του Κώστα Βεργόπουλου*

kostas-vergopoulos-630

Στην πρόσφατη ημερίδα του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, ο Μορίς Όμπστφελντ, νέος διευθυντής μελετών του Ταμείου, απευθύνθηκε στους Ευρωπαίους έσχατους συνηγόρους της πολιτικής λιτότητος ως εξής: «Απαιτείτε από τα κράτη να περιορίσουν δραστικά τα δημοσιονομικά ελλείμματά τους, αδιαφορώντας για τις υφεσιακές επιπτώσεις αυτής της προτεραιότητος. Ταυτόχρονα, καταγγέλλετε την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επειδή αυτή διευκολύνει τα κράτη στην αποκατάσταση των δημοσιονομικών ισοζυγίων τους, παραμελώντας έτσι την ανάγκη επίσπευσης των περίφημων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τα θέλετε όλα δικά σας; Ε λοιπόν, αυτό δε γίνεται: προτεραιότητα όλων των προτεραιοτήτων είναι η διατήρηση της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς και η αποκατάσταση των ισοζυγίων να μην προκαλεί ύφεση στις οικονομίες. Μόνον με θετικούς ρυθμούς της οικονομίας μπορούν να ισοσκελίζονται τα ισοζύγια και να εξυπηρετούνται τα χρέη».

Ο ίδιος θα μπορούσε να προσθέσει ακόμη πιο ξεκάθαρα: «τα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν είναι αιτία της ασθενικής ανάπτυξης τα τελευταία έτη στην Ευρώπη, αλλά συνέπεια αυτής. Όσο ο ρυθμός της οικονομίας επιβραδύνεται, τόσο μεγαλύτερα αποβαίνουν τα δημόσια ελλείμματα, όπως επίσης αυτά των ασφαλιστικών ταμείων και κατ’ επέκταση ο δανεισμός και η υπερχρέωση όχι μόνον του δημοσίου τομέα, αλλά και ακόμη περισσότερο του ιδιωτικού (επιχειρήσεις, τράπεζες, νοικοκυριά). Η επιταγή να ισοσκελίζονται πάση θυσία οι λογαριασμοί, είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί, σε περίοδο οικονομικής ύφεσης, συνιστά ξεκάθαρο και αντιπαραγωγικό παραλογισμό, αφού τα ελλείμματα και το χρέος δεν είναι αιτίες της ύφεσης, αλλά επιφαινόμενα αυτής».

Μέσα σε αυτό το διεθνές πλαίσιο, σε ποια ακριβώς γραμμή πλεύσης βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση; Η ίδια διαβεβαιώνει σε όλους τους τόνους ότι εφαρμόζοντας πιστά και υποδειγματικά το υφεσιακό πρόγραμμα των δανειστών της, όχι μόνον επισπεύδει τη σταθεροποίηση της οικονομίας, την επιστροφή στην «κανονικότητα» και στην ανάπτυξη, με προβλεπόμενο ρυθμό 2,7% το 2017-18, αλλά επίσης ότι η δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 είναι απολύτως εφικτή, αφού μέχρι στιγμής τα δημόσια έσοδα ανταποκρίνονται στους στόχους. Άλλο το ζήτημα ότι η ίδια διεκδικεί τον περιορισμό του πλεονάσματος σε 2%, αποδεχόμενη εμμέσως, πλην σαφώς, ότι το μέγεθος του επηρεάζει άμεσα τον ρυθμό της οικονομίας. Όσο μεγαλύτερο το πλεόνασμα, τόσο χαμηλότερος ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης, αφού το πρώτο αφαιρείται από τον δεύτερο. Αντί να επισημαίνει την αντίφαση ανάμεσα στους δυο στόχους, η κυβέρνηση αποδέχεται ότι αμφότεροι είναι ρεαλιστικοί και συμβατοί μεταξύ τους.

Κατά την τελευταία 6ετία στην Ελλάδα, το οικονομικό ελατήριο δεν έχει πάψει να συμπιέζεται με τις συνεχείς και ακατάπαυστες περικοπές εισοδημάτων, δημοσίων και ιδιωτικών δαπανών και την εξουθενωτική υπερφορολόγηση των πάντων, με συνέπεια να έχουν αποδιοργανωθεί οι βάσεις της οικονομίας και να έχει απολεσθεί περίπου 30% του εθνικού εισοδήματος.

Ωστόσο, πόσο ρεαλιστικός είναι ο αναγκαίος πραγματικός ρυθμός του 6,2%, ώστε να γίνει εφικτή η επίτευξη αμφότερων των στόχων ταυτόχρονα; Σε κάθε περίπτωση, δημόσιο πλεόνασμα σημαίνει ότι το κράτος αφαιρεί από την οικονομία περισσότερους πόρους από ο,τι εισάγει σε αυτήν μέσω των δαπανών του. Θα πρέπει το προβλεπόμενο πλεόνασμα να είναι κατώτερο από τον ρυθμό ανάπτυξης και εάν αυτό δε συμβαίνει, δηλαδή εάν το πλεόνασμα είναι ανώτερο, τότε η οικονομία δε σταθεροποιείται, αλλά εξωθείται σε βαθύτερη ύφεση και κατ’ επέκταση η πραγματική ανάπτυξη αποβαίνει αρνητική εξ αίτιας του υπερβολικού πλεονάσματος. Δε μπορεί η κυβέρνηση να σεμνύνεται ταυτόχρονα και για πλεόνασμα 3,5% και για ανάπτυξη 2,7%, αφού σε αυτή την περίπτωση ο συνδυασμός των δυο συνεπάγεται αρνητικό πραγματικό ρυθμό για την οικονομία: 2,7 – 3,5 = -0,8, δηλαδή αμετακίνητη παραμονή στην ύφεση.

