του Μάριου Δανηλόπουλου

 

Από τα τέλη της δεκαετίας του 90’, όταν πλέον το μάρκετινγκ είχε αρχίσει να αλλάζει άρδην τον χάρτη του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, η Ρεάλ Μαδρίτης είχε καταστήσει σαφή τη στρατηγική της: έχοντας επανέλθει μετά από δεκαετίες στην κορυφή της Ευρώπης και έτοιμη να ξοδέψει φρέσκο χρήμα, θα επιχειρούσε να ντύσει στα λευκά ό,τι καλύτερο ποδοσφαιρικά και ό,τι πολυτιμότερο εμπορικά κυκλοφορούσε στην παγκόσμια αγορά. Στόχος, εκτός από μια ελκυστική ομάδα εντός γηπέδων, να δημιουργήσει κυρίως ένα πανίσχυρο brand name σε όλο τον κόσμο.
Μέσα σε τρία μόλις χρόνια γεννήθηκαν οι περίφημοι «γκαλάκτικος», με τον πρόεδρο Φλορεντίνο Πέρεθ να δαπανά συνολικά περίπου 210 εκατ. ευρώ για να φέρει στη Μαδρίτη, μεταξύ άλλων, τους Ζινεντίν Ζιντάν, Ρονάλντο, Λουίς Φίγκο και Ντέιβιντ Μπέκαμ. Και οι τέσσερις μεταγραφές αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποδοτικές, τόσο με ποδοσφαιρικούς όρους, μιας και η Ρεάλ χάρισε κάποιες ανεπανάληπτες «παραστάσεις» σε Ισπανία και Ευρώπη, αλλά κυρίως εμπορικά, με τις φανέλες τους να γίνονται ανάρπαστες και τους χορηγούς να «σφάζονται» για να πάρουν λίγη από τη λάμψη τους, που θα μεταφραζόταν φυσικά σε εκατοντάδες εκατομμύρια.
Μέσα σε αυτό το απόγειο της δόξας και της προβολής όμως, ακόμη και για έναν γιγαντιαίο ποδοσφαιρικό οργανισμό όπως η Ρεάλ, κάποιες σταθερές αξίες παρέμειναν αμετάβλητες. Και το κυριότερο που δεν είχε αλλάξει σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ήταν ότι, παρά τον συνωστισμό αστέρων στο δυναμικό της, η βασική ενδεκάδα των Μαδριλένων άρχιζε και τελείωνε σε ένα όνομα: Ραούλ.
Το περιβραχιόνιο του αρχηγού δεν έφυγε ποτέ από το αριστερό μπράτσο του και η φανέλα με το 7, παρότι έφτασαν γι’ αυτή μνηστήρες με βαριά ονόματα, δεν βρήκε ποτέ άλλον κάτοχο, μέχρι την αποχώρησή του. Ο Φίγκο παρέλαβε το 10, ο Μπέκαμ, το πλέον διάσημο «7άρι» των τελευταίων δεκαετιών αρκέστηκε στο 23, ενώ ακόμη και το 2009, όταν στην ισπανική πρωτεύουσα αφίχθη το νέο «golden boy» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ο Κριστιάνο Ρονάλντο, έπαιξε με το 9 στην πλάτη.
Το έχει περιγράψει, άλλωστε, λακωνικά ο Σερ Αλεξ Φέργκιουσον το 2003, παραμονές επαναληπτικού προημιτελικού Τσάμπιονς Λιγκ, με τον Ραούλ να τον έχει ήδη «φιλοδωρήσει» με δύο τέρματα στο πρώτο παιχνίδι. «Η Ρεάλ έχει φέρει στη Μαδρίτη πολλούς σπουδαίους ποδοσφαιριστές, ωστόσο ο Ραούλ παραμένει ο κορυφαίος στον πλανήτη», είχε δηλώσει ο Σκωτσέζος, που τρία χρόνια πριν είχε δει και πάλι τον, μόλις 22χρονο τότε, επιθετικό να τον πετάει έξω από την διοργάνωση, σκοράροντας δύο φορές μέσα στο «Old Trafford».
Σπάνια κλάση
Κλασικός αριστεροπόδαρος, από εκείνους που φαίνεται σαν ο Θεός να τους ξεχώρισε και να τους προίκισε με ένα αισθητικό πλεονέκτημα στα αγγίγματα της μπάλας, ο Ραούλ έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην αντίπερα όχθη της Μαδρίτης, στη συμπολίτισσα Ατλέτικο. Οταν ο ιδιόρρυθμος πρόεδρος Χεσούς Χιλ αποφάσισε, σε ένα ποδοσφαιρικό «έγκλημα», να κλείσει τις ακαδημίες της για να εξοικονομήσει χρήματα, η Ρεάλ δεν έχασε την ευκαιρία και τον άρπαξε, σε ηλικία 15 χρονών. Στα 17 του βρέθηκε στην πρώτη ομάδα και έχοντας πίσω του τον ιδιοφυή Μίκαελ Λάουντρουπ να του χαρίζει απλόχερα ασίστ, από την πρώτη του σεζόν, έδειξε ότι είχε φτάσει στο «Μπερναμπέου», όχι απλά για να μείνει, αλλά για να αναδειχθεί σε ηγέτη της σύγχρονης ιστορίας των Μαδριλένων.
