Νίκος Τζιανίδης

Νίκος ΤζιανίδηςΣυντάκτης-Αρθρογράφος

Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, καλή σας νύχτα… Ο δικός μας Γιάννης Διακογιάννης δεν είναι πια κοντά μας!

Φυλλοροεί η Ελλάδα. Φυλλοροεί! Ένας ένας οι μύθοι που μας ανάστησαν, σβήνουν και μαζί τους σβήνουν και οι εξαίσιες φωνές που μας γοήτευσαν· οι μουσικές φωνές που χάιδευαν τ’ αφτιά μας ακόμα και μέσα από μια αθλητική μετάδοση… Η φωνή του Γιάννη Διακογιάννη δονεί, στεντόρεια πια μέσα από τη σιωπή της…

Πάει καιρός, είναι η αλήθεια, από τότε που ακούστηκε για τελευταία φορά το γνώριμο ηχόχρωμα του Διακογιάννη, όταν έντυνε ελληνικά, άρτια, με σύνεση και ποιότητα, δίχως πομπώδεις κορώνες και κυρίως με περισσή σπουδή και γνώση, μια κορυφαία ποδοσφαιρική μετάδοση ή μια στιβική κούρσα Ολυμπιακών διαστάσεων…

Με τη φυγή του Γιάννη Διακογιάννη, κόντυνε ακόμα περισσότερο η ανάσα αυτών που αγαπούν τον αθλητισμό, εκείνων που κάθονται με τις ώρες απέναντι στην μικρή οθόνη τους, που γιγάντωνε από τις εμβληματικές μεταδόσεις του κορυφαίου αναλυτή τους.Κι αν υπάρχουν ίχνη ποίησης στο ποδόσφαιρο, ρικνώθηκε ακόμα και η λιγοστή που είχε απομείνει ποιητική χροιά, σε μια περιγραφή ποδοσφαιρικού αγώνα.

Αντιπαθώ τη χρήση πρώτου προσώπου σε έναν οιονεί επικήδειο, αλλά τον αγαπημένο Ζανό τον έζησα επί χρόνια πλάι πλάι, και πώς να μην ανατρέξω στα βιώματά μου, προσπαθώντας να αναπλάσω την εικόνα του;Ο Γιάννης Διακογιάννης, λοιπόν, ήρθε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, το 1987, σαν εισβολέας… Η διεύθυνση της Ναυαρχίδας του ΔΟΛ είχε κρίνει ότι έπρεπε το τιμόνι του αθλητικού τμήματος να κρατηθεί από χέρια έμπειρα και η υπογραφή στα κείμενα να είναι λαμπερά αναγνωρίσιμη. Ποιος άλλος εκτός από τον Γιάννη Διακογιάννη, που εκείνη την εποχή ήταν επικεφαλής του αθλητικού τμήματος της Μεσημβρινής; Ουδείς;

Ο τηλεοπτικός αστέρας, που βρισκόταν στο δειλινό του επαγγελματικού βίου του – πλησίαζε τα 60 πια – είπε το «ναι», απαιτώντας να τον ακολουθήσουν ακόμα τέσσερις «δικοί» του από την εφημερίδα των Βαρδινογιάννηδων· και ήρθαν ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο, φέρνοντας για κάποιες ώρες βαρυχειμωνιά στα αθλητικά γραφεία.
Μπήκε σαν εισβολέας τότε κι όταν έφυγε, μετά τρία χρόνια, δάκρυσαν και οι παλιοί σοβάδες στους καπνισμένους ορόφους της Χρήστου Λαδά! Γιατί ο Γιάννης Διακογιάννης εκτός από πλήρης και ενημερωμένος επί της παραμικρής λεπτομέρειας, που αφορούσε το επαγγελματικό αντικείμενο του, ήταν και πλήρης ως άνθρωπος.

Πολυπολιτισμικός, bon viveur (στην γλώσσα της μητέρας του), αδέκαστος, δίκαιος, ηγέτης, μεγάθυμος, χαρισματικός, με αρετές που υπερνικούσαν τα όποια ελαττώματά του.
Με το που πέρασε την είσοδο της Χρήστου Λαδά 3, έβαλε στο μισθολόγιο όλους όσοι περιμέναν ακροβατώντας ανάμεσα στο «αλλάζω επάγγελμα ή παραμένω άμισθος κι όσο αντέχει η μάνα μου να με ταΐζει»…

Με το που κάθισε στο γραφείο του, άναψε ένα βαρύ Gitanes Mais, άνοιξε τη νάιλον σακούλα, που κουβαλούσε μαζί του – και ήταν συνήθως από ένα Duty Free κάποιου αεροδρομίου – έβγαλε ένα μπουκάλι ακριβό malt whisky, τοποθέτησε μια κόκκινη γραφομηχανή μπροστά του, την τροφοδότησε με ροζ κόλες χαρτιού και βάλθηκε να γραφεί. Κι όταν σταμάτησε, είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια… Μάζεψε ό,τι είχε αφήσει πίσω του κι έφυγε αθόρυβα και ταπεινά, προσφέροντας ένα κομμάτι της προσωπικότητάς του στο αθλητικό τμήμα των ΝΕΩΝ, δίνοντας απλόχερα σπαράγματα εμπειρίας στους νέους, που είχε πλάι του και αποκαλύπτοντας το μυστικό της επιτυχίας του σε τηλεοπτικές μεταδόσεις και εφημερίδες: μελέτη και βαθιά γνώση!

