Η συνένωση ΑΕΙ-ΤΕΙ θα επιφέρει την κατάργηση της τεχνολογικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα οι ενδείξεις τείνουν να «εξαφανίσουν» τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ) από τον ακαδημαϊκό χάρτη. Είτε τα αναβαθμίζουν, πρόχειρα και εσπευσμένα, σε Πανεπιστήμια, όπως το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, είτε τα συνενώνουν, βολικά και απρογραμμάτιστα, με κάποιο άλλο όμορο ΑΕΙ, όπως η συνένωση Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και ΤΕΙ Ηπείρου και του Ιονίου Πανεπιστημίου με το ΤΕΙ Ιονίων Νήσων.

Τα πολιτικά αίτια αυτού του σχεδιασμού πρέπει να τα συσχετίσουμε με τα χαρακτηριστικά που επιχειρούν να προσδώσουν στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση. Παρατηρούμε ήδη μετατόπιση των δραστηριοτήτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης στο σύνολό της, συγκριτικά με το παρελθόν, από την παραγωγή ερευνητικού προϊόντος στην παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης, συχνάκις με οικονομικό αντίτιμο, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ) ή των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ).

Η μετατόπιση εξηγείται επειδή η έρευνα στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει καταστεί πανάκριβη, οπότε μεγάλο μέρος της μεταφέρθηκε σε τρίτες χώρες με χαμηλότερο κόστος, αλλά με υψηλό επίπεδο ερευνητικού αποτελέσματος. Αλλωστε, σύμφωνα με τις Συνθήκες της Μπολόνια (1999) και της Λισαβόνας (2009), ο εκπαιδευτικός και ερευνητικός χάρτης της Ε.Ε. οφείλει να αναδιοργανωθεί ώστε να καταστεί ανταγωνιστικό το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, εφόσον αξιοποιούνται εμπορικά τα ερευνητικά αποτελέσματα ως προϊόντα και το εξειδικευμένο παραγωγικό προσωπικό έχει εκπαιδευτεί με χαμηλό κόστος.

Στον νέο χάρτη που διαμορφώνεται, η χώρα μας επελέγη ως πάροχος υπηρεσιών εκπαίδευσης, που διαμορφώνει εξειδικευμένα στελέχη, κυρίως για τον ιδιωτικό αλλά και για τον δημόσιο τομέα, με χαμηλό κόστος επένδυσης και λειτουργίας στην εκπαίδευση και κατά συνέπεια με ανύπαρκτα ή αμφισβητούμενα επαγγελματικά δικαιώματα, χαμηλές αμοιβές, ευέλικτες σχέσεις απασχόλησης κ.λπ. Σε έναν τέτοιο «χάρτη» δεν υπάρχει χώρος για τα ΤΕΙ, καθώς δεν έχουν να «πουλήσουν» ανάλογη εκπαίδευση.

Κοντολογίς, η εξειδίκευση και η εξασφάλιση διακριτού ρόλου των αποφοίτων ΤΕΙ είχε ήδη απεμποληθεί με τον «νόμο Ευθυμίου» από την εν μια νυκτί βίαιη και άνευ όρων ανωτατοποίησή τους (Π.Δ. 86/2001). Εκτοτε ουδέποτε προτάθηκε ουσιαστική ενίσχυση των ΤΕΙ με εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών, αναβάθμιση του προσωπικού, αξιοποίηση των υποδομών, στροφή προς την έρευνα και πολλά άλλα που θα μπορούσαν να γίνουν. Αντ’ αυτής, επισπεύστηκε όπως όπως η υλοποίηση των ΑΤΕΙ, που περιορίστηκε στην αναβάθμιση του διδακτικού προσωπικού.

Ετσι, το υπουργείο Παιδείας ολοκληρώνει την κατάργηση της τεχνολογικής εκπαίδευσης συνενώνοντας ΤΕΙ με ΑΕΙ ή αναβαθμίζοντας ΤΕΙ σε ΑΕΙ. Η πρακτική αυτή συνοψίζεται στην απλοϊκή πρόθεση να αναβαθμιστούν τα ΤΕΙ και τα ΑΕΙ, επειδή τα ΤΕΙ θα γίνουν Πανεπιστήμια και τα ΑΕΙ θα καταστούν τάχα σημαντικότερα, μόλις αυξηθεί το πλήθος των φοιτητών και των διδασκόντων τους.

