ότι τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία συντέλεσαν στο να πουληθούν οι νέες φωνές της διανόησης, της λογοτεχνίας, οι εξαιρετικοί τίτλοι που βγάζουν οι εκδότες.

«Εμείς δεν έχουμε τη δύναμη των μεγάλων, αλλά κάνουμε σοβαρή δουλειά, και στο ότι εκπροσωπούνται τόσο καλά στον ελληνικό εκδοτικό χώρο αυτές οι φωνές συντέλεσαν πολύ τα μικρά, τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία. Είμαστε ο τελευταίος κρίκος της βιβλιοπαραγωγής αλλά ένας σημαντικός κρίκος γιατί βλέπουμε ποιοι αγοράζουν τα βιβλία, ξέρουμε το κοινό κάθε βιβλίου καλύτερα από όλους».

Πιστεύει –και «αυτό δεν αλλάζει με τίποτα»– ότι το εκδοτικό γεγονός της δεκαετίας είναι ο άθλος του εκδοτικού οίκου Αντίποδες να εκδώσει την αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη στη δίκη της Χρυσής Αυγής σε δώδεκα ημέρες. «Ως βιβλιοπώλισσα είχα ένα όπλο στα χέρια μου, γιατί το βιβλίο είναι και όπλο», λέει.

Μου εξηγεί και για τη σελίδα του βιβλιοπωλείου στα social media, που δεν περίμενε να έχει τόσο μεγάλη επιτυχία όταν την ξεκίνησε μαζί με το άνοιγμα του μαγαζιού πριν από εννέα χρόνια. «Εμείς θέλαμε να δείξουμε στους ανθρώπους που δεν διαβάζουν πως όταν ακούς αυτά τα ονόματα τα τεράστια, Ροτ, Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντη, Σεφέρη, Καρούζο, δεν πρέπει να φοβάσαι. Τα βιβλία περιέχουν μεγάλη ομορφιά, είναι λεξούλες τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη. Είπα «ας το δείξουμε αυτό εμείς που κάτι έχουμε διαβάσει».

Έτσι ξεκίνησα, βάζοντας αποσπάσματα από βιβλία που έχω διαβάσει. Για μένα είναι μια περιπέτεια, μια προσωπική υπόθεση, μια πρόκληση να ψάχνω και να διαβάζω και να βρίσκω το καλύτερο απόσπασμα, να μην είναι μια «ξεπέτα». Λένε πως για κάθε πόνο υπάρχει ένα τραγούδι, έτσι για κάθε πράγμα που συμβαίνει υπάρχει λογοτεχνία που έχει μιλήσει γι’ αυτό. Βρήκα ένα κόνσεπτ, με ημερομηνίες γενεθλίων και επετείους ως αφορμή – με έχουν χλευάσει πολύ γι’ αυτό, αλλά δεν με νοιάζει, αρκεί που μπαίνει κάποιος στον κόσμο του Προυστ, του Γκενασιά ή της Χατζηλαζάρου και διαβάζει και κάτι πέρα από τα τετριμμένα, που μπαίνει και συνδέεται και με ζητήματα που απασχολούν όλους μας, τη βία, την προσφυγιά, τη γλώσσα, την ταυτότητα».

Η συζήτηση έρχεται μοιραία και στο TikTok, που δείχνει να επηρεάζει την αγορά βιβλίου, όπως και όλα τα social media, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το χρησιμοποιούν βιβλιοπωλεία, βιβλιοφιλικές ομάδες, αναγνώστες με επιρροή. Η Μαρία ξέρει –γι’ αυτό και σπάνια προτείνει ένα νέο βιβλίο από τη σελίδα της– ότι ο κόσμος καταλαβαίνει πολύ καλά την πρόθεση.

«Ο κόσμος μάς αγαπάει γιατί καταλαβαίνει ότι δεν έχουμε αλισβερίσι άλλου τύπου, αυτό που κάνουμε είναι καθαρό, αγνό. Το να διαβάζεις έχει γίνει λίγο της μόδας, είναι ωραία μόδα ό,τι και να λέμε, γιατί με τη μανία της οθόνης δεν θα διάβαζε κανένας. Και μόνο που εξοικειώνεται ο κόσμος με ονόματα είναι ένα βήμα. Το να ανέβει η φιλαναγνωσία δεν κάνει καλό σε μένα, κάνει καλό σε όλους. Αν διαβάσει κάποιος κάτι στη σελίδα μου και μένει στην Καβάλα, στο βιβλιοπωλείο του θα πάει να αγοράσει το βιβλίο.

Για μένα το να είσαι ενεργός και σε εγρήγορση είναι βασικό συστατικό της δουλειάς, ειδικά όταν περιτριγυρίζεσαι από έναν τέτοιο κόσμο, εκδότες που πασχίζουν να έχουμε τον αφρό της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε χρόνο dt, πωλητές-αστέρια, που είναι βιοπαλαιστές, έχουν διαβάσει τα βιβλία που πουλάνε. Ο χώρος του βιβλίου σε αυτήν τη χώρα είναι φτωχός χώρος, δεν παίζει χρήμα, ειδικά στο ποιοτικό κομμάτι.

Αν το βιβλίο αυτήν τη στιγμή δεν έχει απαξιωθεί, αντιθέτως δείχνει σαν να γίνεται κάτι, είναι γιατί υπάρχουν κομάντος σε αυτόν το χώρο. Και είναι και αυτός ένας λόγος που εγώ όλα τα βιβλία που υπάρχουν εδώ μέσα θέλω να φτάσουν στα χέρια κάποιου που θα τα αγαπήσει και θα περάσει καλά. Αυτό με ενδιαφέρει».

Πηγή : https://www.lifo.gr