Ο Γιάννης Διακογιάννης, πριν από κάθε του μετάδοση – τελευταία μεγάλη ήταν ο τελικός του Μουντιάλ του 1986 στο Αζτέκα – μελετούσε επί μέρες: την προσωπική ζωή των ποδοσφαιριστών, τις ιδιαιτερότητες των προπονητών, τις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που θα έκαναν εύπεπτη μια περιγραφή ακόμα και για τον πιο αρνητικό… Και έτσι έχτισε τον μύθο του. Του Διακογιάννη η σοφή «φωνή», δεν ακούστηκε ποτέ ξανά κι από κανέναν. Ήταν μοναδικός! Ήταν ο Sportcaster που ανέβασε τόσο ψηλά τον πήχη στις αθλητικές μεταδόσεις, που οι επίγονοι πέρασαν απλά από κάτω…

Αν ζητούσε κάποιος να χαρακτηρίσω με ένα μοναχά επίθετο τον άνθρωπο που με αποκατέστησε επαγγελματικά, που έβαλε το στήθος του μπροστά στον αλαζόνα Σταύρο Ψυχάρη, όταν απαίτησε την απόλυσή μου, τον δημοσιογράφο που γνώριζε εξ απαλών ονύχων τα παγκόσμια αθλητικά δρώμενα από ποδηλασία και χόκεϊ στον πάγο μέχρι στίβο και ποδόσφαιρο, ακόμα και μπάσκετ που απλά το ανεχόταν, αυτό θα ήταν: Άνθρωπος!
Με τα ελαττώματά του, τις μικρότητές του, με τις παραξενιές του, αλλά και με το μεγαλείο της ψυχής του, με το ταλέντο του, με τις αρετές του, με τα σπάνια χαρίσματά του.

Ο Διακογιάννης μπήκε με την ορμή της νιότης σε ένα από τα πίσω δωμάτια της ελληνικής δημοσιογραφίας, το αθλητικό τμήμα της, το έβαψε με τα λαμπερά χρώματά του και του έδωσε διαστάσεις ευρωπαϊκού διαμερίσματος ρετιρέ με θέα στον Πελέ, τον Μαραντόνα, τον Λάσε Βίρεν, τον Αλμπέρτο Χουαντορένα, τη Σίρλεϊ Μπάμπασοφ, τον Μαρκ Σπιτς, τον Καρλ Λιούις
Ο καημός του Ζανό ήταν που δεν ευτύχισε να μεταδώσει ελληνική επιτυχία σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο.
Είδε την αγαπημένη του Γαλλία να κατακτά Παγκόσμιο Κύπελλο το 1998, δυστυχώς από το κρεβάτι του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν στο Παρίσι, αλλά δεν πρόλαβε να την δει στον αυριανό ημιτελικό με το Μαρόκο…

Η μοίρα, προίκισε με ταλέντο και προτερήματα τον Γιάννη Διακογιάνη, αλλά τον χτύπησε ανηλεώς στα τελευταία χρόνια της ζωής του: κάηκε το σπίτι όπου διέμενε στο Παγκράτι, έχασε την αγαπημένη σύζυγό του Βαρβάρα κι έκλαψε για την απώλεια της «κόρης» του Ρίκας Βαγιάννη.
Ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν (και θα είναι) το Έβερεστ της ελληνικής αθλητικής τηλεοπτικής δημοσιογραφίας που πολλοί πάσχισαν να καρφώσουν τη σημαία τους, αλλά έμειναν δίχως οξυγόνο σε χαμηλά υψόμετρα…

Ο Γιάννης Διακογιάννης λάτρευε να ακούει το πρωί Λουτσιάνο Παβαρότι, το απόγευμα Ζακ Μπρελ και το βράδυ να πίνει το ουίσκι του στον Βοσκόπουλο. Ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν εραστής του τέλειου και διώκτης της μετριότητας.

 Δεν ακούστηκε η φωνή του στα περίδοξα επιτεύγματα των ελληνικών ομάδων, όμως ακόμα κι άνθρωποι της επόμενης γενιάς, τον γνωρίζουν, όπως τον έμαθαν από τις διηγήσεις εκείνων που τον άκουγαν, τότε.

Κι αυτό έκανε τον Γιάννη Διακογιάννη να χαμογελάει ειρωνικά, ως το τέλος χαρίεις, γνωρίζοντας πως φεύγει, αλλά βέβαιος πως δεν ήταν, αλλά είναι και θα είναι: ο μελωδός των αθλητικών μεταδόσεων, ο «δικός μας» Ζανό, ο σεβαστός κύριος Γιάννης…
Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι καλή σας νύχτα…

Πηγή : https://www.ethnos.gr