Η πρόθεση είναι άκρως επισφαλής, εφόσον σχεδόν όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η πραγματική αναβάθμιση προϋποθέτει προετοιμασία των ποιοτικών δεικτών, επεξεργασία κριτηρίων, αξιολογήσεις των ιδρυμάτων κτλ, ώστε να μην επιβαρύνει ούτε να προκαλεί αργότερα κωλυσιεργία στις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες με διευκρινιστικές υπουργικές εγκυκλίους που θα ρυθμίζουν όσα δεν προέβλεψαν, ως εξαρχής όφειλαν, όπως συνέβη με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.

Τα Πανεπιστήμια προφανώς δεν αναπτύσσονται με την ενίσχυση των ποσοτικών δεικτών τους, αλλά με την αναγνώριση των επιτευγμάτων τους.

Διοικητικές παρεμβάσεις τέτοιου μεγέθους απαιτούν ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις, τις οποίες επιχειρεί το υπουργείο να διαμορφώσει κατ’ επίφασιν, εξασφαλίζοντας την επιμέρους συγκατάθεση των διοικήσεων των Ιδρυμάτων και παραβλέποντας τους άλλους εκπαιδευτικούς και διοικητικούς υπαλλήλους, καθώς και τους φοιτητές. Αντί ενός αναμενόμενου θεσμικού διαλόγου, το υπουργείο, με υποκαθορισμένα (under-determined) κριτήρια, συγκρότησε εισηγητικές επιτροπές οι οποίες αργούν να αποφανθούν σε συγκεκριμένα ερωτήματα, χαρίζοντας χρόνο για κρίσιμες πολιτικές υποσχέσεις στους αρμόδιους.

Η αντιπολίτευση, από τη Ν.Δ. μέχρι το ΚΙΝ.ΑΛΛ., επί της ουσίας συμφωνεί με τη συνένωση ΑΕΙ-ΤΕΙ, μολονότι θέτει ορισμένες προϋποθέσεις, που φαίνονται να εξαντλούνται στη διασφάλιση ακαδημαϊκών κριτηρίων της συνένωσης.

Τα ακαδημαϊκά κριτήρια δεν αποτελούν ουδέτερη αντικειμενική παράμετρο, αλλά προϊόν της εκάστοτε συγκεκριμένης πορείας της αντιπαράθεσης των συμφερόντων που εκπροσωπούν οι ενδιαφερόμενοι και οι εμπλεκόμενοι κοινωνικοί εταίροι. Αυτή η οπτική μετατοπίζει τη συζήτηση στον τρόπο που πρέπει να διεξαχθεί και δεν συζητείται το ουσιώδες, δηλαδή κατά πόσο πρέπει να γίνει η συνένωση! Σ’ αυτό το πρόβλημα οφείλουμε να τοποθετηθούμε λαμβάνοντας υπόψη όχι τα ιδιοτελή οφέλη μας, αλλά το κοινωνικό κόστος των επιλογών μας και τη σημασία τους.

Η συναίνεση στη συνένωση ΑΕΙ-ΤΕΙ ισοδυναμεί με τον αφανισμό της τεχνολογικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και αυτός ο αφανισμός εκβάλλει σε μια κοινωνία-αγορά χωρίς τεχνολογική κατάρτιση, με υπερπροσφορά πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, εν πολλοίς ασύνδετης με τις σύγχρονες ανάγκες.

Εν κατακλείδι, οι απόφοιτοι ΑΕΙ θα καλούνται να καλύψουν τεχνολογικές ανάγκες και ειδικεύσεις χωρίς απαιτούμενη εμπειρία και αυτή η συνθήκη είναι ιδιαιτέρως προβληματική. Ανάλογες πολιτικές καθιστούν σταδιακά τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση περισσότερο επιλεκτική με καθαρά οικονομικά κριτήρια, δηλαδή την καθιστούν ταξική.

Το οιονεί συνενωμένο ελληνικό Πανεπιστήμιο θα υποβαθμιστεί και σε σχέση με τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού -στα οποία ούτως ή άλλως σπουδάζει η κυρίαρχη τάξη- και αναπόδραστα θα αποδυναμωθεί η εργασιακή αξία των αποφοίτων μας.

*επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ,
**αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών

Via : www.efsyn.gr