Στο προσχέδιο Προυπολογισμού για το 2017, παρέχονται διαβεβαιώσεις όχι λιγότερο ευσεβείς και κάθε άλλο παρά βάσιμες και τεκμηριωμένες: η ελληνική οικονομία θα αναπτύσσεται με κινητήριους μοχλούς τις εξαγωγές και τις επενδύσεις! Ωστόσο, πόσο αξιόπιστη είναι η πρόβλεψη ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν με ετήσιο ρυθμό 5%, ενόσω οι οικονομίες των βασικών Ευρωπαίων εταίρων μας θα παραμένουν στον ανεπαρκή ρυθμό του 0,3%, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προβλέψεις; Πώς θα αυξήσει η χώρα μας το μερίδιο της στις ευρωπαϊκές αγορές, ενόσω αυτές παραμένουν στάσιμες; Μήπως με αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητος της, η οποία όμως στη χώρα μας δεν παύει να φθίνει;

Παράλληλα, πόσο αξιόπιστη είναι η πρόβλεψη για αύξηση των επενδύσεων με διψήφιο αριθμό; Αφού για την εθνική αγορά προβλέπεται συρρίκνωση της ζήτησης κατά 1,8% και για τις ευρωπαϊκές αύξηση ασήμαντη έως μηδενική, πόσο σοβαρή και τεκμηριωμένη είναι στο συγκεκριμένο συρρικνούμενο πλαίσιο η συρροή επενδύσεων στη χώρα μας; Για ποια αγορά οι επενδύσεις θα προσέλθουν στην Ελλάδα και μάλιστα τη στιγμή που ολόκληρη η Ευρώπη και η Γερμανία αντιμετωπίζουν οξύ επενδυτικό έλλειμμα;

Κυβερνητικοί κύκλοι, κλείνοντας το μάτι, δε διστάζουν να επικαλούνται τη θεωρία του εκτινασσόμενου ελατηρίου: όταν αυτό υπερσυμπιεσθεί, τότε μπορεί να αναμένεται εντυπωσιακή εκτίναξη του στη συνέχεια. Ωστόσο, για να επισυμβεί η αισιόδοξη πρόβλεψη, θα πρέπει όχι μόνον το ελατήριο να μην έχει ήδη συνθλιβεί, αλλά και η συμπίεση του να σταματήσει κάποτε. Κατά την τελευταία 6ετία στην Ελλάδα, το οικονομικό ελατήριο δεν έχει πάψει να συμπιέζεται με τις συνεχείς και ακατάπαυστες περικοπές εισοδημάτων, δημοσίων και ιδιωτικών δαπανών και την εξουθενωτική υπερφορολόγηση των πάντων, με συνέπεια να έχουν αποδιοργανωθεί οι βάσεις της οικονομίας και να έχει απολεσθεί περίπου 30% του εθνικού εισοδήματος. Σήμερα, η συμπίεση συνεχίζεται απτόητη από όλες τις πλευρές, τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς, τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ελατήριο δεν έχει αμετάκλητα συνθλιβεί, πόσο τεκμηριωμένη και αξιόπιστη είναι η προσδοκία για εκτίναξη του, ενόσω οι ποικίλες συμπιέσεις όχι μόνο δεν παύουν, αλλά και επιτείνονται;

Πόσο αξιόπιστες για την κοινωνία μπορούν να είναι οι αισιόδοξες προβλέψεις όταν αντιπαρατίθενται με κάθε οικονομική λογική, αλλά και με τη θλιβερή πραγματικότητα; Ποιο τέλος πάντων είναι το ανεξιχνίαστο κυβερνητικό σχέδιο απεμπλοκής της χώρας από την κρίση, που πήγε το πολυσυζητημένο «παράλληλο πρόγραμμα», που υποτίθετο ότι θα αντιστάθμιζε τις υφεσιακές συνέπειες του σημερινού εφαρμοζόμενου προγράμματος; Εάν τουλάχιστον η κυβέρνηση αποδεχόταν ότι το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα δεν είναι δικό της, αλλά των δανειστών και των θεσμών, ότι αυτό δεν οδηγεί σε ανάκαμψη, αλλά σε βαθύτερη ύφεση, τότε ασφαλώς θα αποκτούσε μεγαλύτερη κατανόηση και ανταπόκριση από την κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια και η ειλικρίνεια, έστω και πικρές, εκτιμώνται περισσότερο από τη σύγχυση και την αυταπάτη.

*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII

Via : www.huffingtonpost.gr