Το πρώτο γκολ δεν άργησε να έρθει σε ένα – τι ειρωνεία – τοπικό ντέρμπι με την Ατλέτικο το 1994 και η βελτίωση ήταν ραγδαία τα επόμενα χρόνια, παιχνίδι με παιχνίδι, σεζόν με σεζόν. Ο αρχικός ενθουσιασμός εξελίχθηκε σε ωριμότητα, η εκτελεστική δεινότητα δεν τον εμπόδισε από το να δημιουργεί: μάλλον θα μείνει στην ιστορία ως ένας από τους λιγότερο εγωιστές στράικερ, βλέποντας πάσες εκεί που άλλοι έβλεπαν μόνο τα σουτ που θα τους έκαναν ήρωες. Η εκπληκτική κοφτή ντρίμπλα, η αντίληψη του παιχνιδιού και των κενών χώρων, η γρήγορη σκέψη και κυρίως η παροιμιώδης, ακόμη και στα εφηβικά του χρόνια, ψυχραιμία μπροστά από την αντίπαλη εστία, σήκωσαν ουκ ολίγες φορές το κοινό του «Μπερναμπέου» από τις θέσεις του. Σε σήμα κατατεθέν του άλλωστε, εξελίχθηκαν οι απίθανες «λόμπες» όταν βρισκόταν τετ α τετ με τον αντίπαλο γκολκίπερ, η στιγμή δηλαδή της απόλυτης ηρεμίας και αυτοπεποίθησης, την ώρα που το γκολ είναι θέμα χιλιοστών και η πίεση τεράστια.
Η συνέχεια γνωστή: τρία Τσάμπιονς Λιγκ σε πέντε χρόνια, έξι πρωταθλήματα, καθιέρωση στην Εθνική Ισπανίας και αναρίθμητα ρεκόρ σκοραρίσματος εντός και εκτός συνόρων, τα οποία έμελλε να «σμπαραλιάσει» ο σχεδόν εξωγήινος ανταγωνισμός ανάμεσα σε Λιονέλ Μέσι και Κριστιάνο Ρονάλντο, ο οποίος θα γεννιόταν τα επόμενα χρόνια. Κυρίως, όμως, έμεινε η κληρονομιά μιας, βγαλμένης από ποδοσφαιρικά όνειρα, πενταετίας από το 2001 μέχρι το 2006, όταν, μαζί με τους Ζιντάν και Ρονάλντο, ο Ραούλ συνέθεσε ίσως την πιο ποιοτική τριάδα που έχει περάσει από τα γήπεδα τις τελευταίες δεκαετίες.
Το αντίο ήρθε μάλλον νομοτελειακά. Ο Ζοσέ Μουρίνιο, νέο «αφεντικό» στο «Μπερναμπέου» από το καλοκαίρι του 2010, δεν του εγγυήθηκε θέση βασικού και στα τέλη εκείνου του Ιουλίου ο εμβληματικός αρχηγός αποχώρησε από την αγαπημένη του Ρεάλ χωρίς γκρίνιες και βεντετισμούς, με προορισμό τη Γερμανία και τη Σάλκε. Εκεί, κατέκτησε ένα κύπελλο, το μόνο τρόπαιο που έλειπε από την συλλογή του, και βοήθησε την ομάδα από το Γκελσενκίρχεν να φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Ακολούθησαν η Αλ Σαντ από το Κατάρ και η άλλοτε ομάδα – θρύλος των ΗΠΑ, New York Cosmos, με την οποία τα ξημερώματα έπαιξε το τελευταίο του επίσημο ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Ηταν ο τελικός της δεύτερης κατηγορίας του αμερικανικού πρωταθλήματος και το τέλος τον βρήκε εκεί που συνήθισε να βρίσκεται τόσα χρόνια: στη θέση του πρωταθλητή.
Πρότυπο
Κι αν η αποχώρησή ενός τόσο σημαντικού αθλητή από την ενεργό δράση περνά στα «ψιλά», αυτό οφείλεται στο χαμηλό προφίλ που ο ίδιος επέλεξε να κρατήσει στην καριέρα του, παρά το γεγονός ότι για περίπου 15 χρόνια βρισκόταν στο επίκεντρο του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όντας αναντικατάστατο στέλεχος και αρχηγός ενός εκ των πλέον διάσημων και εμπορικών συλλόγων στον πλανήτη.
Μια καριέρα που στο ποδόσφαιρο των δισεκατομμυρίων, της τηλεόρασης, της αδιάκοπης προβολής και των ταμπλόιντ μπορεί να χαρακτηριστεί και ένας μικρός θρίαμβος του αντισυμβατικού. Διότι, με τους ποδοσφαιριστές να έχουν πάντα μια αύρα ροκ – σταρ, πας κόντρα στο ρεύμα αν πανηγυρίζεις, πριν φτάσεις τα 25 σου, φιλώντας την βέρα του γάμου σου, όπως χαρακτηριστικά έκανε μετά από κάθε γκολ που πετύχαινε.
Για όσους τον θαύμασαν και τον έκαναν πρότυπο, άλλωστε, η εικόνα του είναι ξεκάθαρη: ένας ποδοσφαιριστής με απίστευτες αρετές και ένας σπάνιος ηγέτης, που δεν κρύφτηκε ποτέ όταν η μπάλα «έκαιγε», που στα μεγάλα ραντεβού πάντα σκόραρε, που δεν πρόταξε ποτέ το «εγώ» του πάνω από το σύνολο και που τελείωσε σήμερα μια διαδρομή 21 ετών και περίπου 900 επίσημων αγώνων, χωρίς να αντικρύσει ποτέ την κόκκινη κάρτα…

Via : www.kathimerini.gr